Το ιστορικό μάθημα που μας δίδαξε η γενιά του 1940
Είναι ότι τις επιθυμίες μας πρέπει να τις ρυθμίζουν οι αξίες της ατομικής, συλλογικής, εθνικής αξιοπρέπειας».
Αν η Ελλάδα δεν καταποντίστηκε στον τρικυμιώδη 20ό αιώνα και άντεξε την ολέθρια ήττα του 1922, την τριπλή κατοχή του 1940-1944, τον εμφύλιο του 1944-1949, την απριλιανή δικτατορία και τη συνακόλουθη απώλεια της μισής Κύπρου του 1967-1974, το οφείλει σε πολύ μεγάλο βαθμό στη σύνεση, τον κοινό νου και τη μετριοπάθεια της γενιάς του '40 που αντιστάθηκε με γενναιότητα εν ονόματι ενός νηφάλιου και χαμηλόφωνου ανθρωπισμού της καθημερινής πράξης στον μισάνθρωπο παροξυσμό και φανατισμό μιας ιδεολογίας της ακρότητας, η οποία οδήγησε στον αφανισμό δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων στην Ευρώπη και εκατοντάδων χιλιάδων στην πατρίδα μας.
Αυτό που αξίζει να διαπιστώσουμε όλοι σήμερα και όποιος παρακολουθεί τα σχόλια του σύγχρονου γερμανικού Τύπου, (ο οποίος έχει απολέσει κάθε μέτρο σε ότι αφορά την ελληνική κρίση), μπορεί να ανιχνεύσει σε αυτές τις θεωρίες, κάποιες από τις ιδεοληψίες που τροφοδοτούν σήμερα τα σχόλια του XΧίτλερ και από την άποψη αυτή (και στον βαθμό που δεν χρησιμοποιείται για να υποβαθμιστεί η δική μας πρωταρχική βαρύτατη ευθύνη για τη σημερινή κατάστασή μας), η υπενθύμιση από τους Νεοέλληνες του ναζιστικού παρελθόντος των Γερμανών δεν είναι, φοβάμαι, εντελώς άστοχη.
Πάντως,σήμερα που οι νοσηρές φυλετικές προκαταλήψεις και οι επονείδιστες συνέπειές τους αποτελούν μέρος της καθημερινής ειδησεογραφίας και στη χώρα μας, έχει σημασία να τονίσουμε, ότι η αντίσταση, με λόγο και με έργο, εναντίον της ναζιστικής βαρβαρότητας δεν ήταν μόνο πράξη άμυνας και επιβίωσης. Ήταν πάνω και πριν απ' όλα η προάσπιση ενός αξιακού συστήματος που βρισκόταν σε μετωπική αντίθεση με την αυθαιρεσία, τον σκοταδισμό και τον ολοκληρωτισμό.
Ενδέχεται, συγκρινόμενη με τη γενιά του 1940, η εποχή μας να μοιάζει με το «σιδηρούν γένος»,την έσχατη βαθμίδα της ευρύτερης κατιούσας κλίμακας των πέντε γενών της ανθρωπότητας,όμως απέναντι στη φαντασίωση απόδρασης από αυτή την παρακμιακή εποχή, υπάρχει μια αμετακίνητη πραγματικότητα: είμαστε αναγκαστικά ένοικοι μιας και μόνης εποχής, της δικής μας, και σ' αυτήν μόνο μπορούμε και οφείλουμε να ζήσουμε.
Σήμερα λοιπόν, που στεκόμαστε σχεδόν αδύναμοι απέναντι στις δυνάμεις της κοσμικής αταξίας και ιδιαίτερα απέναντι στον Μαμμωνά των αγορών, μπορούμε να αντλήσουμε ελπίδα από το παράδειγμα της γενιάς του 1940. Το 1940 και η γενιά του δεν είναι μόνο έπος και ηρωισμός αλλά και βιωμένη φιλοσοφία.
Μπορεί εμείς οι νεότεροι, ελεύθεροι από τον ζυγό της βιωματικής ανάγκης, να ταυτίζουμε τις αξίες με τις ανθρώπινες επιθυμίες μας, με την ευμάρεια ή την άκριτη ευζωία.
Στον αντίποδα όμως της λαχτάρας «να περνάμε καλά», που κυριάρχησε τις τελευταίες δεκαετίες στον τόπο μας, οφείλουμε να προτάξουμε τις αξίες που σφυρηλάτησαν οι μικροί και μεγάλοι πρωταγωνιστές του '40, άνθρωποι όλων των τάξεων, ασυμβίβαστοι ανάμεσα σε ζωή και θάνατο.
Το έπος του'40 εκτιμώ ότι είναι ο τελευταίος μεγάλος "λόγος" του ελληνισμού, ο πιο κοντινός σε εμάς τους σημερινούς νεοέλληνες, ο οποίος θα μπορούσε να εμπνέει, να κινητοποιεί έναν λαό σε συνθήκες όπως οι σημερινές και να τον οδηγήσει σε μια νέα, απαραίτητη για την επιβίωσή του, συλλογικότητα μέσα από την Αλληλέγγυα σκέψη και την άσβεστη μνήμη.
Β.ΑΡΣΕΝΗ-ΛΑΜΠΡΟΥ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΟΚΠΑΔΒ
Αν η Ελλάδα δεν καταποντίστηκε στον τρικυμιώδη 20ό αιώνα και άντεξε την ολέθρια ήττα του 1922, την τριπλή κατοχή του 1940-1944, τον εμφύλιο του 1944-1949, την απριλιανή δικτατορία και τη συνακόλουθη απώλεια της μισής Κύπρου του 1967-1974, το οφείλει σε πολύ μεγάλο βαθμό στη σύνεση, τον κοινό νου και τη μετριοπάθεια της γενιάς του '40 που αντιστάθηκε με γενναιότητα εν ονόματι ενός νηφάλιου και χαμηλόφωνου ανθρωπισμού της καθημερινής πράξης στον μισάνθρωπο παροξυσμό και φανατισμό μιας ιδεολογίας της ακρότητας, η οποία οδήγησε στον αφανισμό δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων στην Ευρώπη και εκατοντάδων χιλιάδων στην πατρίδα μας.
Αυτό που αξίζει να διαπιστώσουμε όλοι σήμερα και όποιος παρακολουθεί τα σχόλια του σύγχρονου γερμανικού Τύπου, (ο οποίος έχει απολέσει κάθε μέτρο σε ότι αφορά την ελληνική κρίση), μπορεί να ανιχνεύσει σε αυτές τις θεωρίες, κάποιες από τις ιδεοληψίες που τροφοδοτούν σήμερα τα σχόλια του XΧίτλερ και από την άποψη αυτή (και στον βαθμό που δεν χρησιμοποιείται για να υποβαθμιστεί η δική μας πρωταρχική βαρύτατη ευθύνη για τη σημερινή κατάστασή μας), η υπενθύμιση από τους Νεοέλληνες του ναζιστικού παρελθόντος των Γερμανών δεν είναι, φοβάμαι, εντελώς άστοχη.
Πάντως,σήμερα που οι νοσηρές φυλετικές προκαταλήψεις και οι επονείδιστες συνέπειές τους αποτελούν μέρος της καθημερινής ειδησεογραφίας και στη χώρα μας, έχει σημασία να τονίσουμε, ότι η αντίσταση, με λόγο και με έργο, εναντίον της ναζιστικής βαρβαρότητας δεν ήταν μόνο πράξη άμυνας και επιβίωσης. Ήταν πάνω και πριν απ' όλα η προάσπιση ενός αξιακού συστήματος που βρισκόταν σε μετωπική αντίθεση με την αυθαιρεσία, τον σκοταδισμό και τον ολοκληρωτισμό.
Ενδέχεται, συγκρινόμενη με τη γενιά του 1940, η εποχή μας να μοιάζει με το «σιδηρούν γένος»,την έσχατη βαθμίδα της ευρύτερης κατιούσας κλίμακας των πέντε γενών της ανθρωπότητας,όμως απέναντι στη φαντασίωση απόδρασης από αυτή την παρακμιακή εποχή, υπάρχει μια αμετακίνητη πραγματικότητα: είμαστε αναγκαστικά ένοικοι μιας και μόνης εποχής, της δικής μας, και σ' αυτήν μόνο μπορούμε και οφείλουμε να ζήσουμε.
Σήμερα λοιπόν, που στεκόμαστε σχεδόν αδύναμοι απέναντι στις δυνάμεις της κοσμικής αταξίας και ιδιαίτερα απέναντι στον Μαμμωνά των αγορών, μπορούμε να αντλήσουμε ελπίδα από το παράδειγμα της γενιάς του 1940. Το 1940 και η γενιά του δεν είναι μόνο έπος και ηρωισμός αλλά και βιωμένη φιλοσοφία.
Μπορεί εμείς οι νεότεροι, ελεύθεροι από τον ζυγό της βιωματικής ανάγκης, να ταυτίζουμε τις αξίες με τις ανθρώπινες επιθυμίες μας, με την ευμάρεια ή την άκριτη ευζωία.
Στον αντίποδα όμως της λαχτάρας «να περνάμε καλά», που κυριάρχησε τις τελευταίες δεκαετίες στον τόπο μας, οφείλουμε να προτάξουμε τις αξίες που σφυρηλάτησαν οι μικροί και μεγάλοι πρωταγωνιστές του '40, άνθρωποι όλων των τάξεων, ασυμβίβαστοι ανάμεσα σε ζωή και θάνατο.
Το έπος του'40 εκτιμώ ότι είναι ο τελευταίος μεγάλος "λόγος" του ελληνισμού, ο πιο κοντινός σε εμάς τους σημερινούς νεοέλληνες, ο οποίος θα μπορούσε να εμπνέει, να κινητοποιεί έναν λαό σε συνθήκες όπως οι σημερινές και να τον οδηγήσει σε μια νέα, απαραίτητη για την επιβίωσή του, συλλογικότητα μέσα από την Αλληλέγγυα σκέψη και την άσβεστη μνήμη.
Β.ΑΡΣΕΝΗ-ΛΑΜΠΡΟΥ
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΟΚΠΑΔΒ