Γιώργος Ξ. Ματζουράνης: δυο λόγια οφειλόμενα σε ένα σπουδαίο γείτονα που έφυγε από τη ζωή.
Από τη Μαρίνα Παπαχριστοδούλου.
O Γιώργος Ξ. Mατζουράνης γεννήθηκε στην Αθήνα (1935). Πεζογράφος.
Σπούδασε στο Πάντειο και το Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Έζησε για ένα
διάστημα στην Αφρική, απ' όπου εμπνεύστηκε τα πεζογραφήματα του πρώτου
του βιβλίου, "Σημείον επαφής", (1964), με θέμα τους αγώνες των Aφρικανών
για την ανεξαρτησία τους. Το βιβλίο σημείωσε τότε πέντε εκδόσεις στην
Ελλάδα και στο εξωτερικό. Την ίδια θεματολογία είχαν και τα διηγήματα
της συλλογής «Uhuru-Ελευθερία», που εκδόθηκε λίγους μήνες πριν από την
πτώση της χούντας. Από το 1974 επικέντρωσε τη συγγραφική του
δραστηριότητα στα θέματα του απόδημου Ελληνισμού και ιδιαίτερα των
Ελλήνων της Γερμανίας, ξεκινώντας από τη διδακτορική διατριβή του.
Κυκλοφορούν τα βιβλία του: «Οπου κι αν είμαι, ξένος. Ιστορίες των
γκασταρμπάιτερ» και (ανθολόγηση) «Ανάμεσα σε δύο κόσμους. Συγγραφείς στη
Γερμανία με ελληνικό διαβατήριο» (εκδόσεις Καστανιώτη).Υπεύθυνος ύλης στην εφημερίδα "Η Αυγή" (1974 και για μεγάλο χρονικό διάστημα), στην οποία είχε και την επιμέλεια της φιλολογικής σελίδας. Ήταν μέλος της EΣHEA και της Eταιρείας Συγγραφέων.
Ο Γιώργος Ξ. Ματζουράνης, πέθανε την Κυριακή 27 και η κηδεία του θα γίνει την Τρίτη 29 Αυγούστου 2017 στην Απολλωνία Σίφνου. Στη σύζυγό του, την Ροδιά, το Θύμιο και τα εγγόνια του τα θερμά μας συλλυπητήρια.
Στα τέλη της δεκαετίας του ΄70 έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο με τίτλο «Μας λένε Γκασταρμπάιτερ» (Εκδόσεις Θεμέλιο 1977, εξαντλημένο). Περισσότερο με παρακίνησε να το διαβάσω ο θρύλος που το συνόδευε. Σύμφωνα με αυτόν- και αυτή ήταν η αλήθεια- ο συγγραφέας του, ο Έλληνας δημοσιογράφος Γιώργος Ξ. Ματζουράνης με καταγωγή από ένα αιγαιοπελαγίτικο νησί και μερικά ήδη λογοτεχνικά έργα στο ενεργητικό του, αποφάσισε προκειμένου να το γράψει, να κάνει προσωπική έρευνα. Να υποδυθεί, για μεγάλο χρονικό διάστημα (ο θρύλος έλεγε τρία χρόνια) τον εργάτη μετανάστη στην Γερμανία και να ζήσει από κοντά τις συνθήκες δουλειάς, όλων των μεταναστών Ελλήνων Τούρκων, Ρουμάνων κοκ, τον τρόπο ζωής τους τις διακρίσεις και τις προσβολές που συνόδευαν την καθημερινότητά τους. Διάβασα το βιβλίο μονορούφι. Το βρήκα λογοτεχνικά άρτιο, αλλά κυρίως η περιγραφή της πραγματικότητας ήταν τόσο ρεαλιστική και ζωντανή, τα στοιχεία τόσο τεκμηριωμένα που το βιβλίο έμεινε στη μνήμη μου σαν ένα από καλύτερα του είδους, που έχω διαβάσει. Προσωπικά, που δεν έτυχε να έχουμε στην οικογένεια ούτε μετανάστες ούτε πρόσφυγες, μου έδωσε μια πλήρη εικόνα και για αυτούς, αλλά και για το πώς και κυρίως σε βάρος ποιων, πραγματοποιήθηκε το μεταπολεμικό γερμανικό θαύμα.
Σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα γνώρισα στα Βριλήσσια, μέσα από τη συμμετοχή μου στη Δράση, τη Ροδιά Ματζουράνη, φίλη δική μου και του Cine-Δράση. Συχνά την συνόδευε, αυτή και τα παιδιά της, ένα ζευγάρι ηλικιωμένων: οι γονείς της. Κάποτε συστηθήκαμε και έκτοτε βλεπόμαστε σε εκδηλώσεις πολιτικές και κοινωνικές. Μου έκανε εντύπωση πάντα η γλυκύτητα του ηλικιωμένου ζευγαριού, η φροντίδα του ενός για τον άλλον, η σεμνότητά τους. Για πολλά χρόνια ήξερα ότι ο γείτονας Γιώργος Ματζουράνης ήταν συγγραφέας και δημοσιογράφος, πολλές φορές έκανα κουβέντες μαζί του, αλλά ποτέ δεν τον ταύτισα με το αγαπημένο βιβλίο της νιότης μου. Μέχρι που, περίπου, δύο χρόνια πριν παρακολούθησα στο ΤΥΠΕΤ μια εκδήλωση τιμής στον συγγραφέα και δημοσιογράφο Ματζουράνη, την οποία συνδιοργάνωσε ο δήμος Σίφνου. Εκεί συνειδητοποίησα για πρώτη φορά στα τόσα χρόνια γνωριμίας μας ότι ο άνθρωπος αυτός είχε κάνει τον άθλο να γράψει αυτό το βιβλίο. Η σεμνότητά του με είχε παραπλανήσει. Νόμισα ότι αφού δεν καυχιόταν, δεν είχε και τίποτε να καυχηθεί.
Μετά από αυτή την εκδήλωση ο Γιώργος Ξ. Ματζουράνης, για μένα, πλέον, ο πατέρας της Ροδιάς, έρχεται στο νου μου με διάφορες αφορμές. Τον θυμάμαι όταν βλέπω δημοσιογράφους, από την ασφάλεια του γραφείου τους, να μεταδίδουν ειδήσεις που ποτέ δεν έχουν διασταυρώσει και τις παρουσιάζουν ως πέρα για πέρα αληθινές, ενώ σε σύντομο διάστημα αποδεικνύονται ολοκληρωτικά κατασκευασμένες. Τον θυμάμαι όταν βλέπω ατάλαντους συγγραφείς του ενός βιβλίου, ή και πολλών ανέμπνευστων, να κομπορρημονούν και να αυτοθαυμάζονται στα τηλεοπτικά παράθυρα και τα ραδιοφωνικά στούντιο, θεωρώντας ότι έχουν γράψει αριστουργήματα σαν τον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις. Τον θυμάμαι όταν βλέπω ανθρώπους του πολιτισμού να μην έχουν το σθένος να μιλήσουν για τα κακώς κείμενα. Βλέπετε ο τρόπος δουλειάς του, το σθένος του και η σεμνότητά του είναι είδη που κινδυνεύουν να εξαφανιστούν. Δεν πουλάνε.
Λίγα για το βιβλίο «Μας λένε Γκασταμπάιτερ»
(Από το έβδομο μέρος του προλόγου)
«Η οικονομική κρίση που ξέσπασε από τις αρχές του 1974 και τα μέτρα που πάρθηκαν είχαν σοβαρές επιπτώσεις στη ζωή των μεταναστών. Η εργατική τους θέση έγινε ακόμα πιο αβέβαιη, η άδεια παραμονής πιο δύσκολη, η συμβίωση με τους Γερμανούς συναδέλφους τους πιο υπονομευμένη και εύθραυστη. Οι εργοδότες και όσοι ενδιαφέρονταν να διατηρήσουν τους ξένους εργαζόμενους σαν ένα εφεδρικό στρατό έτοιμο να υπηρετήσει πιστά και χωρίς απαιτήσεις τη γερμανική βιομηχανία, αλλά επίσης και σαν μέτρο πίεσης και αντιπαράθεσης στους διεκδικητικούς αγώνες των Γερμανών εργατών, το πέτυχαν σε σημαντικό βαθμό. Η έντονη καταπίεση, η απειλή της απόλυσης και της απέλασης, η πικρή εμπειρία για το τι θα αντιμετωπίσουν σε μιαν ενδεχόμενη αναγκαστική επιστροφή στις πατρίδες τους αποτελούν έναν εξαιρετικά μοντέρνο αλλά και εξίσου απάνθρωπο μηχανισμό εξουθένωσης και ουδετεροποίησης των ξένων. Οι βιομήχανοι επιθυμούσαν να εισάγουν από τις εξελισσόμενες και τις υποανάπτυκτες χώρες εξαρτήματα των μηχανών τους και όχι ανθρώπους. Η προσαρμογή όμως των ξένων μετά δέκα χρόνια παραμονής και η συνειδητοποίηση από Γερμανούς και αλλοδαπούς των κοινών συμφερόντων και της ανάγκης των κοινών αγώνων εκδηλώθηκε έντονα ιδιαίτερα στην περίοδο 1971-1973. Αυτή την ελάχιστη προσαρμογή και τη συνειδητοποίηση επιχείρησαν να σπάσουν με τα νέα μέτρα που τρομοκράτησαν τους ξένους εργάτες, αλλά και με την προπαγάνδα προς τους Γερμανούς για το βάρος που προσθέτουν οι ξένοι στη γερμανική οικονομία».