Το τέλος της Αιωνιότητας
Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 8:15΄μμ, στο ΤΥΠΕT από το Cine Δράση
Το τέλος της Αιωνιότητας/The end of eternity
Αφιέρωμα στον Θόδωρο Αγγελόπουλο
Ελλάδα 1998. Διάρκεια: 58’. Ντοκιμαντέρ. Σενάριο-Σκηνοθεσία Αλέξανδρος Λαμπρίδης. Διεύθυνση Φωτογραφίας: Κορδελάς Δημήτρης. Μοντάζ: Βενάκη Ηλέκτρα. Μουσική Σύνθεση : Ελένη Καραΐνδρου.
Στις 24 Γενάρη συμπληρώθηκαν 8 χρόνια από το 2012 που ο μεγάλος Έλληνας σκηνοθέτης βρήκε τραγικό θάνατο. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος (1935-2012) βαθιά στοχαστικός και διορατικός δημιουργός αναζήτησε στο έργο του την ομορφιά και ασχολήθηκε με τις αγωνίες και τα ερωτήματα που βασανίζουν το ανθρώπινο είδος από καταβολής του. Η νίκη και η ήττα του κομμουνιστικού κινήματος, ο προσδιορισμός του επόμενου μεγάλου συλλογικού οράματος, οι αλλαγές στην ελληνική κοινωνία, η μοίρα του ελληνικού λαού είναι ζητήματα που έρχονται και επανέρχονται στις ταινίες του. Και αν πέθανε είναι πάντα εδώ με το έργο του, έργο ενός αφοσιωμένου, πρωτοπόρου καλλιτέχνη. Έργο που σε τέτοιες εποχές όπου κυριαρχεί η ανασφάλεια, το άγχος, η ρευστότητα διευρύνει την αντίληψη μας, μας βοηθά να πάρουμε σοβαρά την υπόθεση της τέχνης, της αντίστασης σε όλα οργανώνονται σε βάρος μας και του έρωτα. Μας βοηθά να αντέξουμε, να πιστέψουμε, να αγαπήσουμε, να κατανοήσουμε. Για αυτό θα μιλάμε για αυτόν για πολύ καιρό ακόμα.
Ο Αλέξανδρος Λαμπρίδης από το 1990 και για πολλά χρόνια, υπήρξε συνεργάτης του Αγγελόπουλου ως βοηθός σκηνοθέτης και υπεύθυνος κάστινγκ. «Το τέλος της Αιωνιότητας» αφορά την ταινία «Μια Αιωνιότητα μία Μέρα» η οποία τιμήθηκε με τον Χρυσό Φοίνικα στο 51ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Κανών το 1998. Επικεντρώνεται στον τρόπο δουλειάς του Αγγελόπουλου με αφορμή τα γυρίσματα της. Εστιάζει στη σκηνή του τέλους καταγράφοντας την αγωνία και τον αγώνα του δημιουργού για την ολοκλήρωση της, καθώς υπήρχαν τρεις διαφορετικές διαδοχικές προτάσεις για το ποιο θα έπρεπε να ήταν. Εξελίσσεται με βάση τη διαδικασία στησίματος της επίμαχης σκηνής και την προπαρασκευή της (διδασκαλία ηθοποιών, διαμόρφωση χώρου, στήσιμο πλάνου, κίνηση της κινηματογραφικής μηχανής, υπολογισμός χρόνου και ρυθμού). Ο Λαμπρίδης με συνθετική ματιά αναδεικνύει τόσο τη συγκεκριμένη ταινία όσο και τον μαγικό τρόπο δημιουργίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου. «Το τέλος της Αιωνιότητας» πήρε διεθνή διανομή, είχε πολλαπλή τηλεοπτική προβολή και συμμετείχε σε πλήθος Φεστιβάλ σε όλο τον κόσμο.
Ο Αλέξανδρος Λαμπρίδης, φίλος του Cine Δράση θα είναι μαζί μας και μετά την προβολή θα συζητήσει με το κοινό για τον Αγγελόπουλο και το έργο του.
Αντί άλλων σχολίων για τη δουλειά του Αγγελόπουλου σας παραθέτουμε μια συνέντευξη στην οποία μιλάει για τη δουλειά του τον κινηματογράφο και το ρόλο του.
Ερώτηση: Τι είναι αυτό που χαρακτηρίζει το έργο σας; Ποιο είναι το στίγμα της τριλογίας (Ταξίδι στα Κύθηρα, Μελισσοκόμος, Τοπίο στην Ομίχλη);
Θ.Α. Έχω μιλήσει αρκετές φορές, ότι αυτό το αίσθημα που είχα από μια ορισμένη εποχή και μετά ήταν ένα αίσθημα σιωπής. Σαν κάπου να σωπαίνουν σιγά-σιγά όλα. Με την έννοια ότι, - θα το πω με παραδείγματα γιατί νομίζω πως έτσι γίνεται πιο κατανοητό: όταν έφτασα στο Παρίσι για να σπουδάσω δεν προλάβαινα να δω πράγματα που ήθελα να δω και ν’ ακούσω αυτά που ήθελα ν’ ακούσω. Τόσο πολλά ήταν. Τόσες πολλές οι προτάσεις. Αισθητικές, πολιτικές, κοινωνικές, φιλοσοφικές…Μετά το ’80, ξαναγυρίζοντας, έμοιαζε αυτός ο χώρος να έχει σωπάσει. Η εντύπωσή μου ότι σώπασαν κάποια πράγματα δεν είναι δική μου, είναι εντύπωση που έβγαινε από τον ίδιο εκείνο χώρο και από διαφορετικές πλευρές, από διαφορετικές ομάδες, από διαφορετικές ηλικίες. Η εντύπωσή μου λοιπόν είναι ότι περνάμε ένα διάστημα, μια καμπύλη σιωπής, θα μπορούσε να ονομαστεί περίοδος αναμονής, σα να πρόκειται να γεννηθεί κάτι καινούργιο, που δεν ξέρουμε όμως ακόμα τα ακριβή του χαρακτηριστικά. Ας το πούμε ένα καινούργιο όνειρο ή όραμα. Αυτό το οποίο πρόκειται να αντικαταστήσει, που πρόκειται να γεμίσει τη σιωπή που υπάρχει αυτή τη στιγμή. Οι αντίστοιχες ταινίες είναι καταγραφή στο τέλος μιας περιόδου, η απογοήτευση από αυτό το τέλος, από το γεγονός ότι τα όνειρα και τα οράματα μιας γενιάς δεν πραγματοποιήθηκαν, ούτε στο βαθμό ούτε με τον τρόπο που είχαν επιθυμήσει γενιές ολόκληρες…
Ερώτηση σχετικά με τις αλλαγές στην ελληνική κοινωνία, το λαϊκό κίνημα και τις αγωνίες των ταινιών.
Θ.Α. Ξέρουμε πολύ καλά ότι στη σημερινή Ελλάδα ο μόνος χώρος αντίστασης στον ακραίο λαϊκισμό, στον οποίο μας έχει οδηγήσει η σημερινή πολιτική πραγματικότητα, και στη διάλυση των πάντων, είναι κάποιες φωνές, οι δικές μας φωνές, από αυτό το χώρο. Δυστυχώς λίγες φωνές ακούγονται. Αυτές τις φωνές πρέπει να μάθουμε να τις διαβάζουμε, να τις βλέπουμε, να τις ακούμε. Γιατί είναι δικές μας και μιλάνε για δικά μας πράγματα… Κι έρχομαι πάλι στη σιωπή. Οι άνθρωποι δεν αισθάνονται την ανάγκη ενός κοινωνικού γεγονότος, που είναι ο κινηματογράφος, αλλά μιας ατομικής ικανοποίησης, που είναι το Video και η TV. Όμως ο κινηματογράφος είναι ως ένα βαθμό συμμετοχή στα κοινά. Όταν μια ταινία βλέπεται και συζητιέται από πολλούς ανθρώπους κάνει παρέμβαση στον ελληνικό χώρο. Θετική ή αρνητική. Γίνεται ζύμωση με βάση αυτή την ταινία. Όταν υπάρχει αδιαφορία δεν υπάρχει αυτή η ταινία. Δεν υπάρχει κινηματογράφος στα μάτια του κοινού. Δεν υπάρχει, μέσω αυτού, παρέμβαση στην πραγματικότητα.
Ερώτηση : Πως τοποθετείτε στις ταινίες σας το όραμα; Είναι ένα ατομικό όραμα στο τέλος του τοπίου ή ένα κοινωνικό όραμα;
Θ.Α. Είναι αδύνατον όταν μιλά κανείς για έναν και να μη μιλά για όλους. Η πρόταση, το όνειρο, το σπάσιμο της ομίχλης, το ξεπέρασμα της ομίχλης, το άνοιγμα σ’ ένα καινούργιο όραμα δεν μπορεί να είναι μόνο ατομικό. Αποκλείεται. Δεν πιστεύω στο ατομικό όραμα μόνον, πιστεύω στο συλλογικό όραμα. Η απουσία που υπάρχει αυτή την εποχή, αυτό που ονόμασα σιωπή, είναι απουσία, έλλειψη συλλογικού οράματος κι αυτό είναι που κάνει τα πράγματα να μοιάζουν με σιωπή. Όταν ένας σωπαίνει δεν σωπαίνει ο κόσμος. Σωπαίνει ο κόσμος γι’ αυτόν. Εγώ το όραμα δεν το βλέπω αλλιώς παρά σαν ένα ξετύλιγμα από ατομικό στο συλλογικό. Φυσικά όταν κάνω μια ταινία είναι μια ταινία που την κάνω εγώ. Ένα όραμα, ας πούμε δικό μας που απευθύνεται σε κάποιους άλλους τους οποίους καλεί σε ένα είδος συμμετοχής, σε ένα είδος συνενοχής. Πάντα μιλώντας κανείς σε κάποιον μέσω της τέχνης του έχει μπροστά του ό,τι θα ονόμαζε ιδανικό θεατή, φίλο, συνένοχο. Δεν δέχομαι, δεν μ’ ενδιαφέρει το κλείσιμο σε γυάλινους πύργους, δεν μπορώ να φανταστώ έναν μετασχηματισμό που να γίνεται από έναν. Γι’ αυτό δεν πιστεύω στους ηγέτες σύμβολα και στους ηγέτες θεούς. Εάν κάτι λέει ο “Μεγαλέξαντρος” είναι πως η θέληση του ενός μπορεί να γίνει τελικά δικτατορία του ενός. Πως ξαφνικά το συλλογικό όραμα μπορεί να το οικειοποιηθεί ένας και να γίνει η θέληση του ενός.
Ερώτηση: Σε όλα τα έργα σας μιλάτε με σύμβολά, κώδικες που ίσως για ένα κοινό κάνει πιο δύσκολο να κατανοηθεί το έργο…Κατά πόσο ο Θ. Α. θα μπορούσε να μιλήσει πιο ανοιχτά, πιο καθαρά, όχι με σύμβολα για να γίνεται κατανοητός;
Θ.Α.: Θα μιλήσω για το συμβολισμό. Με την τελευταία ταινία θέλησα να κάνω ένα παραμύθι -το παραμύθι χρησιμοποιεί πολλούς συμβολικούς κώδικες- ξέροντας από τη σχέση με τις κόρες μου και από το Σεφέρη (“κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα”), πως η φρίκη δεν κουβεντιάζεται είναι αμείλικτη, σιωπηλή. Θέλω να πω ότι υπάρχουν πράγματα που πρέπει να βλέπουμε ανάλογα με το είδος της ταινίας. Ο μεταφορικός κινηματογράφος είναι ο σημαντικότερος που εμφανίστηκε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, είναι ένα είδος, τρόπος, έκφραση… Ως τάση, ως αισθητικό κίνημα και ως ανάγκη επεδίωξε να εκφραστεί για περισσότερα και ποιητικότερα… Χρειάζεται βεβαίως μια οικείωση. Είναι μια γλώσσα, και στη σημερινή εποχή τίποτα δεν βοηθάει ώστε ο θεατής να αποχτά αυτή την οικείωση, από τη στιγμή που η κυρίαρχη γλώσσα είναι η γλώσσα της TV. Μ’ αυτήν τρέφονται οι νέες γενιές και όταν συνηθίζεις κάποια γλώσσα από μικρός η άλλη σου φαίνεται περίεργη, ακαταλαβίστικη, ακατανόητη… Όντως ο κινηματογράφος είναι καθρέφτης μιας κοινωνίας και δεν έκανε τίποτα άλλο από το να κουβαλήσει, να μεταφέρει αυτή την πικρία, αυτή την δυσαρέσκεια. Αυτός είναι κατά τη γνώμη μου ο λόγος που δεν άνθισε, όχι ο κινηματογράφος, η κοινωνία μας.
Ερώτηση: Τι απαίτηση μπορούμε να έχουμε από την τέχνη σ’ αυτές τις συνθήκες; Πως βλέπετε την κοινωνική λειτουργία του έργου τέχνης σήμερα;
Θ.Α.: Πιστεύω ότι η μεγάλη τέχνη είναι λυτρωτική. Είναι αυτή που μας συμφιλιώνει με τον κόσμο. Αυτή που μας κάνει να βρίσκουμε έναν ακόμη λόγο ύπαρξης. Είναι ηδονή. Για να φτάσει κανείς να γίνει γκουρού στην Ινδία περνά από διάφορα στάδια. Εγώ ονειρεύομαι έναν κόσμο γκουρού, δηλ. από ανθρώπους που θα είναι ταυτόχρονα αυτόνομοι και συμμετέχοντες. Όχι υποτελείς. Υπεύθυνοι 100% κι όχι υποκείμενα στο λόγο του ενός και του άλλου. Συμμετέχοντες με την έννοια του διαλόγου. Μ’ αυτή την έννοια εκείνο που προσφέρει η υψηλή τέχνη είναι μια απόλαυση σε τέτοιο υψηλό επίπεδο, το ξεπέρασμα του θανάτου. Ό,τι έμεινε από την ιστορία της ανθρωπότητας είναι ξεπέρασμα του θανάτου. Είναι δικό μας, είναι απόλαυση. Μας ανήκει, είμαστε υποχρεωμένοι να το κατακτήσουμε. Δεν είναι να μένουμε παθητικά περιμένοντας να μας δώσουν το πιάτο στο χέρι. Είναι να κατακτήσουμε αυτούς τους αναβαθμούς που είναι η τέχνη, η σκέψη, το προχώρημα προς τα μπρος.
(Μπορείτε να βρείτε όλη την συνέντευξη στην ιστοσελίδα Kommon.gr Δόθηκε 32, το 1988 ολόκληρα χρόνια πριν σε εκδήλωση της ΚΝΕ στο αμφιθέατρο Χημικών του Πολυτεχνείου. Είναι να απορεί κανείς το πόσο επίκαιρη είναι. Η απομαγνητοφώνηση και διάσωση της οφείλεται στον Αλέξανδρο Λαμπρίδη)