ΜΕΙΖΟΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑ Η ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΜΑΣ.


Είναι γεγονός ότι η εγκληματικότητα στην πόλη μας αυξάνεται σημαντικά και σε καθημερινή βάση.
Η έλλειψη ασφαλούς αστυνόμευσης για αντικειμενικούς λόγους είναι φανερή.
Οι πολίτες διαμαρτύρονται και δυσανασχετούν και η πολιτεία με τις ανεπαρκείς αστυνομικές δομές της και σε τοπικό επίπεδο αδυνατούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά.
Το βέβαιον είναι ότι οι υπεύθυνοι για την αντιμετώπιση της τοπικής εγκληματικότητας πρέπει να αναλάβουν τις μεγάλες ευθύνες τους.
Αλήθεια, το τοπικό συμβούλιο πρόληψης της εγκληματικότητας συνεχίζει να υφίσταται;
Κι εάν ναι λειτουργεί; Πόσες συνεδριάσεις έχει κάνει στη θητεία της σημερινής δημοτικής αρχής; Έχει καμία αποτελεσματικότητα;
Για την πληρέστερη κατανόηση του σοβαρού αυτού προβλήματος τα Β.Ν. αξιοποιούν εκ νέου παλαιότερη σημαντική έρευνα και εργασία του αγαπητού φίλου, αστυνομικού εγκληματολόγου, αντιδημάρχου και δημοτικού συμβούλου ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΟΝΔΡΟΜΑΤΙΔΗ.

Για την καταγραφή της παραβατικότητας σ’ ένα Δήμο ή κοινότητα υπάρχουν δύο πηγές πληροφόρησης που μπορούμε να πούμε ότι χαρακτηρίζονται ως οι πλέον αντιπροσωπευτικές. Η Αστυνομία και η Τοπική Κοινωνία. Το μειονέκτημα που προκύπτει από τη χρήση των στοιχείων της αστυνομίας είναι ότι περιλαμβάνουν ΜΟΝΟ τα καταγεγραμμένα εγκλήματα. Αυτό σημαίνει ότι οι περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν σε γνώση των Αστυνομικών Αρχών ή που επιλύθηκαν με εξωδικαστικό τρόπο, χωρίς άλλες διαδικασίες, δεν περιλαμβάνονται στα στοιχεία αυτά. Δηλαδή ο λεγόμενος σκοτεινός ή αφανής αριθμός παραβατικότητας δεν προκύπτει.

Στο Δήμο μας έχει συσταθεί το Τοπικό Συμβούλιο Πρόληψης Παραβατικότητας βάση του Ν. 2713/1999, άρθρο 16.
Τα Τοπικά Συμβούλια αποτελούν αποκεντρωμένες δομές αντεγκληματικής πολιτικής σε τοπικό επίπεδο όπου μέσα στις πολλές δραστηριότητές τους –με απόφαση του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης- έχουν προβλεφθεί και διαδικασίες καταγραφής και μελέτης της συνολικής παραβατικότητας σε ένα Δήμο.
Αυτό επιτυγχάνεται κυρίως μέσω περιστατικών που γνωστοποιούνται στο Τοπικό Συμβούλιο από τους συμμετέχοντες τοπικούς συλλογικούς φορείς ή ακόμη και μέσα από την προώθηση ερωτηματολογίων τα οποία συμπληρώνονται από τους Δημότες και σχετίζονται με περιστατικά παραβατικότητας που υπέπεσαν στην αντίληψή τους.

Η Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορεί –και πρέπει- να έχει ρόλο στον τομέα της πρόληψης παραβατικότητας σε τοπικό επίπεδο.
Μέσα από τις δράσεις του Τοπικού Συμβουλίου καλείται να αντιμετωπίσει τα κοινωνικά αίτια που προκαλούν την παραβατικότητα και όχι να ασκεί αστυνόμευση. Η συμμετοχή αυτή των πολιτών στην πρόληψη κυρίως της μικρομεσαίας εγκληματικότητας, η οποία σημειωτέον δεν έχει τη μορφή «χαφιεδισμού» ή αυτοδικίας, βελτιώνει την ποιότητα ζωής της τοπικής κοινωνίας σε θέματα ασφάλειας και ενισχύει την κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη των πολιτών με την πλαισίωση και τον συντονισμό τοπικών κοινωνικών φορέων, θεραπευτικών κοινοτήτων, Δημοτικής Αστυνομίας, ειδικών επιστημόνων κ.λ.π.
Στο Δήμο μας η σύστασή του Τοπικού Συμβουλίου ενώ έχει λάβει χώρα από πολλών ετών. Είναι ένας τόσο σημαντικός θεσμός που πρέπει να μείνει ενεργός.

Ποιοτικά χαρακτηριστικά των στοιχείων τοπικής εγκληματικότητας.

Το πρώτο και βασικό στοιχείο έχει να κάνει με την ασφάλεια των πολιτών και πηγάζει από το γεγονός ότι σε πολλές περιπτώσεις, όσον αφορά στις διαρρήξεις κατοικιών, οι ένοικοι ήταν μέσα στην οικία τους. Αυτό σημαίνει ότι σε κάποιες περιπτώσεις αιφνιδιασμού από μια απρόβλεπτη συγκυρία θα μπορούσαν να δημιουργηθούν αστάθμητοι παράγοντες και να θέσουν σε κίνδυνο κάποιους ενοίκους. Σίγουρα, όταν αντιλαμβάνεται κανείς την παρουσία αγνώστου ατόμου μέσα στο σπίτι δεν υπάρχουν συγκεκριμένες συνταγές αντίδρασης, επειδή δεν είναι σε θέση να γνωρίζει την ψυχολογία του δράστη, τον πιθανό αριθμό των δραστών, το φύλο, την ηλικία, τις ικανότητες των εμπλεκομένων ενοίκων, αν οι δράστες έχουν όπλο (έστω και αν δεν φαίνεται) κ.λ.π.
Μια σωστή κίνηση είναι να μείνει σιωπηλός μέχρι να απομακρυνθεί ο διαρρήκτης και μετά να καλέσει σε βοήθεια ή να τηλεφωνήσει στην αστυνομία.
Αν παρ’ όλα αυτά έρθει αντιμέτωπος με το διαρρήκτη, καλό είναι να αποφύγει να φωνάξει και να μην προσπαθήσει να του επιτεθεί, ή να διαφύγει. Οι περισσότεροι διαρρήκτες δεν επιθυμούν να πειράξουν τα θύματά τους αν δεν νοιώθουν ότι απειλούνται.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, η ψυχραιμία, ο ανθρώπινος τρόπος επικοινωνίας μαζί του και ενδεχομένως, αν δεν γίνεται διαφορετικά, μια μικρή διαπραγμάτευση πιθανώς να διευκολύνουν την περίσταση.
Η σωματική ακεραιότητα τόσο η δική μας όσο και των άλλων μελών της οικογένειάς μας είναι πάνω από όλα.
Ένα δεύτερο σημαντικό στοιχείο είναι ότι σε αρκετές περιπτώσεις διαρρήξεων οι ένοικοι δεν φρόντισαν να έχουν κλειδωμένες τις ιδιοκτησίες τους. Πέρα από το γεγονός της ελλιπούς ή μη αστυνόμευσης σε μια πόλη θα πρέπει και οι ίδιος ο πολίτης να σταματήσει να είναι «ανυποψίαστος». Οι εποχές που μπορούσαμε ανέμελα να κοιμόμαστε με ανοιχτές ή ξεκλείδωτες πόρτες ή μπαλκονόπορτες έχουν παρέλθει. Οφείλουμε να παίρνουμε ουσιαστικές πρωτοβουλίες και μέτρα, ώστε να αποφεύγουμε -σε ατομικό επίπεδο- να προσφερόμαστε ως εύκολα θύματα στους επιτήδειους κακοποιούς. Για παράδειγμα δεν μπορούμε να αφήνουμε την τσάντα ή το τσαντάκι στο διπλανό κάθισμα του συνοδηγού ή στο πίσω κάθισμα όταν οδηγούμε ή όταν αφήνουμε σταθμευμένο το αυτοκίνητό μας στο δρόμο. Αποτελεί πρόκληση. «Όποιος δεν προλαμβάνει το έγκλημα, όταν μπορεί, ενθαρρύνει την διάπραξή του –λέει σε ένα απόφθεγμά του ο Σενέκας».
Ένα τρίτο στοιχείο είναι ο μεγάλος αριθμός περιστατικών που αντιμετωπίζει το Αστυνομικό Τμήμα Βριλησσίων με τα κατ’ έγκληση αδικήματα, δηλαδή με την παραβατικότητα που έχει κυρίως κοινωνικές προεκτάσεις (π.χ. προβλήματα στις γονεϊκές σχέσεις, εξυβρίσεις, διαφορές μεταξύ γειτόνων, σε θέματα σχολικής και εξωσχολικής βίας, κ.λ.π.).
Ουσιαστικό ρόλο για την αντιμετώπιση παρόμοιων περιστατικών μπορεί να επιτελεί το Τοπικό Συμβούλιο, με μεθόδους κοινωνικής πρόληψης, χωρίς δηλαδή μηνύσεις και χωρίς γενικότερη εμπλοκή της Ποινικής Δικαιοσύνης αλλά με συναινετικές διαδικασίες σε κάποιο κοινά αποδεκτό πρόσωπο «διαμεσολαβητή» για επίλυση των διαφορών.
Ο θεσμός αυτός της διαμεσολάβησης προβλέπεται ήδη σε εισαγγελικό και αστυνομικό επίπεδο και, όπως προκύπτει από έρευνες, τα ποσοστά επίλυσης σε αστυνομικό και εισαγγελικό επίπεδο ανέρχονται σε 80%.

Στα Βριλήσσια έχουμε πράγματι και έμπειρα και πολύ ικανά στελέχη.
Όμως, όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της αστυνόμευσης από τα στοιχεία προκύπτει ότι τις νύχτες που υπήρχε η δυνατότητα να βγαίνουν δύο περιπολικά δεν διαπράχθηκε ο βαθμός των διαρρήξεων σε αντίθεση με την έλλειψη αυτής της δυνατότητας όπου είχαμε περισσότερες.
Τα συμπεράσματα είναι αυτονόητα.
Η Τοπική Αστυνομία για να μπορέσει να ανταποκριθεί με αποτελεσματικότητα στο έργο της πρέπει να διαθέτει και το ανάλογο έμψυχο υλικό. Δεν εννοείται μια πόλη σαν τα σημερινά Βριλήσσια των 35.000 με 40 χιλιάδων κατοίκων (σε πραγματικούς αριθμούς) και με δεδομένη την ραγδαία εξέλιξή της (πληθώρα νέων κατοικιών, καταστημάτων και πολυκαταστημάτων), να μην διαθέτει ανελλιπώς 24ωρη περιπολία τόσο το Αστυνομικό τμήμα όσο και η ασφάλεια. Η σοβαρή έλλειψη προσωπικού περιορίζει το έργο της στα άκρως αναγκαία καθήκοντα και εμποδίζει σε σοβαρό βαθμό την αποτελεσματική αποτροπή της εγκληματικότητας.
Πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα θα δημιουργηθεί εάν καταργηθεί, μεταφερθεί ή συρρικνωθεί το τοπικό αστυνομικό τμήμα.
Το Τμήμα Ασφαλείας Βριλησσίων, με τις ελάχιστες δυνάμεις που διαθέτει συνεπάγεται ότι για αντικειμενικούς λόγους αδυνατεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την εγκληματικότητα.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με το Αστυνομικό Τμήμα της πόλης μας, όπου ενώ η προβλεπόμενη οργανική δύναμη στα χαρτιά ανέρχεται σε 34 άτομα , η πραγματική δύναμη επαρκεί μόνο για την διεκπεραίωση των απόλυτα αναγκαίων διοικητικών εργασιών.
Και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πολλοί Αστυνομικοί είναι μόνιμα αποσπασμένοι σε άλλες υπηρεσίες, άλλοι σε φύλαξη στόχων, σε επιδόσεις δικαστικών εγγράφων, γραμματείς πρωί- απόγευμα, σκοποί σε 24ωρη βάρδια , αξιωματικοί υπηρεσίας όλο το 24ωρο, συνοδείες στον εισαγγελέα ανάλογα με τις συλλήψεις κ.λ.π.
Αυτό δείχνει ότι όσο καλή διάθεση κι εάν υπάρχει από την τοπική Αστυνομία, είναι αντικειμενικά δύσκολο να ανταποκριθεί ικανοποιητικά στο έργο της.
Το εύλογο ερώτημα ακόμη και των απλών πολιτών είναι ότι ενώ ο συνολικός αριθμός αστυνομικών υπαλλήλων στην Ελλάδα σε σύγκριση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αναλογία Αστυνομικών ανά 100.000 κατοίκους), θεωρείται από τους πλέον ικανοποιητικούς, τα Τοπικά Αστυνομικά Τμήματα και Τμήματα Ασφαλείας είναι αποδυναμωμένα.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο