ΒΛΕΠΟΥΜΕ, ΣΥΖΗΤΑΜΕ, ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ από και για το ΣΙΝΕΜΑ.

Τρίτη 26/2/2019, 8:30μμ, Πίνδου 30 και Μαραθώνος «Αμερικανικός Κινηματογράφος»
15η  συνάντηση
«Τα 60’s και η κρίση του studiosystem.  Ανεξάρτητος αμερικάνικος κινηματογράφος. Η επίδραση της Ευρώπης και της πολιτιστικής επανάστασης. DenisHopper, RobertAltman, ArthurPenn, WoodyAllen, - EasyRider, Alice’sRestaurant, Woodstock»

Όλα ξεκίνησαν όταν το αγγλικό «Free Cinema»και η γαλλική «NouvelleVague», ο ανεξάρτητος ευρωπαϊκός κινηματογράφος μετακόμισε στις ΗΠΑ. Η αμφισβήτηση των Ευρωπαίων δημιουργών προς το παραδοσιακό μοντέλο κινηματογράφου και την κλασική αφήγηση οδήγησε στη δημιουργία ενός δυναμικότερου και αποτελεσματικότερουσινεμά, ρεαλιστικού και με κοινωνικό περιεχόμενο. Με την μεταφορά του στις ΗΠΑ οδήγησε τους Αμερικανούς δημιουργούς σε ένα πιο πολιτικό και ουσιαστικό κινηματογράφο,ανεξάρτητο οικονομικά ιδεολογικά και αισθητικά από τα μεγάλα στούντιο. Το 1959, έχουμε μια άλλη σκηνοθετική ματιά, με την ταινία «Σκιές», τουΤζον Κασαβέτη. Είναι η αρχή ενός ρεύματος δημιουργών (auteur), σχεδόν, με τα πρότυπα του γαλλικού κινηματογράφου. Ο Ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης θεωρείται ο πατέρας του αμερικανικού αντεργκράουντ κινηματογράφου. Την εποχή που αυτός γύριζε τις ταινίες του ήταν αδιανόητα η κίνηση της μηχανής, η κάμερα στον ώμο, το λίγο φλου πλάνο.
Το αντεργκράουντ στο σινεμά τέχνη έφτασε στην κορύφωσή του από το 1960 έως το 1970.  Είναι ο «υπόγειος» τρόπος, η συνειδητή επιλογή του δημιουργού να δρα «κάτω από το φλοιό της κυρίαρχης τέχνης και κουλτούρας». Τις τάσεις αυτές, ακολούθησαν, έκτοτε, αρκετοί νέοι σκηνοθέτες. Έκαναν προσωπικές, ανατρεπτικές ταινίες, που αμφισβητούσαν ανοιχτά το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ. Όσοι δεν ήθελαν να ενταχθούν στο Χόλιγουντ εντάχθηκαν στον ανεξάρτητο κινηματογράφο, που δρούσε και δρα, παράλληλα, με αυτόν του Χόλιγουντ. Το direct cinema και το cinéma vérité,  έκαναν σαφές στον θεατή ότι επιχειρούν να καταγράψουν την όποια πραγματικότητα, αντίθετα με τον χολιγουντιανό κανόνα. Η δημιουργία του φεστιβάλ Sundanceαπό τονΡόμπερτ Ρέντφορντ, πολύ αργότερα,βοήθησε στην ανάδειξη  ταινιών που προβάλλουν ριζοσπαστικές απόψεις και ακολουθούν ρηξικέλευθες τεχνικές.
Από τεχνική άποψη σημαντική, αλλά παραγνωρισμένη από την κριτική, εξέλιξη, ήταν η σταδιακή εισαγωγή νέων τεχνολογιών και μεθόδων κατασκευής ταινιών. Για παράδειγμα η εισαγωγή νέων φορητών μοντέλων κινηματογραφικών μηχανών και νέων φακών μεγάλης εστιακής απόστασης και ζουμ: οι φακοί αυτοί επιτρέπουν τη λήψη εικόνας σε αστικές περιοχές, επειδή η κάμερα μπορεί να είναι αρκετά μακριά από το θέμα, άρα να μην αποσπά την προσοχή των περαστικών.Οι  Ευρωπαίοι πρωτοχρησιμοποίησαν τέτοιους φακούς, αλλά έγιναν το στάνταρ στις ΗΠΑ μέχρι το τέλος τηςδεκαετίας.


Ο Άρθουρ Πεν έκανε αρκετό θέατρο  εξασκήθηκε με τηλεόραση στην αρχή της καριέρας του και σ’ ένα διάστημα σχεδόν 30 χρόνων, σκηνοθέτησε λίγες, αναλογικά, ταινίες. Αλλά μπορούμε να του προσάψουμε πως άλλαξε το Χόλιγουντ με το φιλμ «Μπόνι και Κλάιντ».Το 1967 στο Χόλιγουντ ανατράπηκε η πεντάδα των Όσκαρ και το «Μπόνι και Κλάιντ», με την γραφική του βία και την επαναστατική, για το τότε mainstream αμερικάνικο σινεμά, χρήση τεχνικών της νουβέλ βαγκ, έγινε ένας ύμνος στον αναρχισμό και την περιπέτεια της ερωτευμένης νιότης, μια ταινία τόσο ελευθεριάζουσα και τόσο γοητευτική στον αμοραλισμό της, που έχει επιδράσει στα τελευταία 50 χρόνια περισσότερο απ’ όσο ίσως θα ήθελε να παραδεχθεί. Δύο Όσκαρ και δέκα υποψηφιότητες έδειξαν από νωρίς πως το φιλμ αυτό αναγνωρίζεται, αλλά ο χρόνος όμως και η αντικαθεστωτική του διάσταση, το αναγάγουν σε μυθικό.
Από τις ταινίες του Πεν ξεχωρίζουμε «The Left-Ηanded Gun» («Ο Δραπέτης των Εφτά Πολιτειών»),«Η Καταδίωξη» (1966),μια ιστορία πάνω στην οχλοκρατία, την διαφθορά, την πολιτική ισχύ, την μοναξιά της ακεραιότητας σε καιρούς έκπτωτους, την αθωότητα και την ενοχή, που έχει ως τεράστιο πλεονέκτημα το διαστρικό της καστ (Μπράντο, Τζ. Φόντα, Ρέντφορντ, Ντίκινσον, Ντιβάλ), περισσότερο όμως έχει την καθαρότητα ενός σκηνοθέτη που έρχεται «απ’ έξω» να κάνει ένα παλιομοδίτικο θρίλερ-γουέστερν με επικαιροποιημένους όρους, ξέροντας ακριβώς με ποιους είμαστε και ποιους θ’ αφήσουμε. Ταινία να φτιάξεις χαρακτήρα.
Ο Ρόμπερτ Άλτμαν από το ξεκίνημα της κινηματογραφικής του διαδρομής, στα τέλη της δεκαετίας του '60, μέχρι την τελευταία του ταινία με τίτλο «Η Καλύτερη Παρέα» (2006), η οποία κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά που ο σκηνοθέτης εγκατέλειψε τη ζωή στην ηλικία των 81 ετών, ακολούθησε μια εντελώς προσωπική και ασυμβίβαστη καλλιτεχνική πορεία.Εργάστηκε με τους δικούς του όρους εντός και εκτός χολιγουντιανού συστήματος, ύψωσε ανάστημα ενάντια σε κραταιά στούντιο προκειμένου να υπερασπίσει το εκάστοτε όραμά του, ακολούθησε ανεξάρτητες (και τυχοδιωκτικές) διόδους προκειμένου να χρηματοδοτήσει τις παράτολμες παραγωγές του και έβαλε την υπογραφή του σε μερικά από τα πιο ασυνήθιστα και τολμηρά σε ύφος και θεματική σχέδια που ξεπήδησαν ποτέ από την παγκόσμια κινηματογραφία.
Από το 1970 μέχρι το 1978, και μέσα σε ελάχιστο διάστημα, ο Άλτμανγύρισε μερικές από τις κορυφαίες ταινίες στα χρονικά του μοντέρνου αμερικανικού σινεμά, δημιουργώνταςακατάπαυστα δίχως να λογαριάζει το εισπρακτικό αντίκρισμα, τις προσδοκίες θεατών και κριτικών ή το κατά πόσο οι υπεύθυνοι των μεγάλων εταιρειών ήταν διατεθειμένοι να τα υποστηρίξουν.Απότηνφιλμογραφίατουξεχωρίζουμε: « Short Cuts» (1993), «Gosford Park»(2001),«Prêt-à-Porter» (1994),1992 «The Player» (1992), «Nashville» (1991). 

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο