Η Κωμωδία στο Σινεμά»


 12η Συνάντηση Σεμιναρίου

 « Η Κωμωδία στο Σινεμά»

Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2024, 8:30μμ, ζωντανά και διαδικτυακά

Θέμα: «Ιταλική Κωμωδία», μέρος 3ο  


Στην 12η συνάντηση του σεμιναρίου «Η Κωμωδία στο Σινεμά» που οργανώνει το Cine Δράση και θα πραγματοποιηθεί την Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2024, στις 8:30’μμ ζωντανά στο στέκι της Δράσης και διαδικτυακά μέσω της πλατφόρμας Zoom, συνεχίζουμε τη συζήτηση για την ιταλική κωμωδία. Βλέπουμε αποσπάσματα από ταινίες και συζητάμε το έργο του Ντίνο Ρίζι και τις κωμωδίες του Βιτόριο Ντε Σίκα: «Γάμος αλά Ιταλικά» και «Χθες, Σήμερα, Αύριο» 

 Ντίνο Ρίζι (Dino Risi 23 Δεκεμβρίου 1916- 7 Ιουνίου 2008)

 Ο Ντίνο Ρίζι, γεννήθηκε στο Μιλάνο, από οικογένεια με καλλιτεχνικές ρίζες. Σπούδασε ιατρική, αλλά δεν συνέχισε τις σπουδές του στην Ψυχιατρική, όπως ήθελαν οι γονείς του. Ασχολήθηκε με το σινεμά εντελώς τυχαία, έπειτα από προτροπή του σκηνοθέτη Αλμπέρτο Λατουάντα, ο οποίος του πρότεινε το 1940 να γίνει βοηθός του σε κάποια ταινία. Ο Ρίζι δέχθηκε, αλλά χωρίς να έχει σκοπό να ακολουθήσει επαγγελματικά τη σκηνοθεσία. Αλλά μεταπολεμικά θα αρχίσει να γυρίζει μικρού μήκους ταινίες, με θέματα κυρίως από την πόλη του Μιλάνου και τις πληγές της από τον Πόλεμο. Το τελευταίο φιλμάκι από αυτά θα κινήσει το ενδιαφέρον του παραγωγού Κάρλο Πόντι και με προτροπή του ο Ρίζι μετακόμισε στην Ρώμη, στην Cinecitta, και αφοσιώθηκε στο σινεμά. 

Η πρώτη του ταινία ήταν η «Διακοπές με τον Γκάνγκστερ» (1951). Η πρώτη επιτυχία ήρθε το 1956 με την ηθογραφική κομεντί «Ψωμί, Έρωτας και…» με την Τζίνα Λολομπριτζίτα και τον Βιτόριο ντε Σίκα, που αποτελούσε το τελευταίο μέρος μιας τριλογίας, την οποία είχε ξεκινήσει ο Λουίτζι Κομεντσίνι. Την ίδια χρονιά θα γυρίσει το «Φτωχοί Αλλά Ωραίοι», φιλμ ιδιαίτερα αγαπητό στο ιταλικό κοινό που θα τον καθιερώσει ως σκηνοθέτη κωμωδιών. Το 1960 θα έχει την πρώτη του συνεργασία – από τις συνολικά 16 – με τον Βιτόριο Γκάσμαν στον «Βασιλιά της Κομπίνας», ενώ τον επόμενο χρόνο θα σκηνοθετήσει τη δραματική κομεντί «Παλιοζωή Παλιόκοσμε» με τον Αλμπέρτο Σόρντι. Φιλμ ιδιαιτέρως καυστικό για τον μικροαστισμό και τον συντηρητισμό που βασίλευε στο ιταλικό δημόσιο, αλλά και πώς μπορεί να μεταλλαχθεί ένας ανθρωπάκος σε ανελέητο εκδικητή.

 Το 1962 ο Ρίζι θα παραδώσει το αριστούργημα της ζωής του, τον «Φανφαρόνο» («Il Sorpasso»), κλασικό δείγμα της «κωμωδίας αλά ιταλικά», ένα από τα καλύτερα φιλμ της δεκαετίας, που οφείλει πολλά στους Βιτόριο Γκάσμαν και Ζαν Λουί Τρεντινιάν. Βρισκόμαστε στις αρχές του’60, σε μια Ιταλία που ζει το «οικονομικό θαύμα» της, με τον λαό να ξεχνά τις ρίζες του και να υποκύπτει στη ρηχότητα, την ατομικότητα και την καταναλωτική μανία. Ο ασυμβίβαστος Ρίζι προειδοποιεί την ιταλική κοινωνία για τα μελλούμενα. Με τα χρόνια, ο χαρακτήρας του Γκάσμαν αποκτά θετικά χαρακτηριστικά, γίνεται πιο γοητευτικός. Η ασέβειά του προς όλους και τα πάντα, το ρίσκο της ταχύτητας, η ειρωνική του στάση, η περιφρόνηση προς το κοινωνικό γίγνεσθαι, η λοιδορία τού θανάτου και κάθε σύμβασης λαμβάνει επαναστατικές διαστάσεις. Εν αντιθέσει με τον συμβιβασμένο, συνεσταλμένο, άβγαλτο, εσωστρεφή φοιτητή της Νομικής νεαρό Τρεντινιάν, που μοιάζει με εύθραυστο μοντέλο, έτοιμο να παραδοθεί στις συμβάσεις, να γίνει ένας υπεύθυνος, τακτοποιημένος πολίτης που θα συμβάλλει στο μερεμέτισμα του σύγχρονου κόσμου.

Το 1963 θα γυρίσει το σπονδυλωτό σατιρικό φιλμ «Τα Τέρατα», με χαρακτηριστικές φιγούρες Ιταλών και στερεότυπα της κοινωνίας, με τους Βιτόριο Γκάσμαν και Ούγκο Τονιάτσι. Θα ακολουθήσει μια δεκαετία με αξιόλογες ταινίες, ανάμεσά τους «Πιάστε τον Τίγρη από την Ουρά», «Ένας Προφήτης Δονζουάν», «100 λεπτά αλήθεια» κ.ά. Το 1974 θα κάνει πρεμιέρα η δραματική κωμωδία «Άρωμα Γυναίκας». Εξαιρετική ταινία που μπαίνει βαθιά στην ψυχοσύνθεση του κεντρικού ήρωα, κέρδισε πολλά βραβεία, μεταξύ των οποίων και βραβείο ερμηνείας στις Κάννες για τον Γκάσμαν, ενώ ήταν υποψήφια και για τα Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας και διασκευασμένου σεναρίου. Ο Ρίζι, συνέχισε να γυρίζει ταινίες μέχρι τα βαθιά γεράματα, παρότι τον είχε χτυπήσει ο καρκίνος, ο οποίος τον ταλαιπώρησε μέχρι το τέλος της ζωής του.     

Βιτόριο ντε Σίκα (Vittorio de Sica 7 Ιουλίου 1901-13 Νοεμβρίου 1974)

Ο ντε Σίκα υπήρξε ηθοποιός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ακόμα και συνθέτης (Η ωραία του Μπρούκλιν). Γεννήθηκε το 1901 στο Λάτσιο και αναγκάστηκε να δουλεύει από μικρός για να βοηθάει τη φτωχή οικογένειά του. Το θέατρο τον τράβηξε και σε εφηβική ηλικία έκανε το ντεμπούτο του στη σκηνή. Στα τέλη της δεκαετίας του ’20, είχε ήδη καθιερωθεί ως ένας από τους σημαντικότερους θεατρικούς ηθοποιούς της Ιταλίας. Αυτή η επιτυχία συνεχίστηκε και με το πέρασμά του στον κινηματογράφο, κυρίως σε ελαφρές κωμωδίες, ενώ το 1940 σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία.

Στην πέμπτη του σκηνοθετική απόπειρα, το δράμα «Κατηγορώ τους γονείς μου», συνεργάστηκε με τον σεναριογράφο Τσέζαρε Τσαβατίνι, και επέδειξε μια βαθύτερη ικανότητα χειρισμού των ηθοποιών και κυρίως των μικρών παιδιών. Η συνεργασία τους συνεχίστηκε στις ταινίες «Λούστρο Παπουτσιών» και «Κλέφτης Ποδηλάτων», συγκινητικές απεικονίσεις της φτώχειας στη μεταπολεμική Ιταλία που έφτασαν μέχρι τα Όσκαρ. Με αυτές τις ταινίες αναδείχτηκε σε πρωτοπόρο του ιταλικού νεορεαλισμού. Τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, είχε αναγνωριστεί ως ένας από τους σημαντικότερους ηθοποιούς και σκηνοθέτες της Ιταλίας, με τις επιτυχίες να διαδέχονται η μία την άλλη και τη θεματολογία τους να εναλλάσσεται: τρίτη ηλικία (Ότι μου αρνήθηκαν οι άνθρωποι), ερωτικά αδιέξοδα (Τελευταίος σταθμός), νοσταλγία (Ερωτική πολιορκία), αποκλεισμός (Η ατιμασμένη), πόλεμος (Οι καταδικασμένοι της Αλτόνα). Πέρα από τα πολλά διεθνή βραβεία, έφτασε και σε μια προσωπική υποψηφιότητα για Όσκαρ το 1957, αυτή τη φορά ως ηθοποιός, στον «Αποχαιρετισμό στα Όπλα». Ήταν η μοναδική σπουδαία παρουσία σε μία, κατά τα άλλα, αποτυχημένη παραγωγή. Στον Στρατηγό Ντέλα Ρόβερε όπου δίνει μια αξέχαστη ερμηνεία υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση, του Ρομπέρτο Ροσελίνι.

Μα και η προσωπική ζωή του ήταν πληθωρική. Έχοντας κάνει δύο γάμους, δεν εγκατέλειψε ποτέ την πρώτη του οικογένεια χάριν της δεύτερης, ένω έκανε διπλές γιορτές και διακοπές και με τις δύο. Είχε την ίδια πίστη στην Καθολική Εκκλησία όπως και στο Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, του οποίου ήταν συνεπής υποστηρικτής, ενώ δεν έκρυψε ποτέ την αγάπη του για το τζόγο. Αυτό το τελευταίο ελάττωμα τον είχε οδηγήσει πολλές φορές σε οικονομικές δυσχέρειες, αναγκάζοντάς τον να γυρίζει εμπορικές παραγωγές για να βρει τις πηγές χρηματοδότησης που χρειαζόταν. Πέθανε το 1974 ύστερα από μια περίπλοκη εγχείρηση, αφού είχε σκηνοθετήσει την τελευταία του επιτυχία, το Ιντερμέτσο μιας παντρεμένης.

Την πλούσια φιλμογραφία του συμπληρώνουν οι δύο κωμωδίες «Γάμος αλά Ιταλικά» και «Χθες, Σήμερα, Αύριο»   

  Στο «Γάμος Αλά Ιταλικά» (Matrimonio All’ Italiana,1964), ο Ντομένικο ένας ναπολιτάνος επιχειρηματίας με αδυναμία στις γυναίκες, ξεκινάει σχέση με την 17χρονη πόρνη Φιλουμένα Μαρτουράνο, την εγκαθιστά σε ένα διαμέρισμα και της δίνει δουλειά σε ένα μαγαζί του. Έτσι περνούν πάνω από είκοσι χρόνια. Ο ντε Σίκα μεταφέρει στο σινεμά το θεατρικό έργο του Εντουάρντο ντε Φίλιπο «Φιλουμένα Μαρτουράνο» με πικάντικο χιούμορ και αρκετές δόσεις συγκίνησης, σχολιάζοντας καυστικά τα κοινωνικά ήθη της εποχής, την αιώνια ερωτική διαμάχη των δύο φύλων και σκιαγραφεί με πικρά κωμικό τρόπο την πρόσφατη ιστορία της Ιταλίας, μέσα από τα μάτια μιας πόρνης. Στημένο εξ ολοκλήρου στην παθιασμένη, πολυμήχανη και θαρραλέα περσόνα της Φιλουμένα, η οποία παίρνει σάρκα και οστά με την εκρηκτική ερμηνεία της Σοφίας Λόρεν, στην πέμπτη της συνεργασία με τον ντε Σίκα και στον ακαταμάχητο και κατεργάρη Μαστρογιάνι.  

Η σπονδυλωτή ταινία «Χθες, Σήμερα, Αύριο» (Ieri, Oggi, Domani, 1963) αποτελείται από τρεις ιστορίες που διαδραματίζονται σε τρεις ιστορικές Ιταλικές πόλεις: Στην πρώτη, σε σενάριο του Εντουάρντο ντε Φίλιππο, στη Νάπολη, η Αντελίνα πουλά λαθραία τσιγάρα για να συντηρεί τον εαυτό της και τον άνεργο σύζυγό της, που της «χαρίζει» το ένα μωρό μετά το άλλο για να αποφύγει τη φυλακή. Στην επόμενη ιστορία που βασίζεται σε νουβέλα του Αλμπέρτο Μοράβια, στο Μιλάνο, η Άννα, μια σύζυγος της υψηλής κοινωνίας γίνεται έξω φρενών όταν ο νεαρός εραστής της καταστρέφει το πολύτιμο αυτοκίνητό της. Ο σκηνοθέτης αφήνει την καλύτερη ιστορία για το τέλος, όπου η Σοφία Λόρεν, υποδύεται μια πόρνη στη Ρώμη, που άθελά της αποπλανεί έναν εκπαιδευόμενο ιερέα. Κεντρικός άξονας που διατρέχει και τις τρεις ιστορίες είναι η γυναίκα σε αρχετυπικούς ρόλους: ως μητέρα, σύζυγος, πόρνη. Ο τίτλος υπαινίσσεται τη διαχρονικότητα αυτών των στερεότυπων που παρωδούνται διακριτικά. Η Λόρεν μεταμορφώνεται καταδεικνύοντας το θηλυκό ως το ισχυρότερο φύλο. Ο Μαστρογιάνι ανταποκρίνεται με χαρακτηριστική άνεση στους διαφορετικούς ρόλους και η ερμηνεία του είναι ο καταλύτης που καθορίζει το είδος της κωμωδίας και στις τρεις ιστορίες.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο