ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ: "Υπό κλίμακα".

Παράτα με Δέσποτα!
Η θάλασσα μάς γέννησε
κι αυτή θα μας πάρει.

Αλμυρά  ' ναι τα μάτια μας
Αλμυρά και τα κορμιά μας.
Αλίμονο σ' όσους δεν γεύτηκαν
Αυτή, την πρώτη γεύση Απάτης.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ Ι. ΒΑΤΟΥΣΙΟΣ

ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΨΑΛΗΣ: "Υπό κλίμακα".

Και εξήλθεν Ιακώβ από του φρέατος του όρκου 
και επορεύθη εις Χαρράν, και απήντησεν τόπω 
και εκοιμήθη εκεί· έδυ γαρ ο ήλιος· και έλαβεν 
από των λίθων του τόπου και έθηκεν προς κεφαλής 
αυτού και εκοιμήθη εν τω τόπω εκείνω. και ενυπνι-
άσθη, και ιδού κλίμαξ εστηριγμένη εν τη γη, ης η 
κεφαλή αφικνείτο εις τον ουρανόν, και οι άγγελοι 
του θεού ανέβαινον και κατέβαινον επ’ αυτής.

ΓΕΝΕΣΙΣ, 28 10-12

Γνωρίζω τι θα γράφατε, πατέρες, 
γνωρίζω, μα δεν θέλω να το γράψω· 
είναι νωρίς ν’ ανέβω στους αιθέρες, 
ν’ αναπαυθώ στα μέρη σας, να κλάψω· 
και είν’ αργά, ξεκλήρισαν τις μέρες,
κι οι νύχτες μου ηχούν σαν ιστορίες 
που απόστρατοι ψελλίζουν σε κυρίες.

Πλαγιάσαμε μαζί για ν’ αναρρώσει 
η γη της πληγωμένης Αρκαδίας·
κοιμήθηκα του ύπνου σας τη γνώση 
να ονειρευτώ μιας ένδον Ιαπωνίας 
τις ανθισμένες κερασιές, την πτώση 
αγγέλων που εξαγόρασαν τα ψεύδη, 
τα τρόπαια του κόσμου που καθεύδει.

Στηρίχτηκε η κλίμακα στη γη μας 
μα πέρασε τα σύννεφα κι εχάθη· 
κι ανέβαινε τις σκάλες της πνοής μας 
ο αγώνας των αγγέλων, που απ’ τα βάθη
μετέφεραν τη φλόγα της ζωής μας·
κι έπεφτε αργά σαν στάχτη η βασιλεία 
των ουρανών στην άδεια πολιτεία.

Γνωρίζω τι θα γράφατε, πατέρες, 
πόσο βαθιά στη φλέβα σας να σκάψω· 
μα θα ’ναι αργά, σαν έρθω στους αιθέρες
να καρπωθώ τη λύπη σας, να κλάψω 
τους ήρωες που δόξασαν τις μέρες· 
κι οι νύχτες μου θα ζουν σαν παρωδίες,
με ιππότες, ξωτικά και βαλκυρίες.

Μυστήριο η έναστρη λατρεία 
μιας θερινής μας νύχτας μυρωμένης· 
μυστήριο οι σιωπές στα καφενεία, 
όταν σκυφτοί σε σκότος ειμαρμένης 
φωτίζουμε μια μακρινή σοφία, 
και  πνέει αργά σαν ύπνος στην οδύνη 
μια προσεχής τού κόσμου καλοσύνη.

Μυστήριο οι κάμαρες του βίου
μ’ ό,τι αμυδρό θα ’ρθεί να τις φωτίσει,
οι αναμονές σε σπλάχνα αεροδρομίου
κι η Ελένη που μοιραία θα δακρύσει
βουβή σαν συνοδός επιταφίου· 
οι μαίες πού χαρμόσυνα κομίζουν
το μέλλον μας με κόρες που δακρύζουν.

Γνωρίζω τι θα ψέλνατε, πατέρες,
γνωρίζω, μα δεν θέλω να το ψάλω·
είναι αργά να σβήσω τους αστέρες
που ευδοκιμούν στο βλέμμα σας, την άλω
που σας φορούν κοσμήτορες αιθέρες·
δική σας η σιωπή που βασιλεύει
κι η δόξα που αναπέμπουμε στα ερέβη.

Ήρθαν στον ύπνο κάλλιστα γραμμένα 
ερώτων απογεύματα, τα χείλη, 
τα μέλη που μυρώθηκαν, και ξένα 
πολύ μου φάνηκαν· ήρθαν και φίλοι 
αμίλητοι στην άπλετην αρένα·
ήρθε στον ύπνο μέριμνα και στήνει 
μιαν άρρωστη, λεμφατική σελήνη.

Ήρθαν στον ύπνο μαύροι εντολοδόχοι,
αγγέλματα που δεν γυρίζουν πίσω,
οι μάταιες αποστολές, τα όχι
που δεν κατάφερα να εξανθρωπίσω,
τεράτων μορφασμοί σε κάθε κόχη·
ήρθε στον ύπνο απόκοσμο σινάφι
σαν πλήρωμα χρησμού που δεν εγράφη.

Φοβάμαι τις ελπίδες σας, πατέρες, 
το σκάφος που κατάφωτο πηγαίνει 
και χάνεται σε σύμβολα κι αστέρες, 
τον ύπνο σας που απόκοσμα βαθαίνει
μεμιάς σ’ ανυπολόγιστους αιθέρες· 
δικό σας κι ό,τι εντός συγκατανεύει 
στον τρόμο που τον κόσμο λιτανεύει.

Σε τόπο θερισμένο περιφέρει 
τα πάθη της η Ρουθ η Μωαβίτις· 
βραδιάζει, κι απ’ τ’ ολόδροσο το χέρι 
του αρχάγγελου κυλά ο αποσπερίτης
πιο πένθιμος στο πλήρες καλοκαίρι· 
στα πόδια της, αθώοι παρωρίτες, 
συνάζονται κοτσύφια και σπουργίτες.

Λαμπρύνεται η Ρουθ η Μωαβίτις
αθέριστη σε χώρα θεριζόντων· 
στο στήθος της κατέλυσε ό θύτης
νυχτερινός Θεός της και των όντων 
θλιμμένος λογιστής κι ονειροκρίτης· 
κι υψώνεται σαν προσφορά στ’ αστέρια 
με στάχυα που της πέφτουν απ’ τα χέρια.

Κρυώνουμε, πατέρες, μας σαρώνουν 
διατάγματα θανάτου· τις αργίες 
τα σώματα πονούν και ζευγαρώνουν· 
σε γάμους, σε βαφτίσια, σε κηδείες, 
φοβόμαστε και μας κατευοδώνουν 
στις παγερές του σύμπαντος βεγγέρες 
κυρίες των δυνάμεων, μητέρες.

Κι ήρθαν βαθιά στον ύπνο μιλημένα 
(σαν λόγια τραγουδιών που ξεχαστήκαν,
σαν από χάδι μητρικό λυμένα 
τα μάγια που τα φύλαγαν) και βρήκαν, 
τ’ αδάκρυτα κι ανώνυμα, για μένα, 
βαθύτερα κι απ’ του παιδιού το κλάμα, 
μια πίκρα και μια δύναμη συνάμα.

Προσήλθαν κι οι τιμώμενοι του Άδη 
με λάμψεις παιδικού ρεπερτορίου, 
βασίλισσες χιονιού που κάθε βράδυ 
μια μουσική σκορπούσαν δωματίου, 
ανοίγοντας πατρίδες στο σκοτάδι·
και μόνος σε λυκόφως ιπποσύνης 
τους φόβους πολεμούσα μιας Μυρσίνης.

Χαρίζετε, φιλάσθενοι πατέρες, 
στον κόσμο μας ωραία παρελθόντα 
κι ατέλειωτες δικάσιμες ημέρες· 
τις νύχτες, μ’ ένα θρήνο κατιόντα, 
κλητεύετε στους άχραντους αιθέρες 
τις κόρες σας που σκόρπιζαν κοχύλια
με πέτρινο μειδίαμα στα χείλια.

Εξάντλησε τις λέξεις, και το σώμα 
σαν κέλυφος λατρείας στο κρεβάτι 
επέπλεε, κι ανέβαινε στο δώμα
η μουσική του μαύρου κωπηλάτη·
στο πλάι αποκοιμήθη η νοσοκόμα, 
και τ’ όνειρό της μέσα στ’ όνειρό του 
εμάντευε το φως, τον πυρετό του.

Ο θάνατος, μια νύχτα του Φλεβάρη, 
τον πότιζε τ’ αργό ναρκωτικό του· 
σαν βρέφος βυθιζόταν κι είχε πάρει 
στο πρόσωπο μαλάματα του νότου, 
στο σώμα του ανώνυμα τη χάρη 
(για μια στιγμή, κι ο Άδης επικράνθη)
μιας δόξας δίχως μνήμα, δίχως άνθη.

Το ξέρω πως ο χρόνος μου τελειώνει, 
κι ο όρκος σας με κέρδισε, πατέρες,
σαν άνεμος της νύχτας που σαρώνει 
τα πάθη μας, τα έργα και τις μέρες, 
και τα κεντά στην υψίστη οθόνη· 
κι οι πόλεις μας ακούν τα μυστικά του
με θέα σε μια θάλασσα θανάτου.

Τον γνώρισα, με το χωλό του βήμα, 
με τα σγουρά μαλλιά και τα μεγάλα 
τα μάτια, καθώς άνοιγε το μνήμα 
επίσημα στου ονείρου μου τη σάλα, 
ντυμένος των πατέρων του το σχήμα, 
και μίλησε σε πλήθος καλεσμένους, 
βαρίσκιωτους προστάτες με τηβέννους.

Και θά ’γραφε, νεκρός, ο Λόρδος Βύρων, 
στα μέρη των Ελλήνων ιστορία,
ο μέθυσος, ηδονολάτρης, είρων, 
που κάποτε γυρεύοντας την Τροία, 
κολύμπησε τον Βόσπορο, μαρτύρων 
κι  ηρώων αδελφός και χορηγός μου, 
εδώ, στα κατεχόμενα του κόσμου.

Φοβάμαι τη σημαία σας, πατέρες, 
τα εμβλήματα στη φονική σας χλαίνη, 
κομήτες, μισοφέγγαρα κι αστέρες·
το φθόνο σας που απόκοσμα βαθαίνει 
και πυρπολεί τους άναρχους αιθέρες,
το  χέρι σας στο σχήμα του πολέμου 
κι ό,τι σκιρτά στην ιαχή «λαέ μου».

Πλατεία Ομονοίας, κι έχει δύσει 
ο ήλιος των ανθρώπων· απ’ τα βύθη 
μιας πόλης που κι αυτός θα τη μισήσει 
ξεπρόβαλε, εθελοντής στη λήθη, 
ο πρόσφυγας του Πόντου, να ρωτήσει 
απρόσιτους διαβάτες, Αθηναίους, 
ονόματα των δρόμων και του κλέους.

Σε καφενεία Αλβανών κι Αράβων,
σε ξένη θαλπωρή καταποντίζει
μια νοσταλγία μακρινή των κάβων, 
μια πρότερη ζωή που δεν αξίζει·
ο ύπνος ο ανέραστος των σκλάβων, 
μπροστά σε κάποια πρόστυχην οθόνη, 
σαν άγνωστο θεό τον βαλσαμώνει.

Το ξέρω πως ενήμεροι τελείτε 
κι ενήμερους μας παίρνετε, πατέρες, 
εκεί που αορίστως κατοικείτε, 
ψηλά, στους πεισιθάνατους αιθέρες, 
μηχανικοί μιας δόξας που αιωρείται·
προσφάτως, με τον άρρωστό μου γύπα, 
σας έστειλα τραγούδια που δεν είπα.

Και φάνηκε στον ύπνο μου φερμένος 
απ’ το βορρά, συνένοχος στο φως μου, 
ο Βιζυηνός, αλλόκοτα ντυμένος, 
προσφύγων συμπολίτης και του κόσμου 
αντίδικος στη δόξα και το μένος, 
μετρώντας, όπως τό ’θελεν ή τύχη, 
μια τσακισμένη τέχνη με την πήχη.

Μου φάνηκε, σε μια στιγμή φενάκης, 
την ώρα που προσεύχονταν οι κήποι, 
πως κατοικούσαν στις σιωπές της Θράκης 
συνέταιροι στο θάμβος και τη λύπη, 
ο Σολωμός κι ο Κώστας Καρυωτάκης,
κι ανέβαινε στο φως κατακορύφως 
σαν σκαλωσιά της τέχνης τους το ύφος.

Μικρύνατε στον κόσμο μας, πατέρες, 
σαν πλάσματα νωχελικά μιας νήσου 
που πλέει στους απόμακρους αιθέρες
πλησίστια με ναύλο παραδείσου· 
στον ύπνο μας λικνίζονται γαλέρες, 
που φέρνουν επιστρέφοντας στο μέλλον
μια νόσο από τα μέρη των αγγέλων.

Στηρίχτηκε η κλίμακα στη γη μου 
μα πέρασε τα σύννεφα κι εχάθη· 
κι ανέβαινε τις σκάλες της πνοής μου 
ο αγώνας των αγγέλων, που απ’ τα βάθη 
μετέφεραν τη φλόγα της ζωής μου· 
κι έπεφτε αργά σαν στάχτη η βασιλεία 
των ουρανών στην άδεια πολιτεία,

και σκέπασε τις μέρες μου σαν φάσμα
η λύπη σας, πατέρες, κι η  σοφία, 
μα κράτησα για μια στιγμή στο χάσμα 
του κόσμου που αποσύρθηκε μέ βία 
μια δόξα που λαμπάδιασε σαν άσμα:
Θεέ, με δόσεις παίρνε με μαζί σου 
στο φως του τεχνητού σου παραδείσου.

ΠΙΝΑΚΑΣ: Frank Weston Benson (1862-1951), Καλοκαίρι. 

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο