Κινηματογραφική Γεωγραφία

Η μεγάλη παράδοση του ιαπωνικού κινηματογράφου

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ
Κινηματογραφική Γεωγραφία
3ος ΧΡΟΝΟΣ , 15η  συνάντηση
Ιαπωνία: μέρος 1ο
 «Η μεγάλη παράδοση του ιαπωνικού κινηματογράφου - Είδη και ιδιαιτερότητες - Μεγάλοι δημιουργοί: Κένζι Μιζογκούτσι, Γιασουτζίρο Όζου, Ακίρα Κουροσάβα».

Οι σκηνοθέτες Κένζι Μιζογκούτσι, Γιασουτζίρο Όζου, Ακίρα Κουροσάβα  είναι ονόματα που έχουν γοητεύσει τους σινεφίλ σε ολόκληρο τον κόσμο και τους έχουν οδηγήσει σε εκθαμβωτικά μονοπάτια. Παρά τη γεωγραφική και πολιτιστική απόσταση, δημιούργησαν οικείες και βαθιές προσβάσεις σε θαυμαστές αφηγήσεις, ασύλληπτες τεχνοτροπίες, αλλόκοτες κοινωνικές και ηθικές προσεγγίσεις. Οι παραπάνω σκηνοθέτες και από την επόμενη γενιά, οι Ναγκίσα Όσιμα, Σοχέι Ιμαμούρα κ.ά. αποτέλεσαν τα κορυφαία ονόματα μιας κινηματογραφικής έκφρασης που πάντα έπαιζε την παράδοση στην κόψη της νεωτερικότητας.
 Ο άγνωστος στη Δύση ιαπωνικός κινηματογράφος της λεγόμενης «Χρυσής Εποχής του Βωβού» και της δεκαετίας του '30, ήταν διαρθρωμένος ως βιομηχανία σύμφωνα με το χολιγουντιανό πρότυπο, σε πανίσχυρα στούντιο. Παράλληλα οι αμερικανικές ταινίες της εποχής, και εν μέρει οι ευρωπαϊκές, είχαν μεγάλη διανομή στην Ιαπωνία και επηρέαζαν  τους κατοπινούς μεγάλους δημιουργούς στις πρώτες τους ταινίες. Οι Γιασουτζίρο Όζου, Μίκιο Ναρούσε, Μιζογκούτσι, Γιασουτζίρο Σιμάζου κ.λπ. έπαιρναν μαθήματα από τους μετρ της Δύσης, ενώ δούλευαν σε εμπορικές εταιρείες παραγωγής και έπρεπε να γυρίζουν επιτυχίες, όχι μόνο καλλιτεχνικές. Ο  Χεϊνοσούκε Γκόσο ανήκε και αυτός στους πρωτοπόρους. Είναι ο σκηνοθέτης που γύρισε την πρώτη ιαπωνική ομιλούσα ταινία το 1931 («Η φίλη μου και η γυναίκα μου») και γύρω στις 100 ταινίες συνολικά. Νόθο παιδί μιας διάσημης γκέισας που αναγνωρίστηκε από τον πατέρα του μετά τον θάνατο του νόμιμου κληρονόμου, ο Γκόσο παθιάστηκε νωρίς με το θέατρο και τον κινηματογράφο. Δημιούργησε ένα προσωπικό στυλ, το λεγόμενο «σομινγκέκι», δηλαδή το είδος των ταινιών που περιγράφουν την καθημερινότητα των ασήμαντων ανθρώπων, του λαουτζίκου και της μεσαίας τάξης, σχεδόν αποκλειστικά με σύγχρονη θεματολογία. Αυτόν το δρόμο ακολούθησε παράλληλα και ο Ναρούσε. Γύρισε μια ωραία διασκευή του περίφημου βιβλίου του βραβευμένου με Νόμπελ λογοτεχνίας Γασουνάρι Καβαμπάτα «Οι χορεύτριες του Ίζου» (1933). Στη ταινία του  «Η γυναίκα της ομίχλης», ο Γκόσο βασίστηκε σε προσωπικές βιωματικές εμπειρίες, αφού πραγματεύεται την ιστορία ενός νεαρού που τα φτιάχνει με μια γκέισα, πρώην ερωμένη του θείου του, η οποία μένει έγκυος, φέρνοντας την οικογένεια του νεαρού σε απόγνωση.
Ο Κένζι Μιζογκούτσι, ενός από τους σημαντικότερους δημιουργούς από καταβολής κινηματογράφου,   γεννήθηκε το 1898, στο Τόκιο και πέθανε το 1956 από λευχαιμία. Γιος φτωχού ξυλουργού, μεγάλωσε με μεγάλες στερήσεις. Μπόρεσε να ολοκληρώσει το σχολείο χάρη στην υποστήριξη της αδελφής του, η οποία ασκούσε το επάγγελμα της γκέισας. Το γεγονός αυτό διεύρυνε την κοινωνική ευαισθησία του και επηρέασε σημαντικά τη θεματογραφία του. Αρχικά ήθελε να ασχοληθεί με τη ζωγραφική. Στις αρχές όμως της δεκαετίας του '20, με τη μεσολάβηση ενός φίλου του ηθοποιού, προσλαμβάνεται ως ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές σε ένα κινηματογραφικό στούντιο. Το 1922 ξεκινά τη σκηνοθετική του καριέρα γυρίζοντας δεκάδες ταινίες κάθε χρόνο, αντλώντας τα θέματά του από την ιαπωνική, αλλά και τη δυτική λογοτεχνία. Δυστυχώς η δουλειά του αυτή έχει καταστραφεί. Η πλέον δημιουργική περίοδος του αρχίζει το 1936, με τις ταινίες «Η ελεγεία της Οσάκα» και «Οι αδελφές της Γκιον», με τις οποίες αρχίζει η συνεργασία του με το σεναριογράφο Γιοσικάτα Γιόντα. Όλες οι ταινίες της ώριμης περιόδου του Μιζογκούτσι, αναφέρονται λίγο πολύ στη «μοίρα» της γυναίκας σε διάφορες περιόδους της ιαπωνικής ιστορίας και κοινωνίας. Στη εκμετάλλευση της γυναίκας, κυρίως με την εκπόρνευσή της, είτε σαν παλλακίδα του αυτοκράτορα («Η αυτοκράτειρα Γιανγκ Κουέι - Φέι»), είτε σαν γκέισα σε σπίτια («Η μελωδία της Γκιόν»), είτε σαν πόρνη του δρόμου («Γυναίκες της νύχτας»). Αρκετές από τις ταινίες του φανερώνουν επιρροή από τις προοδευτικές ιδέες της εποχής του και για αυτό λογοκρίθηκαν από τις αρχές. Στη Δύση έγινε πλατύτερα γνωστός μετά τη βράβευσή του με τον «Αργυρό Λέοντα» στο Φεστιβάλ Βενετίας το 1952 για τη «Ζωή της Οχάρου», την οποία ο ίδιος θεωρούσε την καλύτερή του ταινία.
O Γιασουτζίρο Όζου γεννήθηκε στο Τόκιο το 1903 και πέθανε το 1963, ακριβώς 60 χρόνια αργότερα, την ημέρα των γενεθλίων του. Το 1924, σε ηλικία 21 ετών «μπήκε» ως βοηθός οπερατέρ στην εταιρεία παραγωγής Shochiku και για λογαριασμό της, από το 1927 έως το 1962 γύρισε 54 ταινίες, από τις οποίες διασώζονται σήμερα οι 36. Υπερπαραγωγικός στην βουβή του περίοδο, από το 1927 μέχρι το 1935 σκηνοθέτησε 34 ταινίες, οι περισσότερες από τις οποίες καταστράφηκαν στην διάρκεια του πολέμου. Στην διάρκεια της 35χρονης καριέρας του και με δύο μονάχα διαλείμματα λόγω στράτευσης (1937-1939, Σινο-ιαπωνικός και 1943-1947, Β Παγκόσμιος πόλεμος) δεν γύρισε ούτε μία ταινία εποχής.
Άργησε να γίνει γνωστός στην Δύση και σύμφωνα με τους κριτικούς κινηματογράφου που έχουν ασχοληθεί εκτενώς με το έργο του, ο  λόγος ήταν ότι σε αντίθεση με τους υπόλοιπους Ασιάτες κινηματογραφιστές, δεν πρόβαλλε στις ταινίες τον ιδιαίτερο «εξωτισμό» του φεουδαρχικού μεσαίωνα και των σαμουράι που έκανε το ασιατικό σινεμά και ιδιαίτερα αυτό της Ιαπωνίας παγκόσμιο φαινόμενο. Το μυθοπλαστικό υπέδαφος όλων των ταινιών του, είναι πάντα μια παραλλαγή του ιδίου θέματος: των οικογενειακών σχέσεων. Στο έργο του από τις βουβές ταινίες της δεκαετίας του ’30, μέχρι και τις τελευταίες, στις αρχές του ’60, αποτυπώνονται ανάγλυφα οι βαθιές και ραγδαίες αλλαγές στο σώμα της ιαπωνικής κοινωνίας, με κυρίαρχο θεματικό άξονα τον σταδιακό εκφυλισμό των παραδοσιακών αξιών από την επικράτηση του μοντέρνου τρόπου ζωής και πριν αλλά κυρίως μετά τον πόλεμο. Οι ταινίες του εξετάζουν την σύγκρουση ανάμεσα στην παράδοση και στον μοντερνισμό, την παρακμή της παραδοσιακής Ιαπωνικής οικογένειας και τις σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της. Με άλλα λόγια, ιστορίες και γεγονότα της ζωής, σαν κι αυτά που συμβαίνουν, με μικρές παραλλαγές, σε όλες τις οικογένειες σε όλο τον κόσμο. Ίσως να μην υπάρχει, στην ιστορία του κινηματογράφου, έργο άλλου δημιουργού, που να καταγράφει με τέτοια διαύγεια την εξέλιξη και τις μεταβολές μιας κοινωνίας, αποκλειστικά μέσω της απεικόνισης του οικογενειακού της πυρήνα, «συλλαμβάνοντας» ταυτόχρονα, μέσα οπό τις ιστορίες συνηθισμένων ανθρώπων, τους θεμελιώδεις νόμους της ανθρώπινης φύσης. Οι ταινίες του «Tokyo story», «Το Όνειρα της Νεότητας», «Οι Μέρες της Νεότητας», «Όψιμη Άνοιξη», «Πρώιμο Καλοκαίρι», «Πρώιμη Άνοιξη», «Το Λυκόφως του Τόκιο», «Ισημερία Ανθέων», «Όψιμο Φθινόπωρο», «Το Τέλος του Καλοκαιριού», «Ένα Φθινοπωρινό Απόγευμα» δεν προβλήθηκαν ποτέ, ενόσω ζούσε, σε άλλη χώρα εκτός της Ιαπωνίας. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, το αγαπημένο του χρώμα ήταν το κόκκινο και έζησε όλη του την ζωή με την μητέρα του, που υπεραγαπούσε και η οποία πέθανε ένα χρόνο πριν από τον ίδιο, στη διάρκεια των γυρισμάτων της τελευταίας του ταινίας «Ένα Φθινοπωρινό απόγευμα». Οι στάχτες του είναι θαμμένες στην Καμακούρα, μια μικρή πόλη κοντά στο Τόκιο και στον τάφο του είναι χαραγμένο το ιδεόγραμμα «Μου» που σημαίνει «κενό» ή «τίποτα». Η επιρροή του πάνω σε μερικούς σημαντικούς σύγχρονους σκηνοθέτες υπήρξε μεγάλη και ιδιαίτερα στον Jim Jarmusch και στον Wim Wenders, ο οποίος του αφιέρωσε και μια ντοκουμενταρίστικη ταινία του, το «Tokyo Ga» (1985). Όπως άλλωστε παρατηρεί ο ίδιος σε αυτήν την ταινία, οι ταινίες του Ozu αποτελούνται από ατόφιες σκηνές αλήθειας, που είναι αναμφίβολο αν θα μπορέσουμε να ξαναδούμε σε εποχές, όπως η δική μας, βομβαρδισμένες από καταιγισμό «ψεύτικων» εικόνων.
  Ο Ακίρα Κουροσάβα, γεννήθηκε στη γειτονιά Ομόρι του Τόκιο, το 1910, όγδοο και τελευταίο παιδί του δάσκαλου, από γενιά Σαμουράι, Ισάμου και της Σίμα, από γενιά εμπόρων.   Πέθανε στη Σεταγκάγια του Τόκιο, στις 6 Σεπτεμβρίου 1998, αφήνοντας τριάντα ταινίες, μερικές από τις οποίες εμφανίζονται στις λίστες με τις καλύτερες του παγκόσμιου κινηματογράφου. «Είμαι κατασκευαστής ταινιών», έλεγε. «Οι ταινίες είναι το μέσο με το οποίο επικοινωνώ αληθινά. Πιστεύω ότι ο καλύτερος τρόπος για να μάθει κανείς τα του εαυτού μου... είναι να ψάξει να με βρει στα πρόσωπα των ταινιών μου». Κάποιες ταινίες του τιμήθηκαν με διεθνή βραβεία, όπως ο Χρυσός Λέων στο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Βενετίας το 1951 για την ταινία «Rashômon» και ο Χρυσός Φοίνικας του Φεστιβάλ των Καννών του 1980 για την ταινία «Kagemusha».  Μετά τη βράβευσή του με το Χρυσό Λιοντάρι και το Όσκαρ για το «Ρασομόν» το 1951, έκπληκτοι οι Δυτικοί ανακάλυπταν ένα μεγαθήριο του παγκόσμιου σινεμά και στη συνέχεια άρχισαν να παρακολουθούν στην παραγωγή της χώρας του.   Ο Κουροσάβα έχαιρε εκτίμησης στην Ιαπωνία από τις πρώτες του ταινίες, μερικές είχαν μάλιστα και εμπορική επιτυχία. Το «Ρασομόν» ενθουσίασε το κοινό, όχι τόσο τους κριτικούς πριν από τα διεθνή βραβεία, ενώ ο «Ηλίθιος» (η καλύτερη ίσως μεταφορά στον κινηματογράφο του ομώνυμου έργου του Ντοστογιέφσκι) υπήρξε μια αποτυχία, προφανώς λόγω της μεγάλης διάρκειάς του. Αργότερα οι ταινίες του με σαμουράι γνώρισαν τον θρίαμβο. Είναι αλήθεια ότι μερικοί κριτικοί τον θεωρούσαν δυτικότροπο, επειδή δανείστηκε θέματα των ταινιών του από ξένες λογοτεχνικές πηγές (Ντοστογιέφσκι, Σαίξπηρ, Γκόρκι, Εντ Μακμπέιν κ.λπ.), όμως η τεχνοτροπία του είναι βαθιά ριζωμένη στην ιαπωνική παράδοση (Νο, Καμπούκι).  Εκτός από τις παραπάνω πολύ αγαπητές στη Δύση είναι οι ταινίες του «Επτά Σαμουράι», «Όνειρα», «Γιοτζίμπο», «Ραψωδία τον Αύγουστο».  Μελέτησε σε βάθος στοιχεία του δυτικού πολιτισμού και τα ενσωμάτωσε στο έργο του με τρόπο αριστοτεχνικό, δημιουργώντας το δικό του μοναδικό στιλ κινηματογράφησης  με το οποίο επηρέασε και ο ίδιος τον δυτικό κινηματογράφο. Κατά  ομολογία τους,   μια ολόκληρη γενιά Δυτικών σκηνοθετών, από τον Σέρτζιο Λεόνε ως τον Τζορτζ Λούκας επηρεάστηκε από το έργο του. Ο θάνατός του από εγκεφαλικό, στις 6 Σεπτεμβρίου, 1998 σήμανε μια μεγάλη απώλεια για τον παγκόσμιο κινηματογράφο, αν και είχε αποσυρθεί από το 1993, έχοντας παραδώσει στους φίλους του κινηματογράφου τον «Δάσκαλο», το κύκνειο άσμα του.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο