Η Ορθοδοξία στον 20ό αιώνα.
Σχέση μεταξύ θρησκευτικής και πολιτισμικής ταυτότητας και το ερώτημα για τη δυνατότητα συνύπαρξης των διαφόρων κοινοτήτων.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η επαφή του Χριστιανισμού με το Ισλάμ έλκει την καταγωγή της από τα βάθη της ιστορίας. Μέσα από τη μελέτη και την ανάλυση των ιστορικών στοιχείων γίνεται αμέσως αντιληπτή η ιστορική συνάντηση των δύο θρησκειών σε κοινές γεωγραφικές περιοχές (Μέση Ανατολή και Μεσόγειος Θάλασσα). Σε αυτές τις γεωγραφικές περιοχές διαδόθηκαν, αναπτύχθηκαν και λατρεύτηκαν οι δύο θρησκείες από τις διάφορες πληθυσμιακές ομάδες όπου κατοικούσαν σε αυτό το χώρο. Εντός ενός ρευστού περιβάλλοντος, όπου ο Χριστιανισμός και ο Μουσουλμανισμός επηρεάζονταν από τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, ήταν λογικό να υπάρξουν εντάσεις και συγκρούσεις μέσα σε μια ασταθή κοινωνιολογικά κατάσταση.
Και οι δύο θρησκείες στηρίζονται στη βιωματική κατάσταση και αυτή συνδέεται με τις διάφορες κοινωνικές διεργασίες που απορρέουν από την πίστη και το βίωμα. Δημιουργείται έτσι μία σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ τους. «Από διαφορετική οπτική εξετάζεται η σχέση χριστιανών και μουσουλμάνων στο Βυζάντιο και στο κράτος του Χαλιφάτου και από διαφορετική θέαση η Οθωμανική Αυτοκρατορία καθώς υπήρξαν σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους». (Βλ. Αδραχτάς, Αγγ. Βαλλιανάτος, Σωτ. Δεσπώτης, Πάτρα 2008).
Στα μέσα του 20ου αι. εμφανίσθηκαν οι πρώτες προσπάθειες για τη δημιουργία σχέσεων ανάμεσα στον Χριστιανισμό και το Ισλάμ από απόπειρες κυρίως του δυτικού κόσμου. Ο λόγος ήταν η επαφή του Χριστιανισμού της Δύσης με το Ισλάμ της Ανατολής καθώς πολλοί μετανάστες μουσουλμάνοι εγκαταστάθηκαν στη Δύση κουβαλώντας μαζί τους τις συνήθειες, την πίστη και τα έθιμά τους. «Οι μουσουλμάνοι μαζί με τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις έφεραν και τις εθνικές τους ιδιαιτερότητες». (Ε.Α. Βαρελλά - Αρχιμ. Γ. Παπαθωμάς, Πάτρα 2001). Έτσι ξεκίνησε ένας διάλογος με συναντήσεις των εκπροσώπων των δύο θρησκειών στη Γενεύη (1969, 1980), στη Βηρυτό (1977) και την Κόρντοβα (1979). Οι δυτικοί θεολόγοι προσπαθούν να εντοπίσουν κοινά στοιχεία μεταξύ των δύο θρησκειών αλλά και της καθεμιάς με την επιστήμη και την κοινωνία.
Στην εργασία μας θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε και ν’ αναλύσουμε την άποψη του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου για τις σχέσεις και τον διάλογο που έχει αναπτυχθεί ανάμεσα στις δύο θρησκείες. Θα παραθέσουμε και τις απόψεις των Κέλσου και Χάντινγκτον για το ίδιο θέμα με σκοπό να επισημάνουμε τις διαφορές αλλά και τις συγκλίσεις που εμφανίζονται στα ιερά τους κείμενα.
Στόχος είναι να ερμηνευθεί η έννοια της θρησκευτικής και πολιτισμικής ταυτότητας, καθώς οι θρησκείες δεν αποτελούν κλειστά και αποκομμένα από την κοινωνία συστήματα κοινωνικής συμπεριφοράς, αλλά βρίσκονται σ’ ένα συνεχή διάλογο μεταξύ τους με δημιουργική αλληλεπίδραση.
Επίσης θ’ αναδείξουμε το ρόλο και τον τρόπο συμβολής του Χριστιανισμού στην ανάπτυξη της πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Σκοπός είναι να διαδοθούν οι χριστιανικές αρχές και αξίες ώστε να επηρεάσουν την ανθρωπότητα, αφού πιστεύεται πως με τον τρόπο αυτό θα καταστεί εφικτός ο στόχος για ειρήνη και αγάπη σε όλο τον κόσμο με τελικό προορισμό τα Έσχατα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο
Η άποψη του αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου ως προς τις σχέσεις Χριστιανισμού και Ισλάμ
Η έρευνα και ανάλυση των διαφόρων ιστορικών χρονικών περιόδων αναφορικά με τις σχέσεις του Χριστιανισμού με το Ισλάμ δεν είναι εύκολη υπόθεση. Προϋποθέτει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο το οποίο τελικά θα μείνει ανεπηρέαστο από παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν στον υποκειμενισμό. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η όσο το δυνατόν αντικειμενική προσέγγιση των γεγονότων καθώς και η απουσία μονομερών ερμηνειών στοιχείων της καθημερινότητας είτε από τον Χριστιανισμό είτε από τον Μουσουλμανισμό.
Πρέπει ν’ αποφεύγεται η παγίδα της μονομερούς και υποκειμενικής οπτικής, τόσο από την πλευρά των Βυζαντινών, όσο και από την πλευρά των Οθωμανών σχετικά με την εξελικτική πορεία της ιστορίας. «Οι μελετητές πρέπει ν’ αναπτύξουν τον διάλογο των δύο θρησκειών και γι’ αυτό απαιτείται να μην εστιάσουν την έρευνα και την ανάλυσή τους μόνο στα διαδικαστικά ζητήματα, αλλά να προσπαθήσουν να διανοίξουν νέες οδούς σ’ αυτόν το διάλογο». (Β. Αδραχτάς, Αγγ. Βαλλιανάτος, Σωτ. Δεσπώτης, Πάτρα 2008).
Ο αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, γνώστης και μελετητής της ιστορικής συνάντησης του Χριστιανισμού με το Ισλάμ, θεωρεί πως μετά το θάνατο του προφήτη Μωάμεθ, το Αραβικό Χαλιφάτο είχε επεκταθεί από τις περιοχές των Πυρηναίων ορέων της Ισπανίας μέχρι τα βουνά των Ιμαλαϊων στην κεντρική Ασία. Ο ισλαμισμός, χρησιμοποιώντας γλώσσα απλή και κατανοητή στον απλό κόσμο, αποκάλυψε τη θεόπνευστη αλήθειά του σε μάζες αμόρφωτων και απλοϊκών ανθρώπων οι οποίοι δυσκολεύονταν να κατανοήσουν τον τριαδικό Θεό των Χριστιανών, με την μία Ουσία και τις τρεις υποστάσεις.
Την ίδια ώρα η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατέρρεε μέσα από ίντριγγες και σκάνδαλα, αδυνατώντας να εμποδίσει, είτε οικονομικά είτε στρατιωτικά, τη μουσουλμανική επέλαση από την ανατολή στη δύση, ακολουθώντας αυτή η επέλαση, τα ίχνη του δρόμου του μεταξιού. Έτσι εξηγείται η αγωνιώδης προσπάθεια προσέγγισης από τους δυτικούς, του μουσουλμανικού κόσμου και η αρχή ενός διαλόγου με εκπροσώπους του Ισλαμισμού ώστε ν’ αποφευχθεί η σύγκρουση μεταξύ των δύο διαφορετικών κόσμων. «Ο διάλογος αυτός στηρίχθηκε σε ιερά κείμενα και συζητήσεις που έγιναν ανάμεσα στους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους, καθώς και σε μεταφράσεις θεόπνευστων βιβλίων, όπως του Κορανίου στην ελληνική γλώσσα (9ος αιώνας)». (Αρχ. Αναστάσιος Γιαννουλάτος, Αθήνα 2005).
Ο σεβασμιότατος αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος διακρίνει τρία διαφορετικά στάδια κατά τα οποία διαμορφώθηκαν οι σχέσεις των δύο θρησκειών και της αλληλεπίδρασης που είχε σ’ αυτές ο διάλογος βυζαντινών - μουσουλμάνων. Η πρώτη ιστορική χρονική περίοδος ξεκινάει από τα μέσα του 8ου έως τα μέσα του 9ου αιώνα. Αυτή την περίοδο μεσουρανεί το άστρο του Αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού, ο οποίος ήταν ιδιαίτερα ειρωνικός και επιφυλακτικός απέναντι στο Ισλάμ. Το δεύτερο ιστορικό - χρονικό στάδιο αρχίζει από τα μέσα του 9ου αιώνα και τελειώνει στα μέσα του 14ου αιώνα, όπου παρατηρείται μεγάλη ανάπτυξη της γραμματείας με σκοπό τη μελέτη του ισλαμισμού και την αποδόμησή του. Τέλος, η τρίτη ιστορική περίοδος τοποθετείται από τα μέσα του 14ου αιώνα έως τον 15ο αιώνα και χαρακτηρίζεται από τον ήρεμο και όσο το δυνατόν γίνεται, ήρεμο τρόπο επικοινωνίας.
Οι σημερινοί θεολόγοι μελετητές χωρίζουν σε πέντε χρονικές φάσεις την περίοδο κατά την οποία ήλθαν σ’ επαφή οι δύο θρησκείες. Η πρώτη φάση είναι από τον 7ο έως τον 9ο αιώνα, όπου ως κύριο χαρακτηριστικό έχει τη δυναμική εμφάνιση και διεκδίκηση του μουσουλμανισμού, ενώ η δεύτερη φάση (10ος - 12ος αιώνας), αναδεικνύει την αντιθετική σχέση ορθοδοξίας και μουσουλμανισμού, με τον δεύτερο να επιχειρεί να συνθέσει θέσεις παρόμοιες μ’ εκείνες του χριστιανισμού. Κατά τη διάρκεια της τρίτης φάσης (13ος - 15ος αιώνας), μπαίνουν κάποια όρια ανάμεσα στον Χριστιανισμό και το Ισλάμ, με σκοπό να επιτευχθεί η σωστή διαχείριση των αντιθέσεών τους, αλλά κατά την τέταρτη φάση (16ος - 18ος αιώνας), το Ισλάμ επανέρχεται δριμύτερο και απειλεί με αφανισμό όλους τους ορθόδοξους χριστιανικούς πληθυσμούς με τελικό στόχο την γεωγραφική επέκτασή του. Στο πέμπτο και τελευταίο στάδιο (19ος - 20ος αιώνας), αρχίζει η προσπάθεια προσέγγισης και αλληλοκατανόησης των κηρυγμάτων των δύο θρησκειών. «Το τελευταίο στάδιο είναι από τον 19ο έως τον 20ο αιώνα και είναι η φάση στην οποία, κατά τον Αναστάσιο, βρίσκονται ο χριστιανισμός με τον ισλαμισμό». (Β. Αδραχτάς, Αγγ. Βαλλιανάτος, Σωτ. Δεσπώτης, Πάτρα 2008).
Ουσιαστικά στην τελευταία χρονική περίοδο, οι δύο θρησκείες, επηρεασμένες από την αλματώδη επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη, επιχειρούν να ενσωματώσουν στοιχεία της νεωτερικότητας στο κήρυγμα και τη διδασκαλία τους με τελικό σκοπό να προσεγγίσουν την κοινωνία. Στην προσπάθεια αυτή σημαντική συνεισφορά έχουν οι επιστήμονες θεολόγοι - εκπρόσωποι των δύο θρησκειών, πανεπιστημιακά ιδρύματα και ανώτεροι εκκλησιαστικοί φορείς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της προσπάθειας ήταν η σύγκλιση της Β’ Βατικάνειας Συνόδου, οι διεργασίες της οποίας καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την αλλαγή της στάσης της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας σε σχέση με τις αλλόθρησκες κοινότητες, ιδιαίτερα σε σχέση με τον ισλαμισμό. «Ο διαθρησκειακός διάλογος άρχισε με πρωτοβουλία του Παγκόσμιου Συμβουλίου των Εκκλησιών κατά τη δεκαετία του 1970». (Αρχ. Αναστάσιος Γιαννουλάτος, Αθήνα 2005).
Ο σεβασμιότατος αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος εκφράζει την άποψη πως οι δύο θρησκείες, Χριστιανισμός και Ισλάμ, με τις αντιθέσεις τους, δεν αποτελούν εμπόλεμες καταστάσεις διότι απουσιάζει και από τις δύο η ενιαία κατεύθυνση, ενδεχομένως εξαιτίας των διασπάσεων που έχουν επισυμβεί στο εσωτερικό τους. Σε αυτό συνέβαλε και η βιομηχανική επανάσταση με την ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, καθώς παρατηρείται έλλειψη ενδιαφέροντος από σημαντικά στρώματα της κοινωνίας ως προς τα πνευματικά πράγματα. Ο κόσμος διολισθαίνει σ’ έναν άκρατο υλισμό, στην ηδονή και τη φιλαυτία αδιαφορώντας για την κοινωνική αλληλεγγύη που πρέπει να εκφράζει. «Η αδιαφορία για τα θρησκευτικά πράγματα που έχει σημειωθεί από μεγάλη μερίδα του λαού στα σύγχρονα χρόνια, κυρίως στο δυτικό κόσμο, δημιουργεί νέα δεδομένα». (Αρχ. Αναστάσιος Γιαννουλάτος, Αθήνα 2018).
Επίσης, παρατηρείται τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο πολλοί μελετητές και ορθόδοξοι θεολόγοι στη Δύση να μελετούν, να εκτιμούν και να αιτιολογούν τα πνευματικά επιτεύγματα των ισλαμιστών. Κατά τον αρχ. Αναστάσιο, ανάμεσα στον Χριστιανισμό και το Ισλάμ υπάρχει πρόσφορο έδαφος για σύγκλιση, καθώς οι δύο θρησκείες δεν έχουν μόνο διαφορές αλλά και κοινά στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν ν’ αξιοποιηθούν για κοινό πνευματικό αγώνα. «Η αύξηση της επιρροής του μουσουλμανισμού δημιουργεί νέες προκλήσεις για στενότερη επαφή, με αμοιβαίες υποχωρήσεις και όχι για αντιθέσεις». (Αρχ. Αναστάσιος Γιαννουλάτος, Αθήνα 2005).
Τόσο η χριστιανική πίστη όσο και η μουσουλμανική έχουν κοινό θεμέλιο την αβρααμική καταβολή, την πίστη για την ύπαρξη του Θεού, την απόλυτη βεβαιότητα σε όσα γράφουν οι προφήτες για το σωτηριολογικό μήνυμα του Θεού και την αναστάσιμη προοπτική. Ακόμη και στο λειτουργικό επίπεδο ανιχνεύονται κοινά στοιχεία, όπως είναι η νηστεία, η προσευχή, η ομολογία πίστεως, η αναγνώριση της θεότητας του Χριστού, η φιλανθρωπία, η ελεημοσύνη, η κοινωνική αλληλεγγύη, η αξία της ανθρώπινης ζωής. Άλλωστε, μέσα στο Κοράνιο αναφέρονται ως αυστηρές θεολογικές γραμμές ο αυστηρός μονοθεϊσμός, η πίστη στους αγγέλους, στους προφήτες, με κορωνίδα τον Μωάμεθ, πίστη σε όλα τα βιβλία των προφητών με πρώτο το Κοράνιο, πίστη στην ανάσταση των νεκρών καθώς και στην εσχάτη Κρίση (Εσχατολογία).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο
Η προσέγγιση της θρησκευτικής και πολιτισμικής ταυτότητας σύμφωνα με τον Αρχ. Αναστάσιο, τον Κέλσο και τον Χάντινγκτον
Με τον όρο πολιτισμός περιλαμβάνουμε τα γράμματα, τις τέχνες, τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα, τις επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς και τα προϊόντα κοινωνικής συμπεριφοράς των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία. Συνεπώς, η λειτουργία της κοινωνίας δέχεται την επιρροή πολιτισμικών και θρησκευτικών στοιχείων, με τα οποία προσδιορίζεται και ο ρόλος των κοινοτήτων, η ταυτότητά τους μέσα στο πλαίσιο της κοινωνίας αυτής. «Με ένα τέτοιο τρόπο επηρεάστηκε ο Χριστιανισμός από το πολιτισμικό πλαίσιο του Ελληνισμού και διαμορφώθηκε αναλόγως μέσα στο πέρασμα των αιώνων». (Μητρ. Περγάμου Ιω. Ζηζιούλας, Αθήνα 2003).
Κατά τον Αρχ. Αναστάσιο οι πολιτισμικές και θρησκευτικές κοινότητες βρίσκονται σε συνεχή σύγκρουση με φανατικές θρησκευτικές ομάδες (τρομοκρατία), οι οποίες δεν εκφράζουν πολιτισμικές ή θρησκευτικές απόψεις και ιδέες αλλά μόνο την τυφλή βία. Βέβαια, είναι σαφές πως μερικές φονταμενταλιστικές ομάδες, προκειμένου να διατρανώσουν και ν’ αποκηρύξουν έμπρακτα την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, λειτούργησαν κατά έκνομο τρόπο, τρομοκρατικό. Φυσικά, η πλειοψηφία των πιστών ανθρώπων δεν ακολούθησε αυτές τις ακραίες και βίαιες συμπεριφορές, καθώς αυτές οι μέθοδοι δε συνάδουν με το πνεύμα του κηρύγματος του Θεού περί αγάπης και αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων. «Ο επιδερμικός τρόπος χρήσης της θρησκευτικότητας από τους τρομοκράτες οδήγησε στην αδιαφορία μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού, δημιουργώντας προσκόμματα στην προσπάθεια επιτυχίας του διαθρησκευτικού διαλόγου». (Β. Αδραχτάς, Αγγ. Βαλλιανάτος, Σωτ. Δεσπώτης, Πάτρα 2008).
Το καπιταλιστικό σύστημα, κατά τον Αρχ. Αναστάσιο, συνδέεται άμεσα με την επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη και επηρεάζει τις θρησκευτικές κοινότητες αναδιαμορφώνοντας κάποια από τα χαρακτηριστικά τους. Ανάμεσα στο Χριστιανισμό και το Ισλάμ, οι μουσουλμάνοι εμφανίζονται να χρησιμοποιούν ως εργαλείο τη βία με σκοπό τη διάδοση της θρησκείας τους. Ασφαλώς υπάρχουν κι εξαιρέσεις μετριοπαθών ισλαμιστών, οι οποίοι αρνούνται τη βία κι επιθυμούν τον διάλογο και την συνεργασία μέσα σε πνεύμα ψυχραιμίας και νηφαλιότητας.
Η φτώχεια και τα παρελκόμενά της, η έλλειψη παιδείας και ο αναλφαβητισμός δίνουν εύκολη πρόσβαση στο φανατισμό κα τη βία. Αποτελούν τον κινητήριο μοχλό που σπέρνει το μίσος και τη διχόνοια ανάμεσα στους αλλόθρησκους ανθρώπους. Παρατηρείται δε το φαινόμενο, η μουσουλμανική βία ν’ ασκείται στις ανεπτυγμένες περιοχές της χριστιανικής Δύσης και όχι στις άλλες φτωχές περιοχές της Ασίας και της Αφρικής. Αυτό συνέβη διότι οι πλούσιες δυτικές κοινωνίες θέλησαν να επιβάλουν το δικό τους πολιτιστικό μοντέλο και τα δικά τους οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά συστήματα, αδιαφορώντας πλήρως για τα ήθη, τα έθιμα και τις τοπικές παραδόσεις των μουσουλμανικών περιοχών. «Έτσι έδωσαν την αφορμή για να προχωρήσουν στην άσκηση βίας κατά των μουσουλμάνων στις αποικιοκρατικές χώρες και τώρα μόνο μέσω της δικαιοσύνης και της ανάπτυξης θα επανέλθει η ισορροπία στον κόσμο». (Αρχ. Αναστάσιος, Αθήνα 2018).
Ο καθηγητής Χάντινγκτον από την άλλη πλευρά, θεωρεί πως ο παράγοντας που διαμορφώνει τις πολιτικές εξελίξεις είναι ο πολιτισμός κάθε λαού, όπως αυτός εκφράζεται μέσα από τις πολιτισμικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις των ανθρώπων. Κατά τον ίδιο, τα όρια ανάμεσα στους πολιτισμούς είναι δυσδιάκριτα όμως εμφανίζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις από περιοχές σε περιοχές. Διακρίνει με αυτό τον τρόπο ανεπτυγμένους δυτικούς πολιτισμούς και λιγότερο ανεπτυγμένους μη δυτικούς πολιτισμούς. «Οι δυτικοί πολιτισμοί έχουν επηρεάσει τον αραβικό κόσμο αλλά όχι σε σημαντικό βαθμό». (Κ.Σκλιάμης, S. Huntington, Αθήνα 2018).
Η εγωιστική διάθεση κι ο αλαζονικός τρόπος προσέγγισης των δυτικών προς τους λαούς της ανατολής, αγνοώντας βασικά πολιτιστικά στοιχεία και παραδόσεις τους, οδήγησαν στην αποτυχία συνεννοήσεως μαζί τους. Διάφορες επιζήμιες πολιτικές οι οποίες προβάλλουν τις ιδιαιτερότητες, εθνικές και θρησκευτικές διαφόρων κοινωνικών ομάδων, αποσκοπούν ν’ αποκομίσουν πολιτικά και οικονομικά οφέλη εις βάρος αυτών των λαών. Είναι γνωστό φαινόμενο χώρες με διαφορετικά θρησκευτικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά να συμμαχούν με χώρες αλλόθρησκες και πολιτισμικά διαφορετικές, ενώ την ίδια στιγμή ν’ αντιτίθενται σε χώρες που έχουν κοινά θρησκευτικά και πολιτισμικά στοιχεία. «Αναφέρεται χαρακτηριστικά η περίπτωση της συμμαχίας μουσουλμανικών κρατών με τις ΗΠΑ, ώστε με τη βοήθειά τους ν’ αντιμετωπίσουν άλλες μουσουλμανικές χώρες». (Π. Κονδύλης, Αθήνα 1997).
Ένας άλλος στοχαστής και φιλόσοφος, ο Κέλσος, θεωρεί ως κορωνίδα της δημιουργίας μιας θρησκευτικής και πολιτισμικής κοινότητας, την τοπική παράδοση. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρει τους Ιουδαίους, οι οποίοι, με όπλο τη θρησκεία τους και την παράδοση, έχουν οργανώσει την κοινωνία τους με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργήσουν τον δικό τους πολιτισμό. Βέβαια αναγνωρίζει πως η ανάδειξη στοιχείων από την τοπική παράδοση και τη θρησκευτική πίστη κάθε λαού, οδηγεί σε διάσπαση και δημιουργία πολλών διαφορετικών εθνών. Αυτό είναι εύκολα ορατό στους Ιουδαίους «οι οποίοι είναι έθνος γιατί εμφανίζουν ομοιογένεια στη θρησκεία και τον πολιτισμό τους, ενώ παράλληλα έχουν το Θεό ως βασικό κριτήριο για να λειτουργεί αποτελεσματικά η κοινωνία τους». (Γ. Αβραμίδης, Θεσ/νίκη 1996).
Συγκρίνοντας τις απόψεις των τριών παραπάνω μελετητών, εκτός από συγκλίσεις βρίσκουμε και διαφορές. Σύμφωνα με τον Αρχ. Αναστάσιο βρίσκεται σε εξέλιξη μια σύγκρουση πολιτισμού και τρομοκρατίας, ανθρώπων μετριοπαθών με φανατικούς φονταμενταλιστές, οι οποίοι επιδιώκουν την με βίαιο τρόπο εξάπλωση του μουσουλμανισμού και την εγκαθίδρυση χαλιφάτου με αρχές και αξίες της δικής τους θρησκείας. Ευθύνη γι’ αυτό φέρει και η Δύση, καθώς με το λανθασμένο τρόπο προσέγγισης που επιχείρησε, οδήγησε αυτούς τους λαούς στη φτώχεια και την ανέχεια. Ο Αρχ. Αναστάσιος πιστεύει πως μόνο εάν γίνουν πράξη η οικονομική ανάπτυξη και η κοινωνική δικαιοσύνη στις κοινωνίες αυτές, θα επιτευχθεί η πολυπόθητη ειρήνη και θα επέλθει η ισορροπία στις σχέσεις των ανθρώπων.
Για τον καθηγητή Χάντινγκτον, ο πολιτισμός και το δήθεν ενδιαφέρον των δυτικών να διαδώσουν τον, όπως πιστεύουν, «ανώτερο» σε πολιτιστικές αξίες δυτικό τρόπο σκέψης και ζωής στις κοινωνίες της ανατολής, είναι υποκριτικός και αποτελεί πρόσχημα για την επέκταση και οικονομική εισβολή στις περιοχές αυτές. «Ο πολιτισμός και η προσπάθεια των δυτικών να διαδώσουν τον «πολιτισμό», είναι το πρόσχημα των ανεπτυγμένων κρατών για να παρεμβαίνουν στις υποθέσεις των πιο αδύναμων χωρών, αδιαφορώντας για τα παραδοσιακά στοιχεία των ντόπιων πληθυσμών». (Θ. Ν. Παπαθανασίου, Αθήνα 2006).
Τέλος, ο Κέλσος θεωρεί την παράδοση ως το σημαντικότερο πράγμα που μπορεί να διαμορφώσει την εθνική συνείδηση και την ομοιογένεια ενός έθνους, ώστε να προβληθούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στοιχεία, θρησκευτικά κα πολιτισμικά, έστω κι αν αυτό οδηγεί στη διάσπαση κοινωνιών και στη δημιουργία πολλών εθνών.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο
Η θέση του Χριστιανισμού για την πολυπολιτισμική κοινωνία
Στη σύγχρονη εποχή η πολυπολιτισμική κοινωνία αποτελεί μια πραγματικότητα. Ο Χριστιανισμός, ως θρησκεία της αγάπης, οφείλει και μπορεί να διαδραματίσει ένα σημαντικό ρόλο στη διάδοση της ιδέας για ειρηνική συνύπαρξη των ανθρώπων και για σεβασμό στη διαφορετικότητα. Μέσω της χριστιανικής διδασκαλίας και του οικουμενικού μηνύματος του Χριστού για ειρήνη και αδελφική αγάπη μεταξύ των ανθρώπων, μπορεί να γίνει εφικτή η αρχή του σεβασμού στη διαφορετικότητα του άλλου. «Για να γίνει ωστόσο αυτό, είναι αναγκαίο ν’ αποδεχθεί ο κάθε άνθρωπος τον άλλο, τον διαφορετικό και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που καθορίζουν την ταυτότητά του». (Αρχ. Αναστάσιος, Αθήνα 2018).
Η Ορθοδοξία πρωτοστατεί στην προσπάθεια αυτή, με βασικό εργαλείο τον διαθρησκευτικό διάλογο ώστε να βελτιωθούν, κι αν είναι δυνατό να επιλυθούν, τα προβλήματα της καθημερινότητας όλων των πιστών. Η αλήθεια του Θεού μπορεί να συμβάλει στην διευθέτηση της πολυπολιτισμικότητας, να προσδιορίσει και να καταστήσει τη διαφορετικότητα του άλλου αποδεκτή από τη Χριστιανική κοινότητα.
Η πορεία της ανθρωπότητας ακολουθεί γραμμική εξελικτική πορεία μέσα στο χρόνο και το πανανθρώπινο μήνυμα του Κυρίου για αδελφοσύνη και αγάπη εξακολουθεί να είναι επίκαιρο όσο ποτέ. Η Ορθόδοξη αλήθεια προσδίδει κύρος και αξιοπρέπεια στην ανθρώπινη ζωή, καθώς υπερβαίνει τις τοπικές παραδόσεις και τα ήθη κάθε περιοχής, μεταφέρει το μήνυμα της αγάπης και της αλληλεγγύης, εξασφαλίζοντας σε κάθε άνθρωπο επί της γης να συμμετάσχει ελεύθερα στην έσχατη κοινωνία. «Ο Θεός δε βρίσκεται μόνο στον εαυτό του κάθε ανθρώπου αλλά και στην ουσία του Άλλου, τον οποίο πρέπει να κάνουμε αποδεκτό, αναγνωρίζοντας και την όποια ιδιαιτερότητά του». (Θ. Ν. Παπαθανασίου, Αθήνα 2006).
Δυστυχώς όμως, ο σεβασμός και η προστασία της διαφορετικότητας κάθε ανθρώπου δεν τυγχάνει του απόλυτου σεβασμού πάντα, μέσα στις πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Αυτό λαμβάνει χώρα διότι οι πλειοψηφικές κοινωνικές ομάδες κάθε κοινωνίας, επιχειρούν να υποτάξουν τα πολιτισμικά και θρησκευτικά δικαιώματα των κοινωνικών μειοψηφιών, με σκοπό την αφομοίωση της μειοψηφίας στην πλειοψηφία. Σε αυτό οφείλει να συμβάλλει ο λόγος του Θεού κηρύσσοντας τις αξίες της καθολικής ισότητας και ισονομίας, αλλά και της πολιτικής διαφοροποίησης μεταξύ των μελών της κάθε κοινωνίας. «Να εφαρμοστούν οι αρχές της καθολικής ισότητας και της πολιτικής διαφοράς για να γίνει εφικτή η εφαρμογή της ιδέας της ειρηνικής συνύπαρξης όλων των εθνοτικών και θρησκευτικών ομάδων που ζουν σε μια τέτοια κοινωνία». (Η. Κατσούλης, Αθήνα 2018).
Συμβολικά, μπορούμε να θυμηθούμε πως ο Χριστός έκανε την πρώτη του δημόσια εμφάνιση σε μια πολυπολιτισμική περιοχή της εποχής, στη Γαλιλαία, συγκρότησε το σώμα των μαθητών Του από διάφορες κοινωνικές ομάδες και φυλές, δίδαξε σε περιοχές με διαφορετική πολιτισμική παράδοση και ζήτησε από τους μαθητές Του να περιοδεύσουν σε όλο τον κόσμο και να κηρύξουν το Λόγο του Θεού σε όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως φυλής, γλώσσας, έθνους, χρώματος κλπ. «Ζήτησε οι μαθητές Του να διδάξουν χωρίς να λαμβάνουν υπόψη την ιθαγένεια και τις ιδιαιτερότητες των διαφόρων ομάδων ανά τον κόσμο». (Θ. Ν. Παπαθανασίου, Θεσ/νίκη 2011).
Ομοίως, η διδασκαλία και το έργο του Αποστόλου Παύλου στις συγκεντρώσεις που ελάμβαναν χώρα σε δημόσιο χώρο, και ο οποίος καλούσε τα πλήθη ν’ ακούσουν το Λόγο του Θεού και ν’ ασπαστούν τη χριστιανική πίστη, ανεξαρτήτως φυλετικής ή όποιας άλλης διαφορετικότητας. Ίσως δεν είναι λάθος να πούμε πως πάνω σ’ αυτή τη διαδικασία βασίστηκαν και αναπτύχθηκαν στη σημερινή εποχή τα κινήματα πολιτών και συλλογικοτήτων, που προώθησαν τις ιδέες της παγκοσμιοποίησης. Επίσης η Εκκλησία πολλές φορές, για ν’ αποφύγει τον κίνδυνο της διάσπασης, κυρίως από τις αιρέσεις, επιχείρησε μέσω της αλληλοπαραχώρησης ν’ αφομοιώσει στους κόλπους της όσα στοιχεία ήταν κοντά στις δομές και στο κήρυγμα της πίστης. «Έτσι κατάφερε να συνθέσει μέσα από την επαφή της με τον Ελληνισμό και να δημιουργήσει ένα Χριστιανισμό αποδεκτό απ’ όλους τους ανθρώπους της εποχής της». (Μητρ, Περγάμου Ιω. Ζηζιούλας, Αθήνα 2003).
ΣΥΝΟΨΗ
Ο Αρχ. Αναστάσιος εκφράζει ένα λόγο συναίνεσης και αγάπης προς την διαφορετικότητα του άλλου. Ο λόγος του είναι λόγος απλός, κατανοητός και συμβουλευτικός, δίχως ίχνος εχθρότητας προς τον ισλαμισμό, αλλά ούτε και με μία άνευ όρων διαλλακτικότητα. Παρουσιάζει το ιστορικό πλαίσιο της συνάντησης δύο διαφορετικών κόσμων, του χριστιανικού και του μουσουλμανικού, εντοπίζοντας τα στοιχεία της σύγκλισης και της διαφοροποίησης που ενυπάρχουν στις δύο θρησκείες. Δηλώνει την αισιοδοξία του για την ανάδειξη εκείνων των στοιχείων που μας ενώνουν και όχι εκείνων που μας χωρίζουν και πιστεύει πως, υπό προϋποθέσεις, με τον συνεχή καλόπιστο διάλογο, είναι δυνατή η συνύπαρξη ανθρώπων διαφορετικών πεποιθήσεων και αντιλήψεων.
Ο σεβασμός στην ετερότητα του άλλου και της ελευθερίας του να ορίζει τη ζωή του όπως εκείνος επιθυμεί, αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο για την αλληλοκατανόηση και την αλληλεγγύη όλων των ανθρώπων, προκειμένου να καταστεί εφικτός ο στόχος της ειρηνικής και ασφαλούς διαβίωσης διαφορετικών κοινωνικών ομάδων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Αβραμίδης Γ. (επιμ.), Κέλσος, «Αληθής Λόγος», εκδ. Θύραθεν ΕΠΙΛΟΓΗ, Θεσ/νίκη 1996.
2. Αδραχτάς Β., Βαλλιανάτος Αγγ., Δεσπώτης Σωτ., «Ο Διάλογος της Ορθοδοξίας με Δύση και Ανατολή», τ.Γ., εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008
3. Αρχ. Γιαννουλάτος Αναστάσιος, «Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία, Μελετήματα Ορθοδόξου Προβληματισμού», εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2005.
4. Αρχ. Γιαννουλάτος Αναστάσιος, συνέντευξη για το Ισλάμ, http:www.apostoliki-diakonia.gr, Αθήνα 2018.
5. Βαρελλά Ε. Α. - Αρχ. Παπαθωμάς Γ., «Η Ορθόδοξη Εκκλησία και η Οικουμενική Κίνηση», τ.Β., εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001.
6. Κατσούλης Η. «Αντιστάσεις στην πολυπολιτισμικότητα», http:www.2.media.uoa.gr, Αθήνα 2018.
7. Μητρ. Περγάμου Ιω. Ζηζιούλας, «Ελληνισμός - Χριστιανισμός. Η συνάντηση των δύο κόσμων», εκδ. Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2003.
8. Κονδύλης Π., «Σύγκρουση πολιτισμών του Χάντινγκτον», εφημ. «Το Βήμα», φύλο της 26-1-1997, Αθήνα 1997
9. Παπαθανασίου Θ. Ν. «Διδάσκοντας γύπτους και τσελέπηδες περί περιτομής και αβατάρα. Ιθαγένεια και Ερώτημα περί της Αληθείας σε συνθήκες πολυπολιτισμικότητας», περιοδικό Σύναξη, τ. 98, Αθήνα 2006.
10. Παπαθανασίου Θ. Ν., «Η κοινότητα ως βρόχος. Η αποστολή της Εκκλησίας στη σκοτεινή πλευρά της σελήνης», στο Δημ. Μαγριπλής, «Πολιτισμός και Διαφορετικότητα», εκδ. Αντ. Σταμούλης, Θεσ/νίκη 2011.
11. Σκλιάμης Κ., Σάμιουελ Χάντινγκτον, «Η σύγκρουση των πολιτισμών», στο http:www.nostimonimar.gr Αθήνα 2018.