"Dheepan" (ο άνθρωπος χωρίς πατρίδα) την Τετάρτη 3 Μαΐου στις 8.15 μμ στο ΤΥΠΕΤ.
Τετάρτη 3 Μαΐου 8:15΄μμ, στο ΤΥΠΕΤ από το Cine- Δράση
"Dheepan", ( Ο Άνθρωπος Χωρίς Πατρίδα)
Γαλλία, 2015. Διάρκεια: 110'. Σκηνοθεσία: Jacques Audiard. Σενάριο: Jacques Audiard, Thomas Bidegain, Noé Debré. Πρωταγωνιστούν:Jesuthasan Antonythasan, Kalieaswari Srinivasan, Claudine Vinasithamby, Vincent Rottiers, Marc Zinga, Franck Falise, Sandra Murugiah.
Μια βαθιά ρεαλιστική, γοητευτική και αφοπλιστική ιστορία επιβίωσης, συναρπαστική από την αρχή ως το τέλος, που παρασύρει ολοκληρωτικά το θεατή και κατέκτησε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών (2015).
Ένα σπουδαίο φιλμ που διηγείται δυναμικά μοναχικές πορείες σε αντίξοες και αφιλόξενες κοινωνικές συνθήκες, πλαστές οικογένειες και αφανείς ήρωες που έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με τη βία που κρύβεται στο περιβάλλον και μέσα τους. Μια ιστορία για τις καινούριες αρχές και τις δεύτερες ευκαιρίες που αναζητούν οι άνθρωποι, συχνά όχι με δική τους επιλογή αλλά αναγκασμένοι από σκληρά γεγονότα και δύσκολες καταστάσεις.
«Ο άνθρωπος χωρίς πατρίδα» αφορά την ιστορία τριών ανθρώπων που επιδιώκουν να ξεφύγουν από μια κόλαση που δημιούργησε και συντηρεί στην πατρίδα τους ο δυτικός κόσμος, οι σκοπιμότητες και η εθελοτυφλία του. Ο Ντιπάν, πρώην αντάρτης, μαχητής των Τίγρεων του Ταμίλ, στη λήξη του εμφυλίου πολέμου, θάβει, καίει κυριολεκτικά στην πυρά, το αγωνιστικό του παρελθόν και την ταυτότητα του, καθώς ετοιμάζεται να εγκαταλείψει την Σρι Λάνκα προκειμένου να αποφύγει την άγρια τιμωρία των νικητών. Γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι η ύπαρξη οικογένειας, αυξάνει τις πιθανότητες του να φύγει και να πάρει πολιτικό άσυλο στην χώρα προορισμού του, τη Γαλλία. Μια νεαρή γυναίκα, η Γιαλίνι, την οποία συναντά τυχαία αναλαμβάνει το ρόλο της συζύγου του και αυτή βρίσκει στον καταυλισμό ορφανών ένα εννιάχρονο κορίτσι, την Ιλαγιάλ που στο εξής θα είναι η κόρη τους. Αυτοί οι τρεις, εντελώς άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι, υποδύονται την οικογένεια και εφοδιασμένοι με πλαστά διαβατήρια, κάνουν το μακρύ προσφυγικό ταξίδι. Καταλήγουν σε ένα από τα υποβαθμισμένα και βίαια προάστια του Παρισιού, αυτά που κατοικούν μη προνομιούχοι Γάλλοι και μετανάστες από τις πρώην γαλλικές αποικίες και όχι μόνον. Μετά από μικροπεριπέτειες βρίσκουν στέγη και εργασία σε ένα κτήριο όπου αυτός προσλαμβάνεται ως επιστάτης, η Γιαλίνι ως οικιακή βοηθός ενός ηλικιωμένου και η μικρή ξεκινάει το σχολείο.
Η ψεύτικη οικογένεια τους μοιάζει με κανονική τόσο που και οι ίδιοι δεν αργούν να το πιστέψουν. Αντιμέτωποι με έναν ξένο πολιτισμό και μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνουν, θα προσπαθήσουν να φτιάξουν ένα κανονικό σπιτικό και να ζήσουν μια κανονική ζωή, αλλά θα τους εμποδίσει το γαλλικό παρόν και το δικό τους παρελθόν. Το πρόβλημα της πλαστής ταυτότητάς τους συντηρεί ένα διαρκή φόβο μήπως και τους ανακαλύψουν και η Γαλλία βρίσκεται σε μια ιδιάζουσα εμπόλεμη κατάσταση. Αφενός οι πολλαπλές τρομοκρατικές επιθέσεις των τελευταίων χρόνων και αφετέρου το μεταναστευτικό πρόβλημα προκαλούν αναβρασμό και εξεγέρσεις και επιτρέπουν, σε συνδυασμό με τα δυσεπίλυτα εσωτερικά προβλήματα, στην ακροδεξιά να αυξάνει δραματικά τα ποσοστά της. Οι τρεις ήρωες μας σύντομα θα διαπιστώσουν ότι η πολυδιαφημισμένη γαλλική πολυπολιτισμική ανεκτικότητα και η αρμονική συνύπαρξη ανθρώπων διαφορετικής κουλτούρας είναι μύθος και το δυτικό «όνειρο» ανύπαρκτο, ακόμα και για την πλειοψηφία των δυτικών. Παράδεισος υπάρχει μόνο στα όνειρά τους, ενώ ο πόλεμος βρίσκεται παντού στις νέες συνθήκες και διεξάγεται με τους ίδιους νόμους: αυτούς του ισχυρότερου, της επιβίωσης, της ωμής κοινωνικής λεκτικής ή σωματικής βίας. Και θα πειστούν, κυρίως ο Ντιπάν, ότι είναι δύσκολο να εξασφαλίσεις την ατομική σου ηρεμία και να μείνεις για μεγάλο διάστημα αμέτοχος όταν η πραγματικότητα θέτει διαρκώς την ηθική σου σε αμφισβήτηση.
Ο σκηνοθέτης Jacques Audiard αντλεί από το καίριο μεταναστευτικό ζήτημα μια δυνατή και βαθιά ανθρώπινη ιστορία, εστιάζοντας διαρκώς στην συνολική εικόνα του προβλήματος. Χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, εξάρσεις και διδακτισμούς καυτηριάζει και αποδομεί όλα τις κοινοτοπίες που συνοδεύουν το προσφυγικό θέμα. Κινηματογραφώντας με νεύρο, ρεαλιστική αμεσότητα και δεξιοτεχνία κάνει μια μεστή πολιτική ταινία, κοιτάζοντας παράλληλα με βαθιά συμπάθεια και κατανόηση τους χαρακτήρες του και επικεντρώνοντας στο ζευγάρι και την αγάπη. Αν και δεν επιτρέπει στο θεατή να ξεχνάει τις συνθήκες ζωής τους και τα όσα τους καθορίζουν παρουσιάζει με συναρπαστικό τρόπο την καινούρια τους καθημερινότητα. Η βαθιά ανθρωπιστική και αισιόδοξη ματιά του προσφέρει τον καταλύτη που οδηγεί το φιλμ, μετά την αναπάντεχη κάθαρση, σε μια εκρηκτική αλλά απόλυτα ταιριαστή κορύφωση και ένα εξαίρετο φινάλε. Η επιλογή του να αναθέσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον συγκλονιστικό Jesuthasan Antonythasan, έναν ερασιτέχνη ηθοποιό, συγγραφέα και ακτιβιστή, πρώην στρατιώτη των Ταμίλ, εκπαιδευμένο από την ηλικία των 15 χρόνων που φυλακίστηκε στην πατρίδα του για την αντικαθεστωτική του δράση, πριν βρει, στα 25 του χρόνια, πολιτικό άσυλο στη Γαλλία αποδεικνύεται σπουδαία. Οι ειλικρινείς ερμηνείες των δύο συμπρωταγωνιστριών του, κυρίως της θεατρικής ηθοποιού Kalieaswari Srinivasan, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η γλώσσα δεν είναι η γαλλική αλλά αυτή των Ταμίλ, ενισχύει τον ρεαλισμό της ταινίας.
Εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=Dio50hb4J2U, το trailer.
Λίγα πράγματα για τη Σρι Λάνκα
Η πρώην Κεϋλάνη και νυν Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία (!) της Σρι Λάνκα (Ευλογημένο νησί) είναι νησιωτική χώρα νοτιοανατολικά της Ινδίας, με πρωτεύουσα το Κότε και μεγαλύτερη πόλη το Κολόμπο. Οι κάτοικοι της είναι Βουδιστές, ινδουιστές, μουσουλμάνοι και χριστιανοί, ενώ η χώρα έχει το ψηλότερο ποσοστό εγγράμματων (90,7%) ανάμεσα στις χώρες της μεσημβρινής Ασίας. Αρχικά Πορτογαλική αποικία, πέρασε στη συνέχεια στους Ολλανδούς για να καταλήξει τελικά στα χέρια της κραταιής Αγγλίας παραμένοντας αποικία του στέμματος και μέλος της Βρετανικής Κοινοπολιτείας μέχρι τις 4 Φεβρουαρίου 1948 που έγινε ανεξάρτητο κράτος.
Για 26 ολόκληρα χρόνια, από το 1983 ως το 2009, και αυτό εξαιτίας της διαιρετικής πολιτικής της Βρετανίας, η χώρα δοκιμαζόταν από ένα μακρόχρονο και βίαιο εμφύλιο πόλεμο, στη διάρκεια του οποίου οι δυνάμεις του στρατού συγκρούονταν με τους ένοπλους αντάρτες της ομάδας «Τίγρεις για την Απελευθέρωση του Ταμίλ Ιλάμ» που διεξήγαγαν εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο για τα δικαιώματα και την ανεξαρτησία της μειονότητας των 4 εκατομμυρίων Ταμίλ. Η οργάνωση αυτή στηρίζεται στους καταπιεσμένους Ταμίλ, ενισχύεται οικονομικά και πολιτικά από τους Ταμίλ της διασποράς. Παράλληλα, έχει τη συμπάθεια και τη στήριξη των δεκάδων εκατομμυρίων Ταμίλ της Ινδίας, οι οποίοι κατοικούν στο κρατίδιο Ταμίλ Ναντού, ακριβώς δίπλα στη Σρι Λάνκα, σε απόσταση λίγων δεκάδων μιλίων. Και η Ινδία αρχικά ήταν ευνοϊκά διατεθειμένη απέναντι στους Τίγρεις Ταμίλ, θεωρώντας ότι η δράση των ανταρτών της επέτρεπε να ασκεί επιρροή στην Σρι Λάνκα. Μάλιστα, από το 1987 έως το 1990, η χώρα αυτή έστελνε εκεί ειρηνευτικό στρατιωτικό σώμα. Αλλά αφενός η κατάρρευση του «υπαρκτού» σοσιαλισμού, που έστρεψε την Ινδία προς τις ΗΠΑ και αφετέρου το γεγονός ότι στις 21 Μαΐου 1989 γυναίκα-καμικάζι των Ταμίλ δολοφόνησε τον Ινδό πρωθυπουργό Ρατζίβ Γκάντι, έφερε την Ινδία σε σύγκρουση με τους αντάρτες. Οι Ινδοί αποχώρησαν έχοντας χάσει 1.200 στρατιώτες. Οι Τίγρεις έχασαν την στήριξη των Ινδών, απέμειναν εντελώς μόνοι στη διεθνή σκηνή, αλλά αντιστάθηκαν για είκοσι ολόκληρα χρόνια ακόμη.
Το τέλος του εμφυλίου είναι μια από τις αιματηρές και ντροπιαστικές σελίδες της ασιατικής και παγκόσμιας ιστορίας. Όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, οι δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές των Ταμίλ, από τον αρχηγό μέχρι τον τελευταίο μαχητή, εκτελέστηκαν, μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες άμαχου πληθυσμού. Όλοι έπεσαν θύματα της τελικής εφόδου του στρατού που βρίσκεται στα χέρια των Σινχαλέζων, της κυρίαρχης εθνότητας της χώρας. Ο αριθμός των προσφύγων Ταμίλ που κατέφυγαν σε άλλες ασιατικές χώρες και κυρίως στην Δυτική Ευρώπη μόνον στο τελευταίο τετράμηνο του πολέμου υπολογίζεται στις 300.000. «Μεγάλη νίκη του πολέμου κατά της τρομοκρατίας», πανηγύριζε η αμερικανική εφημερίδα «Γουόλ Στριτ Τζέρναλ» σε κύριο άρθρο της, καταλήγοντας στο βαθυστόχαστο συμπέρασμα ότι «η συντριβή των τρομοκρατών είναι πιο αποτελεσματική από το να συνομιλεί κανείς μαζί τους». Έτσι και αλλιώς μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, οι ΗΠΑ και η Βρετανία ελέγχοντας ασφυκτικά το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα στραγγάλισαν οικονομικά και τους Τίγρεις Ταμίλ, οι οποίοι σταδιακά έχαναν έδαφος και στα πεδία των μαχών.