Οι Ζωές των Άλλων. Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 8.15 μμ στο ΤΥΠΕΤ από το Cine-Δράση.
Ένα στιβαρό κοινωνικοπολιτικό δράμα χαρακτήρων, θρίλερ και μαζί ερωτική ιστορία, που καταγγέλλει τον παραλογισμό της κρατικής εξουσίας και υμνεί την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Διάφορα ιστορικά γεγονότα, απολυταρχικά καθεστώτα, στέρηση ελευθερίας, πολιτικές συνωμοσίες, πλεκτάνες πολιτικών σε βάρος πολιτών συνδυάζονται αρμονικά και με ειλικρίνεια σε μια από τις συγκλονιστικότερες κινηματογραφικές εμπειρίες των τελευταίων χρόνων.
1984. Σύμφωνα με το σενάριο βρισκόμαστε στο Ανατολικό Βερολίνο, πρωτεύουσα τότε της, ανύπαρκτης σήμερα, Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ). Ελάχιστος ιστορικός χρόνος μας χωρίζει από την πλήρη και οριστική κατάρρευση των καθεστώτων που επικράτησε να αποκαλούνται «υπαρκτός σοσιαλισμός». Όσα αποκαλύφθηκαν, κυρίως εκ των υστέρων, ότι καθόριζαν την καθημερινότητα των πολιτών στις χώρες στις οποίες εγκαθιδρύθηκαν τέτοιου είδους καθεστώτα, μας οδηγούν στο βέβαιο συμπέρασμα ότι προφανώς και οι κοινωνίες τους δεν μπορούν να θεωρηθούν κοινωνίες δικαίου, ελευθερίας, ισότητας και δημοκρατίας. Κάτι άλλο έγινε εκεί. Κάπου στην πορεία, μετά την ολιγόχρονη αρχική ανάταση, χάθηκε ο στόχος και μετατράπηκαν σε ιδιότυπα αυταρχικά καθεστώτα. Το γιατί και το πώς είναι πολύ νωρίς να το κρίνει και η ίδια η ιστορία, πολύ περισσότερο οι άνθρωποι που τα έζησαν ακόμα βασανίζονται από ζωντανά τραύματα και πάθη.
Το σίγουρο είναι ότι όλες αυτές οι κοινωνίες χαρακτηρίζονταν από μια μεγαλειώδη αντίφαση, έναν δικό τους συνδυασμό θετικών και αρνητικών χαρακτηριστικών. Από τη μια υπήρχε εξασφάλιση βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων όπως το δικαίωμα στην εργασία, την παιδεία την υγεία κλπ. Αν και οι περισσότερες από αυτές διακρίνονταν για στασιμότητα στην ανάπτυξη, δεν υπήρχε πρακτικά ανεργία, η μόρφωση, η πρόληψη και η νοσηλεία ήταν δημόσια αγαθά στα οποία είχαν πρόσβαση όλοι ανεξαιρέτως οι πολίτες. Παράλληλα κυριαρχούσε διάχυτος αυταρχισμός και αστυνομοκρατία, που περιλάμβανε πλείστες όσες απαγορεύσεις, μερικές από τις οποίες ήταν έως απάνθρωπες (όπως πχ η απαγόρευση επικοινωνίας με συγγενείς που είχαν διαφύγει στο εξωτερικό ή στην περίπτωση της Γερμανίας, ο αυθαίρετος, διαμελισμός της που κυριολεκτικά κατέστρεψε κοινωνικούς δεσμούς και διέλυσε οικογένειες, που βρέθηκαν ετσιθελικά και σε μια νύχτα να κατοικούν στην «άλλη», την «αντίπαλη» όχθη). Η αυταρχική διακυβέρνηση υποστηρίζονταν από ένα πολύ καλά οργανωμένο και πολυπληθές σύστημα παρακολούθησης και συλλογής στοιχείων για τους πολίτες εκείνους που για κάποιο λόγο, υπαρκτό ή ανύπαρκτο, οι κρατούντες υποψιάζονταν ότι στη δοσμένη στιγμή ή και μελλοντικά μπορούσαν να μετατραπούν σε «εχθρούς του λαού». Αυτό το σύστημα παρακολούθησης ήταν ιδιαίτερα οργανωμένο στην ΛΔΓ, τόσο που σήμερα η «Στάζι», η μυστική υπηρεσία πληροφοριών αυτής της χώρας, θεωρείται συνώνυμη της εισβολής της εξουσίας στην προσωπική ζωή των ανθρώπων, κατασκόπευσης όλων των δραστηριοτήτων τους και καταπάτησης κάθε ατομικού δικαιώματος.
Η δράση της Στάζι έδωσε την αφορμή στον σκηνοθέτη Florian Henckel von Donnersmarck να δημιουργήσει την ταινία « Οι ζωές των άλλων». Στο στόχαστρο της υπηρεσίας αυτή τη φορά μπαίνει ένα ζευγάρι καλλιτεχνών. Εκείνος είναι ο Γκιοργκ Ντράιμαν, ένας πολίτης υπεράνω πάσης υποψίας, ο πιο τιμημένος και δημοφιλής θεατρικός συγγραφέας, που πιστεύει στον κομμουνισμό και τον τρόπο που αυτός υλοποιείται στη χώρα του. Έρχεται όμως η στιγμή που οι φιλοκαθεστωτικές αντιλήψεις του αμφισβητούνται. Οι έντονες υποψίες σε βάρος του, τροφοδοτούνται όχι από στοιχεία, αλλά από μια αίσθηση ότι τα πάντα σε αυτόν δείχνουν πολύ άψογα και η υποταγή του στο καθεστώς πολύ στρογγυλεμένη και άνετη για να είναι αληθινή. Εκείνη είναι μια όμορφη καταξιωμένη ηθοποιός, εξαρτημένη από παράνομα φάρμακα, με μεγάλη αγάπη για το επάγγελμά της. Είναι ερωτευμένη με τον συγγραφέα αλλά τα πάθη της την κάνουν ερωμένη, κατά καιρούς και με το ζόρι(;), ενός υψηλόβαθμου κυβερνητικού στελέχους, που της εξασφαλίζει προστασία. Όταν οι καταστάσεις την υποχρεώνουν να επιλέξει σύντροφο και εγκαταλείπει το στέλεχος, η εκδικητικότητα του πρώην εραστή της ενισχύει και επισπεύδει τις διαδικασίες παρακολούθησης του συγγραφέα. Παρακολούθηση που αποκαλύπτει ότι οι υποψίες σε βάρος του είναι βάσιμες, καθόσον αυτός έχει όντως επαναστατήσει εναντίον του καθεστώτος και προτίθεται να στείλει στη Δύση μανιφέστο με το οποίο στιγματίζει τα κακώς κείμενα στη χώρα του.
Το πάζλ των χαρακτήρων συμπληρώνουν ο αυταρχικός διοικητής της Στάζι, ταξίαρχος Γκρούμπιτζ και ο πράκτορας Γκερντ Βίσλερ, που παίρνει την εντολή, να οργανώσει επιχείρηση παρακολούθησης νυχθημερόν και με πάσης φύσεως κοριούς, κάθε πλευράς της ζωής του συγγραφέα. Ο χαρακτήρας του πράκτορα είναι ο πλέον τραγικός της ταινίας. Βιώνει απίστευτες εσωτερικές ανατροπές και συγκρούσεις, ταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα στο καθήκον και τα αισθήματα του. Παιδί του συστήματος και των μηχανισμών του, μεγαλωμένος με τα ιδεώδη του, αρχίζει να γοητεύεται από την ειλικρίνεια των λόγων του υπόπτου. Όταν αυτός λυγάει μπροστά στην αυτοκτονία ενός απογοητευμένου φίλου και συναδέλφου του και την διαπίστωση ότι η χώρα του είχε υψηλότατο ποσοστό αυτοχείρων και η ηθοποιός συλλαμβάνεται και ανακρίνεται, αυτός συναισθάνεται τον παραλογισμό όσων συμβαίνουν γύρω του και προσπαθεί να προστατεύσει το ζευγάρι και τον έρωτα του, παραχαράσσοντας τα πρακτικά της παρακολούθησης, «προδίδοντας» και αυτός με τη σειρά του την πατρίδα του.
Το σενάριο είναι καταπέλτης, εμπεριέχει πολλά στοιχεία τραγικότητας, σκιαγραφεί αντικειμενικά τον ψυχολογικό κόσμο των χαρακτήρων και την ψυχοσύνθεση ενός ολόκληρου λαού. Η δυνατή και άρτια σκηνοθεσία του, γεννημένου το 1973 στην Κολωνία και μεγαλωμένου στη Νέα Υόρκη, Florian Henckel von Donnersmarck μετατρέπει τους ήρωές του σε σύμβολα μιας ολόκληρης εποχής. Οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών είναι εξαιρετικές και, δίχως να καταφεύγουν σε φτηνούς μελοδραματισμούς, κερδίζουν για λογαριασμό των ηρώων που υποδύονται την συμπάθεια του θεατή. Ξεχωρίζει η κορυφαία Γερμανίδα ηθοποιός Martina Gedeck και ο Ulrich Muehe (δυστυχώς πέθανε ένα χρόνο μετά την ολοκλήρωση της ταινίας, πριν καλά- καλά γνωρίσει την επιτυχία της) στο ρόλο του αμφίθυμου πράκτορα. Η έντονη εκφραστικότητα του αποτυπώνει ζωηρά το διαρκή εσωτερικό του πόλεμο, ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες που τα λόγια του είναι περιορισμένα. Η ταινία ήταν η πρώτη και παραμένει μέχρι σήμερα η τελευταία που πήρε άδεια να γυριστεί στα αρχηγεία της Στάζι, όπου και βρίσκονται τα αρχεία της. Οι γυρισμένες στην καρδιά αυτού του γιγαντιαίου συστήματος αρχειοθέτησης σκηνές, αποτυπώνουν ρεαλιστικά το κλίμα της εποχής και δημιουργούν στον θεατή την αίσθηση του αυτόπτη μάρτυρα.
Η ταινία απέσπασε τα περισσότερα των κρατικών βραβείων της Γερμανίας, έσπασε εκεί κάθε προηγούμενο ρεκόρ εισιτηρίων, αγαπήθηκε από το κοινό σε όλο τον κόσμο, κατέκτησε 75 διακρίσεις και είχε επιπλέον 34 υποψηφιότητες σε κορυφαίες διοργανώσεις. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τα Βραβεία Όσκαρ, Σεζάρ και ΒΑΦΤΑ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και τα Βραβεία Καλύτερης Ταινίας, Σεναρίου και Καλύτερου Ηθοποιού για τον Ulrich Muhe, στα European Film Awards.
Γερμανια, 2006. Διάρκεια: 137'. Σκηνοθεσία-Σενάριο : Florian Henckel von Donnersmarck. Πρωταγωνιστούν: Martina Gedeck, Ulrich Muhe, Sebastian Koch, Ulrich Tukur, Thomas Thieme. Μουσική: Gabriel Yared Y. Φωτογραφία: Hagen Bogdanski.
1984. Σύμφωνα με το σενάριο βρισκόμαστε στο Ανατολικό Βερολίνο, πρωτεύουσα τότε της, ανύπαρκτης σήμερα, Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ). Ελάχιστος ιστορικός χρόνος μας χωρίζει από την πλήρη και οριστική κατάρρευση των καθεστώτων που επικράτησε να αποκαλούνται «υπαρκτός σοσιαλισμός». Όσα αποκαλύφθηκαν, κυρίως εκ των υστέρων, ότι καθόριζαν την καθημερινότητα των πολιτών στις χώρες στις οποίες εγκαθιδρύθηκαν τέτοιου είδους καθεστώτα, μας οδηγούν στο βέβαιο συμπέρασμα ότι προφανώς και οι κοινωνίες τους δεν μπορούν να θεωρηθούν κοινωνίες δικαίου, ελευθερίας, ισότητας και δημοκρατίας. Κάτι άλλο έγινε εκεί. Κάπου στην πορεία, μετά την ολιγόχρονη αρχική ανάταση, χάθηκε ο στόχος και μετατράπηκαν σε ιδιότυπα αυταρχικά καθεστώτα. Το γιατί και το πώς είναι πολύ νωρίς να το κρίνει και η ίδια η ιστορία, πολύ περισσότερο οι άνθρωποι που τα έζησαν ακόμα βασανίζονται από ζωντανά τραύματα και πάθη.
Το σίγουρο είναι ότι όλες αυτές οι κοινωνίες χαρακτηρίζονταν από μια μεγαλειώδη αντίφαση, έναν δικό τους συνδυασμό θετικών και αρνητικών χαρακτηριστικών. Από τη μια υπήρχε εξασφάλιση βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων όπως το δικαίωμα στην εργασία, την παιδεία την υγεία κλπ. Αν και οι περισσότερες από αυτές διακρίνονταν για στασιμότητα στην ανάπτυξη, δεν υπήρχε πρακτικά ανεργία, η μόρφωση, η πρόληψη και η νοσηλεία ήταν δημόσια αγαθά στα οποία είχαν πρόσβαση όλοι ανεξαιρέτως οι πολίτες. Παράλληλα κυριαρχούσε διάχυτος αυταρχισμός και αστυνομοκρατία, που περιλάμβανε πλείστες όσες απαγορεύσεις, μερικές από τις οποίες ήταν έως απάνθρωπες (όπως πχ η απαγόρευση επικοινωνίας με συγγενείς που είχαν διαφύγει στο εξωτερικό ή στην περίπτωση της Γερμανίας, ο αυθαίρετος, διαμελισμός της που κυριολεκτικά κατέστρεψε κοινωνικούς δεσμούς και διέλυσε οικογένειες, που βρέθηκαν ετσιθελικά και σε μια νύχτα να κατοικούν στην «άλλη», την «αντίπαλη» όχθη). Η αυταρχική διακυβέρνηση υποστηρίζονταν από ένα πολύ καλά οργανωμένο και πολυπληθές σύστημα παρακολούθησης και συλλογής στοιχείων για τους πολίτες εκείνους που για κάποιο λόγο, υπαρκτό ή ανύπαρκτο, οι κρατούντες υποψιάζονταν ότι στη δοσμένη στιγμή ή και μελλοντικά μπορούσαν να μετατραπούν σε «εχθρούς του λαού». Αυτό το σύστημα παρακολούθησης ήταν ιδιαίτερα οργανωμένο στην ΛΔΓ, τόσο που σήμερα η «Στάζι», η μυστική υπηρεσία πληροφοριών αυτής της χώρας, θεωρείται συνώνυμη της εισβολής της εξουσίας στην προσωπική ζωή των ανθρώπων, κατασκόπευσης όλων των δραστηριοτήτων τους και καταπάτησης κάθε ατομικού δικαιώματος.
Η δράση της Στάζι έδωσε την αφορμή στον σκηνοθέτη Florian Henckel von Donnersmarck να δημιουργήσει την ταινία « Οι ζωές των άλλων». Στο στόχαστρο της υπηρεσίας αυτή τη φορά μπαίνει ένα ζευγάρι καλλιτεχνών. Εκείνος είναι ο Γκιοργκ Ντράιμαν, ένας πολίτης υπεράνω πάσης υποψίας, ο πιο τιμημένος και δημοφιλής θεατρικός συγγραφέας, που πιστεύει στον κομμουνισμό και τον τρόπο που αυτός υλοποιείται στη χώρα του. Έρχεται όμως η στιγμή που οι φιλοκαθεστωτικές αντιλήψεις του αμφισβητούνται. Οι έντονες υποψίες σε βάρος του, τροφοδοτούνται όχι από στοιχεία, αλλά από μια αίσθηση ότι τα πάντα σε αυτόν δείχνουν πολύ άψογα και η υποταγή του στο καθεστώς πολύ στρογγυλεμένη και άνετη για να είναι αληθινή. Εκείνη είναι μια όμορφη καταξιωμένη ηθοποιός, εξαρτημένη από παράνομα φάρμακα, με μεγάλη αγάπη για το επάγγελμά της. Είναι ερωτευμένη με τον συγγραφέα αλλά τα πάθη της την κάνουν ερωμένη, κατά καιρούς και με το ζόρι(;), ενός υψηλόβαθμου κυβερνητικού στελέχους, που της εξασφαλίζει προστασία. Όταν οι καταστάσεις την υποχρεώνουν να επιλέξει σύντροφο και εγκαταλείπει το στέλεχος, η εκδικητικότητα του πρώην εραστή της ενισχύει και επισπεύδει τις διαδικασίες παρακολούθησης του συγγραφέα. Παρακολούθηση που αποκαλύπτει ότι οι υποψίες σε βάρος του είναι βάσιμες, καθόσον αυτός έχει όντως επαναστατήσει εναντίον του καθεστώτος και προτίθεται να στείλει στη Δύση μανιφέστο με το οποίο στιγματίζει τα κακώς κείμενα στη χώρα του.
Το πάζλ των χαρακτήρων συμπληρώνουν ο αυταρχικός διοικητής της Στάζι, ταξίαρχος Γκρούμπιτζ και ο πράκτορας Γκερντ Βίσλερ, που παίρνει την εντολή, να οργανώσει επιχείρηση παρακολούθησης νυχθημερόν και με πάσης φύσεως κοριούς, κάθε πλευράς της ζωής του συγγραφέα. Ο χαρακτήρας του πράκτορα είναι ο πλέον τραγικός της ταινίας. Βιώνει απίστευτες εσωτερικές ανατροπές και συγκρούσεις, ταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα στο καθήκον και τα αισθήματα του. Παιδί του συστήματος και των μηχανισμών του, μεγαλωμένος με τα ιδεώδη του, αρχίζει να γοητεύεται από την ειλικρίνεια των λόγων του υπόπτου. Όταν αυτός λυγάει μπροστά στην αυτοκτονία ενός απογοητευμένου φίλου και συναδέλφου του και την διαπίστωση ότι η χώρα του είχε υψηλότατο ποσοστό αυτοχείρων και η ηθοποιός συλλαμβάνεται και ανακρίνεται, αυτός συναισθάνεται τον παραλογισμό όσων συμβαίνουν γύρω του και προσπαθεί να προστατεύσει το ζευγάρι και τον έρωτα του, παραχαράσσοντας τα πρακτικά της παρακολούθησης, «προδίδοντας» και αυτός με τη σειρά του την πατρίδα του.
Το σενάριο είναι καταπέλτης, εμπεριέχει πολλά στοιχεία τραγικότητας, σκιαγραφεί αντικειμενικά τον ψυχολογικό κόσμο των χαρακτήρων και την ψυχοσύνθεση ενός ολόκληρου λαού. Η δυνατή και άρτια σκηνοθεσία του, γεννημένου το 1973 στην Κολωνία και μεγαλωμένου στη Νέα Υόρκη, Florian Henckel von Donnersmarck μετατρέπει τους ήρωές του σε σύμβολα μιας ολόκληρης εποχής. Οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών είναι εξαιρετικές και, δίχως να καταφεύγουν σε φτηνούς μελοδραματισμούς, κερδίζουν για λογαριασμό των ηρώων που υποδύονται την συμπάθεια του θεατή. Ξεχωρίζει η κορυφαία Γερμανίδα ηθοποιός Martina Gedeck και ο Ulrich Muehe (δυστυχώς πέθανε ένα χρόνο μετά την ολοκλήρωση της ταινίας, πριν καλά- καλά γνωρίσει την επιτυχία της) στο ρόλο του αμφίθυμου πράκτορα. Η έντονη εκφραστικότητα του αποτυπώνει ζωηρά το διαρκή εσωτερικό του πόλεμο, ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες που τα λόγια του είναι περιορισμένα. Η ταινία ήταν η πρώτη και παραμένει μέχρι σήμερα η τελευταία που πήρε άδεια να γυριστεί στα αρχηγεία της Στάζι, όπου και βρίσκονται τα αρχεία της. Οι γυρισμένες στην καρδιά αυτού του γιγαντιαίου συστήματος αρχειοθέτησης σκηνές, αποτυπώνουν ρεαλιστικά το κλίμα της εποχής και δημιουργούν στον θεατή την αίσθηση του αυτόπτη μάρτυρα.
Η ταινία απέσπασε τα περισσότερα των κρατικών βραβείων της Γερμανίας, έσπασε εκεί κάθε προηγούμενο ρεκόρ εισιτηρίων, αγαπήθηκε από το κοινό σε όλο τον κόσμο, κατέκτησε 75 διακρίσεις και είχε επιπλέον 34 υποψηφιότητες σε κορυφαίες διοργανώσεις. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά τα Βραβεία Όσκαρ, Σεζάρ και ΒΑΦΤΑ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας και τα Βραβεία Καλύτερης Ταινίας, Σεναρίου και Καλύτερου Ηθοποιού για τον Ulrich Muhe, στα European Film Awards.
Γερμανια, 2006. Διάρκεια: 137'. Σκηνοθεσία-Σενάριο : Florian Henckel von Donnersmarck. Πρωταγωνιστούν: Martina Gedeck, Ulrich Muhe, Sebastian Koch, Ulrich Tukur, Thomas Thieme. Μουσική: Gabriel Yared Y. Φωτογραφία: Hagen Bogdanski.