«Αμερικανικός Κινηματογράφος».
ΒΛΕΠΟΥΜΕ, ΣΥΖΗΤΑΜΕ, ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ από και για το ΣΙΝΕΜΑ.
Την Δευτέρα 14/1/2019 στις 8.30 μ.μ. Πίνδου 30 και Μαραθώνος. 11η συνάντηση. Θέμα: «Το μελόδραμα, στον Αμερικανικό Κινηματογράφο. Ο Ντάγκλας Σερκ. Ο Τζον Φορντ. Ο Ηλίας Καζάν και η επίδραση του ActorsStudio»
Τη δεκαετία του ’50, ο Ντάγκλας Σερκ [DouglasSirk, 26 Απριλίου 1897-14 Ιανουαρίου 1987], ένας οξυδερκής ανατόμος της ευτυχίας της αμερικάνικης οικογένειας, απογείωσε το μελόδραμα. Γύρισε ταινίες για το ευρύ κοινό που όμως δεν εκτίμησαν οι Αμερικανοί κριτικοί,όπως ακριβώς συνέβη και με το έργο του Αλφρεντ Χίτσκοκ. Η ταινία «Αυτή είναι η ζωή μου» (1959) αποτελεί την εκδοχή του Σερκ στο «Imitation of Life» που ο Τζον Σταλ σκηνοθέτησε το 1934.Το δικό του φιλμ, κερδίζει στη σύγκριση με το αρχικό κυρίως λόγω του πάθους με το οποίο ο σκηνοθέτης αποδομεί το αμερικάνικο όνειρο όπως αυτό προσωποποιείτε στην ιστορία της διάσημης ηθοποιού Λάνα Τάρνερ που είχε πολλές ατυχίες στη ζωή κυνηγώντας τον μεγάλο έρωτα.Το φιλμ δεν είναι απλά η καλύτερη ταινία του Ντάγκλας Σερκ αλλά αποτελεί μια υποδειγματική, αρχετυπική δημιουργία-ορόσημο, την οποία ακολούθησαν γνωστοί σκηνοθέτες όπως ο Γερμανός Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, ο Αμερικανός Τοντ Χέινς κ.ά. Επιπλέον θεωρείται ένα υποδειγματικό μάθημα κινηματογράφου, για το πώς μετατρέπουμε στερεότυπα της καθημερινότηταςκαι μελοδραματικά στοιχείασε υπεραξίες ιδεολογικές, πολιτικές, κοινωνικές, καταγγελτικές. Πέρα από την εξαιρετική αισθητική του πρόταση ο σκηνοθέτης διεισδύει στην Αμερική του '50 μέσα από την ανάδειξη των επιθυμιών, των αναγκών, των φοβιών και των ενοχών των ηρώων του. Ο ρατσισμός προσεγγίζεται όχι τόσο με την κοινωνική σημασία του όσο με εκείνη της ταυτότητας. Σε έναν πλαστικό κόσμο τεχνητών παραδείσων και παραισθητικών ονείρων, μπορείς να επιβιώσεις μόνο με πλαστή ταυτότητα ως κάλπικος.
Ο Τζον Φορντ [John Ford, 1 Φεβρουαρίου 1894 – 31 Αυγούστου 1973] ήταν Αμερικανός σκηνοθέτης, ιρλανδικής καταγωγής, κάτοχος τεσσάρων βραβείων Όσκαρ Σκηνοθεσίας. Η καριέρα του διήρκεσε πενήντα χρόνια και υπήρξε πλουσιότατη. Γύρισε περισσότερες από 140 ταινίες κάθε είδους, ξεκινώντας την περίοδο του βωβού κινηματογράφου και περνώντας στον ομιλούντα αργότερα. Δυστυχώς οι περισσότερες από τις βωβές ταινίες που γύρισε από το 1917 μέχρι και το 1927 θεωρούνται χαμένες.Είναι γνωστός μέχρι και σήμερα τόσο για τα γουέστερν «Η ταχυδρομική άμαξα» (Stagecoach , 1939), «Η αιχμάλωτος της ερήμου» (The Searchers, 1956) και «Ο άνθρωπος που σκότωσε τον Λίμπερτι Βάλανς» (The Man Who Shot Liberty Valance, 1962), όσο και για τις κινηματογραφικές μεταφορές θρυλικών μυθιστορημάτων του περασμένου αιώνα. Οι ταινίες: «Τα Σταφύλια της Οργής» (The Grapes Of Wrath, 1940) και «Η κοιλάδα της κατάρας» (How Green Was My Valley, 1941), βασίστηκαν στα ομώνυμα έργα των Τζον Στάινμπεκ και Ρίτσαρντ Λιούελιν αντίστοιχα. «Τα Σταφύλια της Οργής»ήταν για την εποχή της μια
ταινία έκπληξη, δεδομένου ότι η κυβέρνηση της Αμερικής και το Χόλιγουντ, δεν ήθελαν ταινίες που θα ενθάρρυναν τα εργατικά συνδικάτα και θα επέκριναν τον καπιταλισμό. Το φιλμ παρακολουθεί την πορεία των αγροτών της Οκλαχόμα, που θύματα της ύφεσης και της καπιταλιστικής απληστίας ξεκινούν για την Καλιφόρνια, προκειμένου να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή. Αν και το απαισιόδοξο φινάλε του βιβλίου αντικαταστάθηκε με ένα ελπιδιφόρο, η ταινία παραμένει αξιόλογη σε όλα τα επίπεδα.
Ηλίας Καζάν [EliaKazan, 7 Σεπτεμβρίου 1909-28 Σεπτεμβρίου 2003].Ίσως να μην υπάρχει άλλη περίπτωση καλλιτέχνη τόσο αμφιλεγόμενη όσο αυτή του Αμερικανού, ελληνικής καταγωγής, σκηνοθέτη Ηλία Καζάν. Ενός ανθρώπου που συνδέθηκε άρρηκτα με μερικά από τα σημαντικότερα θεατρικά έργα της μεταπολεμικής Αμερικής, της δραματουργίας που ξεπήδησε ως απόρροια του οικονομικού κραχ του ΄29, κι αμέσως μετά τη μεγάλη περιπέτεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και του ψυχρού πολέμου που ακολούθησε λίγο αργότερα. Σε αυτόν οφείλει το αμερικανικό θέατρο τα ιστορικά πρώτα ανεβάσματα κλασικών αριστουργημάτων των κορυφαίων Αμερικανών συγγραφέων όπως του Θόρντον Γουάιλντερ, του Άρθουρ Μίλλερ και του Τενεσί Γουίλιαμς. Με μια παράλληλη δραστηριότητα σε εξίσου σημαντικά καλλιτεχνικά επιτεύγματα στον κινηματογράφου επέβαλε μερικούς από τους σημαντικότερους ηθοποιούς της εποχής του, θρύλους του Χόλιγουντ σήμερα. Εργάστηκε οκτώ χρόνια ηθοποιός και εξ αιτίας των χαρακτηριστικών του (κοντός και με σκληρά ανατολίτικα στοιχεία) έπαιρνε συχνά ρόλους καρατερίστα και έκανε καλούς φίλους όπως τον Οντέτς και τον Λι Στράσμπεργκ που χρόνια αργότερα θα ηγούταν του Actor’s Studio. Το 1942 έκανε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στο Μπρόντουγεϊ με το έργο του Θόρντον Ουάιλντερ, «Με τα δόντια»,που αποτέλεσε τον πρώτο του θρίαμβο. Για τις επόμενες τρεις τουλάχιστον δεκαετίες θα ακολουθούσαν πολλοί άλλες ακόμα σπουδαιότερες επιτυχίες όπως τα έργα του Άρθουρ Μίλερ «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» και «Ο Θάνατος του εμποράκου» με το οποίο κέρδισε δύο χρόνια μετά το δεύτερο τουΒραβείο Τόνυ. Ήταν, όμως η φιλία–σχέση ζωής με τον Τενεσί Ουίλιαμς που απέδωσε τις πιο αξιομνημόνευτες στιγμές του στο θέατρο: «Καμίνο Ρεάλ», «Λυσσασμένη γάτα», «Γλυκό πουλί της νιότης», «Λεωφορείον ο Πόθος». Το τελευταίο μετέφερε το 1951 στον κινηματογράφο με την Βίβιαν Λι στο ρόλο της Μπλανς και τον Μάρλον Μπράντο ως Κοβάλσκι, έναν νεαρό και άγνωστο τότε ηθοποιό που ο Καζάν εντόπισε στο Actor’s Studio που είχε ιδρύσει μαζί με φίλους του το 1947 για να δουλέψει με νιόβγαλτους ηθοποιούς επάνω στη «μέθοδο», δηλαδή την αμερικανική εκδοχή της μεθόδου Στανιλάβσκι που πρέσβευε την κοινωνική και ψυχολογικήταύτιση με το ρόλο.
Θεωρούταν σπουδαίος δάσκαλος και στις ταινίες του κατάφερνε πάντα να αποσπάει από όλους σπουδαίες ερμηνείες. Το 1963,στην πιο ώριμη του στιγμή,κατάφερε να γυρίσει την πιο προσωπική του ταινία, το «Αμέρικα, Αμέρικα» με πρωταγωνιστή τον Έλληνα, τον Στάθη Γιαλελή και με εξαιρετική μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Η ασπρόμαυρη αυτή ταινία μεγάλης εικαστικής ομορφιάς δεν είχε την ανάλογη εισπρακτική επιτυχία με τις προηγούμενες. Ούτε οι τρεις ταινίες που ακολούθησαν είχαν από τα στούντιο την υποστήριξη των προηγούμενων δεκαετιών. Αντικατέστησε τη σκηνοθεσία με τη συγγραφή μυθιστορημάτων και κατάφερε να μεταφέρει ένα από αυτά στην οθόνη θεωρώντας το επίσης μια πολύ προσωπική κατάθεση. «Ο συμβιβασμός», του 1969 ενόχλησε ακόμα μια φορά την μικροαστική Αμερική. Έτσι, όταν γύρισε τον «Τελευταίο μεγιστάνα» το 1976 βασισμένο σε μυθιστόρημα του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ, με ένα θαυμαστό καστ που συμπεριλάμβανε τους Ρόμπερτ ντε Νίρο, Τόνυ Κέρτις, Ρόμπερτ Μίτσαμ, Τζακ Νίκολσον, Ζαν Μορώ και πολλούς άλλους, η εταιρία παραγωγής δεν του επέτρεψε καμία επέμβαση στο σενάριο που υπέγραφε ο Χάρολντ Πίντερ,ούτε στο τελικό μοντάζ. Ήταν η τελευταία του ταινία.
Όταν, την εποχή του Μακαρθισμού, του ζητήθηκε από την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Υποθέσεων να κατονομάσει κομμουνιστές, εκείνος κατέδωσε οκτώ από τους πρώην συντρόφους του από την εποχή που και ο ίδιος ήταν μέλος, για μικρό χρονικό διάστημα, του Κομμουνιστικού Κόμματος ΗΠΑ και στενούς του φίλους από το Group Theater. Αυτό έμεινε πάντα μια σκοτεινή πλευρά του, πολύ περισσότερο που μέχρι το τέλος της ζωής του ισχυριζόταν ότι η ανόσια αυτή πράξη του, τον απελευθέρωσε καλλιτεχνικά. Κάποιοι δεν τονσυγχωρέσαν ποτέ, συμπεριλαμβανομένων των Μίλερ, Μπράντο και Ζιλ Ντασέν που ήταν ένας από τους καταδομένους. Συγκεκριμένα ο Ντασέν πλήρωσε ολοσέλιδη καταχώρηση στην εφημερίδα Hollywood Reporter καταγγέλλοντας την απόφαση της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου να απονέμει το 1999 στον Καζάν τιμητικό Όσκαρ για το σύνολο του έργου του.