Η συμβολή της ερμηνείας στην κατανόηση της Αγίας Γραφής.


ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: Πίστη και Βίωμα της Ορθοδοξίας
Τίτλος Εργασίας: Η συμβολή της ερμηνείας στην κατανόηση της Αγίας Γραφής
                  Συντάκτης: Κωνσταντίνος Γιώτης
               
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Εισαγωγή                                          
Κεφάλαιο 1ο
Εξήγηση και ερμηνεία των ιερών κειμένων. Ο ρόλος του ερμηνευτή
Κεφάλαιο 2ο
Ερμηνευτικές προσπάθειες για την προσέγγιση της Αλήθειας του Θεού στην Καινή Διαθήκη. Άραγε γινώσκεις α αναγιγνώσκεις;                              
Σύνοψη.                                     

Βιβλιογραφία.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ο λόγος του Θεού περιέχεται μέσα σε δύο θεόπνευστες συλλογές βιβλίων, την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, οι οποίες προσφέρονται στους πιστούς για μελέτη και πνευματική τροφή. Η Εκκλησία, μέσω των Πατέρων της έχει την ποιμαντική ευαισθησία και ευθύνη να συμβάλλει στην ορθή μετάδοση του θείου θελήματος στους πιστούς χριστιανούς, ώστε να τους βοηθήσει να κατανοήσουν, καθώς και να βιώσουν τις αλήθειες της ορθοδοξίας. Η ερμηνεία και η εξήγηση των Γραφών έχει τεράστια αξία για τον πιστό, αφού με τον τρόπο αυτό μπορεί να εμβαθύνει και να και να εμπεδώσει καλύτερα την παράδοση και τις αλήθειες της Εκκλησίας.
Με αφορμή το απόσπασμα των Πράξεων των Αποστόλων (κεφ. 8, στ.: 26-39) του βιβλίου του προφήτη Ησαΐα, το οποίο αναφέρεται στη συμβολή μιας ερμηνείας από τον Φίλιππο προς έναν άνδρα Αιθίοπα, που είχε ως αποτέλεσμα τη χριστιανική του βάπτιση, θα αναφερθούμε στη σημασία της ερμηνείας περικοπών της Αγίας Γραφής, καθώς και τη σημασία του ρόλου του ερμηνευτή. Παράλληλα θα εξετάσουμε αν τα κείμενα της Καινής Διαθήκης αποτελούν μία ενιαία ή περισσότερες ερμηνευτικές προσπάθειες για το γεγονός της ενανθρώπισης και το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Τέλος ο προβληματισμός μας θα αναλωθεί στη δυνατότητα του σημερινού ανθρώπου να επιλέγει νέους τρόπους στη μελέτη των Γραφών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο
Εξήγηση και ερμηνεία των ιερών κειμένων.
Ο ρόλος του ερμηνευτή.
Το απόσπασμα του προφήτη Ηλία από τις Πράξεις των Αποστόλων αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο γεγονός, αυτό της αλλαγής τρόπου ζωής ενός άνδρα Αιθίοπα. Αυτό συνέβη με τη βοήθεια του Φιλίππου, ο οποίος ερμήνευσε τη συγκεκριμένη περικοπή, ώστε να την κατανοήσει και να την βιώσει καλύτερα ο Αιθίοπας, πράγμα που τον οδήγησε στη γνώση του αληθινού Θεού.
Η Καινή Διαθήκη αποτελείται συνολικά από 27 βιβλία, ένα εκ των οποίων είναι και το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων. Μέσα σε αυτό περιγράφεται η ζωή και το έργο τους, αμέσως μετά το φωτισμό τους από το Άγιο Πνεύμα κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Στο εξεταζόμενο απόσπασμα αναλύεται μία περικοπή μέσα από το βιβλίο του προφήτη Ησαΐα, όπου ο ανώτατος αξιωματούχος της Κανδάκης, βασίλισσας των Αιθιόπων, κατά την επιστροφή του από ένα προσκύνημα στην Ιερουσαλήμ πίσω στην πατρίδα του, αδυνατούσε να κατανοήσει αυτά τα οποία διάβαζε. Τότε ο Φίλιππος τον πλησιάζει, έπειτα από προτροπή Άγγελου Κυρίου, και τον ρωτάει αν καταλαβαίνει αυτά που διαβάζει. Ο Αιθίοπας διακρίνεται από ταπείνωση και δεν δυσκολεύεται να αναγνωρίσει την εγγενή αδυναμία του να καταλάβει το ιερό κείμενο, έτσι ζητάει αμέσως τη βοήθεια του Φιλίππου για να ερμηνεύσει και να του εξηγήσει αυτό στο οποίο αναφέρεται στο κείμενο. Ο ίδιος θεωρεί πως το κείμενο μιλάει για τη ζωή του προφήτη Ησαΐα, αλλά με τη συμβολή του Φιλίππου καθίσταται σαφές πως το κείμενο αναλύει τη ζωή και τα Πάθη του Χριστού, τα οποία υπέστη ο Κύριος για τη σωτηρία των ανθρώπων. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τη μεταστροφή του Αιθίοπα και την αναζήτηση του αληθινού θεού μέσω του χριστιανικού βαπτίσματός του.
Έτσι, γίνεται απόλυτα σαφής η χρησιμότητα και η αναγκαιότητα μιας σωστής ερμηνείας των ιερών κειμένων, καθώς και ο ρόλος του ερμηνευτή. Αξίζει να σημειωθεί πως πρώτος ερμηνευτής της Αγίας Γραφής υπήρξε ο ίδιος ο Χριστός, ο οποίος με τη χρήση εικόνων, εννοιών και παραδειγμάτων από τη ζωή των προφητών προετοιμάζει με κατάλληλο τρόπο τους μαθητές και ακροατές του στην ορθή πρόσληψη των νέων στοιχείων της διδαχής Του, η οποία έγκειται στην πρόταξη της κατανόησης του Προσώπου Του και στην οικουμενικότητα της σωτηρίας1. Είναι φανερό ότι η παράδοση της Εκκλησίας μέσα στον ιστορικό χρόνο χαρακτηρίζεται από τη διαχρονικότητα της ενότητας του περιεχομένου της. Από την Δημιουργία του κόσμου και την Πτώση του ανθρώπου προχωρούμε στην ιστορία της Ενανθρώπησης του Θείου Λόγου, της σταυρικής θυσίας του Χριστού και στην Ανάστασή Του με τελικό σκοπό την ανθρώπινη θέωση μέσα στη Βασιλεία του Θεού. Ο Ιησούς, ως πρώτος ερμηνευτής των ιερών κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης επιδιώκει μέσω των παραβολών Του και των λόγων Του, να κατανοήσουν οι άνθρωποι το λόγο του Θεού και την ταυτότητά Του2.
Συνεχιστές του έργου της ερμηνείας του λόγου του Κυρίου είναι οι Απόστολοι και οι Πατέρες της Εκκλησίας. Μετά το γεγονός της Ανάληψης αναλαμβάνουν εκείνοι την ερμηνευτική διαδικασία της αποσαφήνισης των δογματικών εννοιών και των θεολογικών όρων, που εμπεριέχονται στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, ώστε να γίνει εύληπτη στους ανθρώπους η ποιμαντική προσφορά των κειμένων αυτών. Οι πιστοί χριστιανοί οφείλουν να κατανοήσουν πως η Καινή Διαθήκη αποτελεί συνέχεια της Παλαιάς. Η σύνδεσή τους έγκειται στο γεγονός ότι στην Παλαιά Διαθήκη παρουσιάζεται ο λόγος του Θεού για τον ερχομό του Μεσσία και για την προετοιμασία των ανθρώπων με σκοπό την αποδοχή του μηνύματός Του. Όλα τα θαυμαστά γεγονότα που αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη, όπως είναι η Σάρκωση του Υιού του Θεού, η έλευσή Του στον κόσμο, τα Πάθη, η μαρτυρική Σταύρωση και η Ανάστασή Του, περιγράφονται και προφητεύονται από τους προφήτες στα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης.
Συνεπώς, η παράδοση της Εκκλησίας αποτελεί ιστορική συνέχεια μέσα στον ιστορικό χρόνο. Η παράδοση στην Εκκλησία είναι η αιώνια, συνεχής φωνή του Θεού, όχι μόνο του παρελθόντος, αλλά η φωνή της αιωνιότητας. Είναι πρωτίστως η αρχή της αύξησης και της αναγέννησης3. Στην πραγματικότητα η εκκλησιαστική παράδοση, όπως εμφανίζεται στην Αγία Γραφή, δεν είναι μία ακόμα κοσμοθεωρία, ένας νέος τρόπος της επίγειας ζωής για τους ανθρώπους, αλλά ουσιαστικά αποτελεί βίωμα των πιστών, οι οποίοι καλούνται να γευθούν τον Θείο Λόγο, ώστε να ανακαινισθούν οι ίδιοι, να γίνουν νέοι άνθρωποι. Η ζωή τους πρέπει να αλλάξει σύμφωνα με τις επιταγές του θείου θελήματος και οι ίδιοι να βιώνουν μέσω των μυστηρίων τον Ιησού Χριστό, που είναι το κέντρο της πίστης και η ελπίδα της ζωής για κάθε χριστιανό. Κεντρικό πρόσωπο της Αγίας Γραφής είναι ο Χριστός, καθώς κάθε γεγονός και λόγος της Παλαιάς Διαθήκης συσχετίζεται με το ύψιστο γεγονός της ενανθρώπισης του Θείου Λόγου4. Ο Χριστός λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, φανερώνοντας με τον τρόπο αυτόν την ιστορική συνέχεια της Εκκλησίας, αρχής γενομένης από τη Δημιουργία μέχρι την Πεντηκοστή, που αποτελεί τη γενέθλιο ημέρα της Εκκλησίας και την αρχή της αποστολικής διακονίας.
Εξίσου σημαντική όμως, είναι και η ποιμαντική διάσταση της ερμηνείας των κειμένων της Αγίας Γραφής, καθώς μέσω αυτής αναδεικνύεται το ήθος της Εκκλησίας, η πνευματικότητα και η οικουμενικότητά τηςι5. Εδώ μπορούμε να μνημονεύσουμε το γεγονός του Μυστικού Δείπνου, όπου τονίζεται ο ευχαριστιακός και κοινωνικός τρόπος ζωής, που οφείλουν να έχουν οι χριστιανοί αδελφοί, καλλιεργώντας σχέσεις αγάπης, αλληλεγγύης και πνευματικότητας, εκτελώντας το θέλημα του Κυρίου. Ακριβώς αυτή η πραγματικότητα δηλώνει την ιστορική και διαχρονική συνέχεια της Εκκλησίας. Είναι φανερό πόσο σημαντική είναι η ερμηνεία και εξήγηση για την κατανόηση τέτοιων κειμένων της Αγίας Γραφής ενός έμπειρου και φωτισμένου ερμηνευτή, όπως για παράδειγμα ήταν οι Πατέρες της Εκκλησίας και οι Απόστολοι.
Ουσιαστικά υπάρχουν δύο τρόποι ερμηνείας και εξήγησης ενός κειμένου. Πρώτον, ο ιστορικός - τυπολογικός τρόπος, όπου αναφέρονται κατά ιστορική συνέχεια τα γεγονότα και κατά δεύτερον ο αλληγορικός τρόπος εξήγησης ως ερμηνείας που αποτελεί καθαρά έναν αρχαιοελληνικό τρόπο διδαχής και ερμηνείας διαφόρων συμβάντων και τον οποίο χρησιμοποίησε κατά κόρον ο Ιησούς Χριστός και αργότερα και οι μαθητές του κατά την ιεραποστολικής τους διακονία. Ο Κύριος μιλούσε και εξηγούσε στους ανθρώπους το θέλημα του Θεού μέσω παραβολών και αλληγοριών για να νοηματοδοτήσει διάφορες πράξεις του παρελθόντος, που είχαν συμβεί ή που εικονικά περιέγραφαν οι ποιητές ή και ο ίδιος. Στην επί του Όρους ομιλία οι Πατέρες της Εκκλησίας καλούν τους πιστούς να συμμετέχουν κάθε στιγμή στην προσφορά αγάπης προς τον πλησίον σε καθημερινή βάση, επιβεβαιώνοντας τη σχέση τους με την ηθική διάσταση της ευχαριστιακής κοινότητας. Ο άνθρωπος αδυνατεί μόνος του να βιώσει την πορεία προς τη θέωση, που είναι και ο τελικός σκοπός του. Μόνο μέσα από την ένταξή του στην ευχαριστιακή κοινότητα γίνεται δυνατή η πορεία του προς τον Θεό και τη σωτηρία του.
Η ερμηνεία των ιερών κειμένων από τους Πατέρες αναδεικνύει και τη διαλεκτική διακονία της Εκκλησίας, δηλαδή το διάλογό της με τον κόσμο και τον άνθρωπο, ήδη από την ημέρα της Πεντηκοστής και την ίδρυση της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας6. Η διδασκαλία των Αποστόλων μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος λαμβάνει χαρακτήρα οικουμενικό, εφόσον διδάσκουν σε πολλά διαφορετικά έθνη, μιλώντας πολλές γλώσσες. Η κήρυξη του Ευαγγελίου οδηγεί πολλούς ανθρώπους να πιστέψουν στο λόγο του Θεού και να σχηματιστούν οι πρώτες χριστιανικές κοινότητες. Η σωτηρία των ανθρώπων είναι εφικτή μέσα από τις λατρευτικές συνάξεις, την κοινή προσευχή και την τέλεση των Μυστηρίων εντός της χριστιανικής κοινότητας. Αυτό ακριβώς, δύσκολα μπορεί να πραγματοποιηθεί έξω από το λατρευτικό πλαίσιο, διότι σ’ αυτό κατ’ εξοχήν, είναι που δοκιμάζονται η υπέρβαση και η διαφάνεια7.
Συγχρόνως, η επιρροή της νέας θρησκείας, καθώς και η αποδοχή συγκεκριμένων μορφών λειτουργίας της από τα άλλα έθνη, μοιραία δημιουργούν έναν νέο πολιτισμό, υπερεθνικό, το χριστιανικό πολιτισμό. Η Αγία Γραφή αποτελεί ένα αυθεντικό θεόπνευστο βιβλίο. Μέσα σε αυτό βρίσκεται η Αλήθεια του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων. Όμως, η έλλειψη ιστορικών στοιχείων για πρόσωπα ή γεγονότα, που αναφέρονται από τους προφήτες και τους Πατέρες της Εκκλησίας, οδήγησε στη χρήση αλληγορικών εννοιών με χρησιμοποίηση εικόνων γεωμετρικών σχημάτων, ανθρωπόμορφων δημιουργημάτων με στόχο την κατανόηση από τους πιστούς του λόγου του Θεού. Είναι προφανές πόσο δύσκολο καθίσταται για τους χριστιανούς να καταλάβουν και να κατανοήσουν τη θεολογική διδασκαλία και τις αλήθειες που εμπεριέχονται στην Αγία Γραφή. Αμέσως γίνεται αντιληπτή η ανάγκη της παρουσίας ενός ερμηνευτή, ο οποίος θα αποκωδικοποιήσει τους συμβολισμούς και τις θεολογικές έννοιες και θα κατευθύνει σωστά το ποίμνιο, ώστε αυτό να καταλάβει τα νοήματα των Γραφών, όπως ακριβώς συνέβη και στο κείμενό μας με τον Αιθίοπα άνδρα και τον Φίλιππο στο ρόλο του ερμηνευτή.
Παρά τις όποιες δυσκολίες η Παλαιά Διαθήκη είναι το βιβλίο, στο οποίο καταγράφεται ο λόγος του Θεού με ανθρώπινη γλώσσα8. Εννοείται πως οι σωστοί ερμηνευτές όφειλαν να είναι λόγιοι άνθρωποι, με θεολογικούς στοχασμούς στα ενδότερα της χριστιανικής διδασκαλίας και όχι απλά αναλυτές κειμένων σε φιλολογικό πλαίσιο. Συνήθως θεωρούμε συνώνυμες τις λέξεις ερμηνεία και εξήγηση. Όμως δεν είναι καθόλου έτσι. Με τον όρο ερμηνεία εννοούμε την όσο το δυνατόν πιο πιστή, χωρίς αλλοίωση από το συγγραφέα, μεταφορά του παλαιού κειμένου στη σημερινή εποχή, δίχως να επεμβαίνουμε στο νόημά του. Αντίθετα, με τον όρο εξήγηση εννοούμε τη μετάφραση του κειμένου μέσα από φιλολογικές και ιστορικές αναλύσεις, σύμφωνα πάντα με τη δική μας αντίληψη και εκτίμηση. Κατά τ’ άλλα, είναι αυτονόητο πως σε όλες τις εποχές η Γραφή δεν ήταν ένα βιβλίο μόνο προς εξήγηση, αλλά τελικώς ήταν ένα βιβλίο προς ερμηνεία, που με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο είχε κάτι να πει στους ανθρώπους της εποχής του ερμηνευτή, όποτε κι αν έζησε αυτός9. Παρατηρούμε στο συγκεκριμένο απόσπασμα των Πράξεων των Αποστόλων, τη σαφήνεια και τη βιωματική σχέση που βγάζει ο Φίλιππος με τα γεγονότα των Παθών του Κυρίου, ώστε ο Αιθίοπας να ζητήσει άμεσα να βαπτισθεί χριστιανός. Μην ξεχνάμε πως πρώτος ερμηνευτής των Γραφών ήταν ο ίδιος ο Χριστός, ο οποίος επέλεξε την αλληγορική μέθοδο των αρχαίων Ελλήνων, για να διδάξει με απλό και κατανοητό τρόπο το κήρυγμά Του.
Όμως, στο σημείο αυτό τίθεται το εξής ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν ο σύγχρονος άνθρωπος να καταλαβαίνει και να κατανοεί αρχαία κείμενα με συμβολισμούς, αλληγορικές έννοιες και εικόνες, όπως η Αγία Γραφή. Η απάντηση έρχεται από τον Schleiermacher, ο οποίος θεωρεί πως στο σύγχρονο άνθρωπο είναι κοινά τα ψυχολογικά βιώματα του αρχικού χριστιανισμού και μάλιστα, των συγγραφέων της Καινής Διαθήκης. Τα κοινά βιώματα αποτελούν την προϋπόθεση της επικοινωνίας κατά τη διαδρομή των αιώνων δια μέσου της γλώσσας10. Η Παλαιά Διαθήκη περιέχει προφητείες για γεγονότα που θα συμβούν σε μελλοντικό χρόνο, όπως είναι η έλευση του Μεσσία. Επίσης, αναφέρεται στα Πάθη του Χριστού, στη Σταύρωση και στην Ανάστασή Του. Όλες αυτές οι προφητείες δεν μπορούν να γίνουν αντιληπτές από τον απλό αναγνώστη των Γραφών. Στο σημείο αυτό φαίνεται η αξία του ρόλου του ερμηνευτή, ο οποίος θα συνδέσει όλα τα παραπάνω γεγονότα με το ιστορικό πρόσωπο του Χριστού, ώστε να πάρει σάρκα και οστά η ιστορική σύνδεση και συνέχεια της Παλαιάς με την Καινή Διαθήκη. Οι Πατέρες, έχοντας ως πρότυπο ερμηνείας τον ίδιο τον Κύριο, συμβάλλουν στην παρουσίαση του ιεραποστολικού υπόβαθρου της Καινής Διαθήκης, δηλαδή στη διαπαιδαγώγηση των πιστών και στη μεταστροφή του κόσμου στο μοντέλο ζωής που δίδαξε ο Χριστός11.
Στην πραγματικότητα με την ερμηνεία των Γραφών αναδεικνύεται η άρρηκτη σχέση του Θεού με τους ανθρώπους. Γίνεται αντιληπτό ότι, όπως η ιστορία της Εκκλησίας, όπως την βλέπουμε στην Παλαιά και Καινή Διαθήκη είναι ενιαία, έτσι και η παρουσία του Θεού και η σχέση Του με τους ανθρώπους είναι αδιάκοπη και συνεχής. Ο ερμηνευτής έχει αναλάβει το δύσκολο ρόλο να παρουσιάσει τα πράγματα με τρόπο σαφή και κατανοητό, ώστε να μπορεί ο λόγος του Θεού να αποτελέσει κοινό κτήμα όλων των ανθρώπων. Η σημασία που δίνεται στη μετάφραση ενός κειμένου έχει στόχο την αποφυγή παρερμηνειών από τους αναγνώστες, οι οποίοι καλούνται να μελετήσουν και να εξοικειωθούν με το Θείο λόγο. Ο ερμηνευτής καλείται να παρουσιάσει με τρόπο σαφή και κατανοητό τις ενέργειες του Θεού μέσω της ιστορίας της Εκκλησίας, αλλά και την άρρηκτη σχέση των δύο συλλογών της, της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης12.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο
Ερμηνευτικές προσπάθειες για την προσέγγιση της Αλήθειας του Θεού στην Καινή Διαθήκη. Άραγε γινώσκεις α αναγιγνώσκεις;
Τα κείμενα της Καινής Διαθήκης περιλαμβάνονται μέσα σε μια συλλογή 27 συνολικά βιβλίων. Ουσιαστικά αποτελούν προσπάθειες των Αποστόλων και των Πατέρων της Εκκλησίας, αλλά και νεότερων μελετητών, να ερμηνεύσουν και να εξηγήσουν όλα τα γεγονότα της ενανθρώπησης του Κυρίου. Είναι γραμμένα μετά την Ανάσταση του Χριστού και διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες: ιστορικά, επιστολές και τέλος, την Αποκάλυψη. Η νέα Διαθήκη του Θεού είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την Παλαιά, αφού από τη μία εξηγεί και δίνει νόημα στα συμβάντα και στις πράξεις όλων των προσώπων της Παλαιάς Διαθήκης, όπως των προφητών και από την άλλη επιβεβαιώνει τα παραπάνω, παρουσιάζοντας τη ζωή και το έργο του Ιησού μετά την ενανθρώπησή Του.
Στο ερώτημα εάν τα κείμενα της Καινής Διαθήκης αποτελούν μία ενιαία ή περισσότερες ερμηνευτικές προσπάθειες, η απάντηση είναι η δεύτερη. Τόσα βιβλία είναι λογικό να αποτελούν προσπάθειες ερμηνείας πολλών μελετητών. Καταρχήν, χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι τα τέσσερα Ευαγγέλια, τα οποία έχουν γραφτεί από τέσσερις διαφορετικούς ανθρώπους, τους Ευαγγελιστές Μάρκο, Ματθαίο, Λουκά και Ιωάννη. Κάθε Ευαγγέλιο εξετάζει και εμβαθύνει με διαφορετικό τρόπο στα γεγονότα που παρουσιάζει. Τα πρώτα τρία Ευαγγέλια εστιάζουν περισσότερο στην περιγραφή των προσώπων και των συμβάντων της εποχής, ενώ το τέταρτο Ευαγγέλιο του Ιωάννη ακολουθεί μία διαφορετική προσέγγιση των συμβάντων. Λόγω αυτής της διαφορετικής οπτικής, το Ευαγγέλιο του Ιωάννη δεν έγινε άμεσα αποδεκτό από τη χριστιανική κοινότητα. Η συμπόρευση της θεολογικής με τη φιλοσοφική σκέψη του ευαγγελιστή Ιωάννη αδυνατούσε να γίνει αντιληπτή από το χριστιανικό ποίμνιο. Μέχρι και τον τρίτο αιώνα οι χριστιανοί αμφισβητούσαν τη γνησιότητά του και του θεωρούσαν ξένο σώμα, που δεν θα έπρεπε να ενταχθεί ως θεόπνευστο κείμενο του χριστιανισμού13.
Στα υπόλοιπα Ευαγγέλια, ο Μάρκος παρουσιάζει ιστορικά γεγονότα του έργου του Χριστού, ώστε να αντιμετωπίσει αιρετικές απόψεις, οι οποίες αμφισβητούσαν το ιστορικό πρόσωπο του Ιησού, ο Ματθαίος επιχειρεί να πείσει τους Ιουδαίους για το πρόσωπο του Χριστού ως Μεσσία και ο Λουκάς, Έλλην, γιατρός στο επάγγελμα, απευθύνεται στους συμπατριώτες του εθνικούς, χρησιμοποιώντας ιστορικά γεγονότα, να τους πείσει για τον αληθινό και σωτήρα Θεό, τον Ιησού Χριστό. Ασφαλώς, όλοι οι Ευαγγελιστές με το έργο τους απευθύνονταν σε όλους τους ανθρώπους, ανεξαρτήτως εθνικότητας και φυλής. Ο Ιωάννης υπήρξε ερμηνευτής και εξηγητής των όσων διαδραματίστηκαν την εποχή του Ιησού. Αφού εστιάζει σε συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα, ερμηνεύει τη σημασία τους μέσα από λόγους και συζητήσεις του Χριστού, ζητώντας από τους πιστούς να ανταποκριθούν στο κήρυγμά Του για αγάπη προς τον πλησίον και κοινωνική αλληλεγγύη. Με την παρουσία των λόγων και της δράσης Του προβάλλεται στον πιστό ένα πρότυπο, προκειμένου να οδηγηθεί στη χριστοποίησή του, μέσω της συνεχούς πνευματικής και σωματικής άσκησης, όπως ακριβώς έπραξε και ο Ιησούς με την ενανθρώπησή Του14.
Ολόκληρη η συλλογή των 27 βιβλίων της Καινής Διαθήκης έχει ερμηνευτεί και εξηγηθεί από πολλούς μελετητές, πρωτίστως όμως από τους συγγραφείς της. Ερμηνεία και εξήγηση έκαναν τόσο οι Ευαγγελιστές με τα Ευαγγέλια, όσο και ο Απόστολος Παύλος με τις Επιστολές του, αλλά και ο Ιωάννης ο Θεολόγος με την Αποκάλυψη. Κέντρο όλων των ερμηνειών αποτελεί ο Χριστός με την ενανθρώπισή Του, τα Πάθη Του και την Ανάστασή Του. Ο Ιησούς είναι αυτός, που στο πρόσωπό Του εκπληρώνονται οι προφητείες για τον ερχομό του Μεσσία και την εγκαθίδρυση της Βασιλείας του Θεού, δηλαδή, ενός καινούργιου κόσμου αλήθειας, αγάπης, ειρήνης και δικαιοσύνης15.
Στο ερώτημα που θέτει ο Σάββας Αγουρίδης στο βιβλίο του Άραγε γινώσκεις α αναγινώσκεις, για το αν ο σύγχρονος άνθρωπος έχει τα ίδια δικαιώματα με τον αρχαίο και μεσαιωνικό άνθρωπο στην επιλογή νέων μεθόδων προσέγγισης της Γραφής, η απάντηση είναι σαφώς καταφατική. Η φράση του τίτλου το βιβλίου του Αγουρίδη αποτελεί δάνειο από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων (κεφ. 8, στ. 30) και αναφέρεται στα λόγια του Φιλίππου προς τον ευνούχο Αιθίοπα. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει η ερμηνευτική παράδοση της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης είναι συνεχής και αδιάλειπτη. Συνεπώς, πολλοί μελετητές της Αγίας Γραφής επιχειρούν να ερμηνεύσουν διάφορα εδάφια και να εξηγήσουν έννοιες και όρους που περιλαμβάνονται στη Βίβλο. Η Αγία Γραφή είναι ένα ιερό βιβλίο της οποίας η εξηγητική παράδοση αρχίζει από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, ενώ συστηματοποιείται από τον 3ο με 5ο μ. Χ. αιώνα16. Εκείνη την εποχή καθορίζονται τα Ανθολόγια και οι πρώτες ερμηνευτικές Σειρές. Μέσα σε αυτά παρουσιάζονται λόγοι ποιμαντικοί, κηρυγματικοί και κυρίως, αντιαιρετικοί. Δυστυχώς από τις πρώτες ημέρες ιδρύσεως της χριστιανικής Εκκλησίας δεν έλειψαν οι διαφορετικές ερμηνευτικές προτάσεις, άλλοτε καλοπροαίρετα κι άλλοτε όχι, οι οποίες οδήγησαν στη δημιουργία αιρετικών ή σχισματικών απόψεων.
Εντός του πρωτοχριστιανικού αυθεντικού κηρύγματος εμφανίστηκαν διαφορετικές ή και αντίθετες θεολογικές προσεγγίσεις, πράγμα που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, οι οποίες οδήγησαν στη δημιουργία αιρέσεων με τη μορφή νέων θρησκειών. Ενώ στα ερμηνευτικά υπομνήματα των πρώτων Σειρών και των Ανθολογίων εξηγείται με σαφήνεια το εκκλησιαστικό ήθος και η πνευματικότητα της Εκκλησίας, εντούτοις εμφανίζονται συνεχώς προσπάθειες υπό τον τίτλο της θεολογικής ερμηνείας και εξήγησης, αλλοιώσεως του χριστιανικού μηνύματος του Θεού, όπως μας το παρέδωσαν οι Απόστολοι και οι Πατέρες της Εκκλησίας. Ίσως και οι διαφορετικές εξηγητικές μέθοδοι των Πατέρων να συνέβαλαν στην εμφάνιση του φαινομένου αυτού. Για παράδειγμα, οι Πατέρες της Αλεξάνδρειας και της Αντιόχειας ερμηνεύουν κι εξηγούν με τελείως διαφορετικό τρόπο την Αγία Γραφή. Οι Αλεξανδρινοί Πατέρες χρησιμοποιούν τη μυστική ή αλληγορική μέθοδο, η οποία αγνοεί τον ιστορικό ορίζοντα της αποκάλυψης, ενώ οι Αντιοχείς Πατέρες επιλέγουν την ιστορική ή τυπολογική μέθοδο, κατά την εφαρμογή της οποίας παρατηρείται κατάφαση της ιστορικής προοπτικής των βιβλικών διηγήσεων17.
Βέβαια, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τη διαχρονικότητα και την τεράστια σημασία των μηνυμάτων της Αγίας Γραφής με την πανανθρώπινη αξία τους. Εισβάλλει δυναμικά στη ζωή των πιστών, καθορίζει εν μέρει τον τρόπο ζωής τους και τροφοδοτεί συνεχώς τη θεολογική τους σκέψη. Το γεγονός αυτό αποτελεί πόλο έλξης πολλών μελετητών της Βίβλου, οι οποίοι επιθυμούν να συμβάλλουν κι αυτοί στην ερμηνευτική διαδικασία και εξήγηση του Λόγου του Θεού, χρησιμοποιώντας όμως νέες μεθόδους ερμηνείας βασιζόμενοι στη νέα τους εμπειρία ζωής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μεγάλη προσπάθεια που καταβάλλουν οι μελετητές τον τελευταίο αιώνα, ώστε να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος από την κατάσταση που παρατηρήθηκε κατά την περίοδο των Βυζαντινών χρόνων, όπου επικρατούσε η επανάληψη και η στασιμότητα. Θεωρείται επιβεβλημένο να υιοθετηθούν από τους σύγχρονους εξηγητές οι νέες φιλολογικές, ιστορικές και άλλες μέθοδοι στην έρευνα των ιερών κειμένων18. Κάθε άνθρωπος που επιθυμεί να ασχοληθεί με το ιδιαίτερα επίπονο έργο της ερμηνείας και της εξηγήσεως των Ιερών Γραφών έχει αυτό το δικαίωμα, αρκεί το έργο της ερμηνείας να γίνεται με μεθόδους της επιστήμης της θεολογίας και της φιλολογίας, ώστε το αποτέλεσμα να είναι προϊόν επιστημονικής έρευνας και να τύχει της καλύτερης δυνατής αποδοχής από το κοινό.
Σύνοψη
Η μελέτη της Αγίας Γραφής προϋποθέτει οπωσδήποτε την ύπαρξη ερμηνευτικών και εξηγητικών προσεγγίσεων, ώστε να καταστεί δυνατή η κατανόηση και η πρόσληψη του περιεχομένου της από το ευρύ κοινό. Λόγω των θεολογικών εννοιών και όρων που περιέχει, καθώς και των δογματικών αληθειών, καθίσταται δύσκολος ο ρόλος του αναγνώστη στην προσπάθειά του να την καταστήσει κτήμα του. Οι Πατέρες της Εκκλησίας, χρησιμοποιώντας άλλοτε την αλληγορική - μυστική μέθοδο των αρχαίων Ελλήνων, όπως οι Αλεξανδρινοί και άλλοτε χρησιμοποιώντας την ιστορική - τυπολογική μέθοδο, όπως οι Αντιοχείς, φέρνουν ενίοτε σε δύσκολη θέση τον αναγνώστη, ο οποίος επιζητεί κάποιο στήριγμα, ώστε να κατανοήσει πλήρως το ποιμαντικό και σωτηριολογικό κήρυγμα της Εκκλησίας. Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι τα βιβλία της Αγίας Γραφής γραμμένα από διαφορετικούς συγγραφείς σε διαφορετικό χρόνο και με διαφορετικό τρόπο, αποτελούν παράδειγμα ερμηνευτικής τέχνης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Αντωνοπουλου Α, Η Ερμηνευτική διαχρονικότητα στην Ορθόδοξη Θεολογία στο Πίστη και Βίωμα της Ορθοδοξίας, εκδ. ΕΑΠ, ΠΑΤΡΑ 2008.
2. Αγουριδη Σ., Ερμηνευτική των Ιερών Κειμένων, εκδ. Άρτος Ζωής, ΑΘΗΝΑ 2000.
3. Αγουριδη Σ., Ερμηνευτική των Ιερών Κανόνων. Εγχειρίδιο για τους σπουδαστές, εκδ. Άρτος Ζωής, ΑΘΗΝΑ 1982.
4. Ζηζιουλα Ι., Το μυστήριον της Εκκλησίας στην Ορθόδοξη Παράδοση στο Παράλληλα Κείμενα - ΟΡΘ. 60, εκδ. ΕΑΠ, ΠΑΤΡΑ 2005.
5. Μαντζαριδη Γ., Η Παράδοση της Ορθοδοξίας, εκδ. Σύναξη, ΑΘΗΝΑ 1982.
6. Παναγοπουλου Ι, Η ερμηνεία της Αγίας Γραφής στην Εκκλησία των Πατέρων, εκδ. Αποστολική Διακονία, ΑΘΗΝΑ 1996.
7. Ραγκου Σπ., Η συνάντηση του Ελληνισμού με το Χριστιανισμό (1ος-4ος αι.)  στο Η Ορθοδοξία ως Κληρονομία, εκδ. ΕΑΠ, ΠΑΤΡΑ 2002.
8. Τρακατελλησ Δ.. Οι Πατέρες ερμηνεύουν. Απόψεις πατερικής βιβλικής ερμηνείας, εκδ. Αποστολική Διακονία, ΑΘΗΝΑ 1996.
9. Φλωροφσκυ Γ., Αγία Γραφή, Εκκλησία, Παράδοσις, μτφρ. Δημητρίου Γ., εκδ. Πουρνάρα, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1991.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο