Ιαπωνικός κινηματογράφος - μέρος 4ο: οι σύγχρονοι
Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020, 8:00μμ, Πάρνηθος 21
Κινηματογραφική Γεωγραφία Συνάντηση 18η
Δευτέρα 9 Μαρτίου 2020, 8:00μμ, Πάρνηθος 21
Θέμα : Ιαπωνικός Κινηματογράφος μέρος 4ο, οι σύγχρονοι
Ο Hayao Miyazaki δημιουργεί μια σειρά από εμβληματικές ταινίες (μεταξύ αυτών οι πιο γνωστές του «My Neighbor Totoro» το 1988 και «Princess Mononoke» το 1997) που τον καθιέρωσαν στο χώρο του animation. Ωστόσο, η μεγάλη αναγνώριση έρχεται το 2003, όταν η ταινία του «Spirited Away» βραβεύεται με το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων. Η ίδια ταινία θα ψηφιστεί ως η τέταρτη καλύτερη του 21ου αιώνα από 177 κριτικούς παγκοσμίως, σε δημοσκόπηση του BBC το 2016. Δύο χρόνια πριν, το 2014, του απονέμεται το Τιμητικό Όσκαρ για τη συνολική προσφορά του στην 7η τέχνη. Αρκετοί νέοι σκηνοθέτες anime ασχολήθηκαν αναδεικνύοντας το είδος όχι μόνο ως ψυχαγωγία αλλά ως μοντέρνα τέχνη. Ο Mamoru Oshii κυκλοφόρησε τη διεθνώς αναγνωρισμένη φιλοσοφική ταινία δράσης Ghost in the Shell το 1996. Ο Satoshi Kon σκηνοθέτησε το βραβευμένο ψυχολογικό θρίλερ Perfect Blue. Ο Hideaki Anno κέρδισε επίσης σημαντική αναγνώριση με το The End of Evangelion το 1997.
O Hirokazu Kore-eda γεννήθηκε στο Τόκιο το 1962. Αγαπημένα του θέματα η απώλεια μνήμης, η απώλεια ζωής και το ανακάτεμα μυθοπλασίας και τεκμηρίωσης. Οι σπουδές του τον προόριζαν για συγγραφέα αλλ' αυτός έκανε κοπάνες για να κάνει φιλμ μικρού μήκους. Η πρώτη του ταινία μυθοπλασίας "Maboroshi no hikari" [Phantom light, 1995], βασίστηκε σ' ένα μυθιστόρημα του Teru Miyamoto και στις προσωπικές του εμπειρίες απ' τα γυρίσματα του "Kare no inai hachigatsu ga" [August without him, 1994]. Τα πλάνα οφείλουν τη μαγεία τους στον φωτογράφο Masao Nakabori. Η Βενετία πρόσφερε στον Kore-eda την χρυσή Οζέλα πρωτοεμφανιζόμενου, το Βανκούβερ έναν Δράκο & Τίγρη και το Σικάγο έναν χρυσό Ουγκώ. Η ζωή μετά θάνατον και η επιλεκτική μας μνήμη έστησαν ένα φανταστικό παιχνίδι στο "Wandafuru Raifu" [Μετά θάνατον ζωή, 1998]. Aπώλειας συνέχεια και απόσταση οδυνηρή περιγράφεται στο "Distance" [Απόσταση, 2001] που είναι εμπνευσμένο από την επίθεση με αέρια μελών της αίρεσης Aum Shinrikyo στο μετρό του Τόκιο το 1985. Αργό αλλά ατμοσφαιρικό, αφιερωμένο στα απανταχού θύματα του φονταμενταλισμού. Και φτάνουμε στο σήμερα και στο άγνωστο μέλλον του "Dare mo shiranai" [Κανείς δεν ξέρει, 2004] με βραβείο ερμηνείας για τον 14χρονο μαθητή Yagira Yuuya. Η μαμά εγκαταλείπει τα τρία μικρά παιδιά της [από διαφορετικούς πατεράδες έκαστον] στα χέρια του μεγάλου τους αδερφού. Ο ιδιοκτήτης αγνοεί την ύπαρξή τους. Η οδύσσεια αρχίζει.
Η Naomi Kawase έγινε η νεότερη νικήτρια της Χρυσής Κάμερας του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Suzaku (1997). Το 2007, επέστρεψε στις Κάννες με το Πληγωμένο δάσος, το οποίο κέρδισε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής. Άνοιξε το τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα των Καννών με το Γλυκό φασόλι και διαγωνίστηκε στην επίσημη επιλογή του με τα Hanezu (2011), Η ζωή που κυλά (2014) και Radiance (2017), το οποίο κέρδισε το Οικουμενικό Βραβείο της Επιτροπής.
Ο Kiyoshi Kurosawa, o αποκαλούμενος και "Μαύρος Πρίγκιπας του γιαπωνέζικου νέου κύματος", είναι το πιο σημαίνων μέλος μιας ανήσυχης γενιάς Ιαπώνων σκηνοθετών που εμφανίσθηκαν στο προσκήνιο την δεκαετία του 90. Ενταγμένος-όπως και οι υπόλοιποι συνάδελφοί του- μέσα στις αφιλόξενες δομές της κινηματογραφικής βιομηχανίας, κάλυψε την δημιουργικότητα του κάτω από τις συμβάσεις των κινηματογραφικών ειδών δημιουργώντας ένα έργο που αντανακλά μια εσωτερική ανησυχία: αυτή ενός ατόμου που ζει σε μια προηγμένη κοινωνία, που έρχεται αντιμέτωπος με την διαταραχή της φυσικής τάξης, που βιώνει τα αδιέξοδα μιας συζυγικής σχέσης ή την κατάρρευση της οικογένειας. Λιτός στην σκηνοθετική έκφραση, σκοτεινός και ερεβώδης στις εικόνες του, υποβλητικός και υπνωτικός στην αφήγηση, συμβατικός μόνο κατ' επίφαση, ανήσυχος στο κοινωνικό σχολιασμό του, εκφραστής μιας βαθιάς ανησυχίας υπαρξιακής τάξης, ο Kiyoshi Kurosawa δημιούργησε τα τελευταία χρόνια μια όλο και μεγαλύτερη φήμη ως ένας σύγχρονος δημιουργός οπτικά συναρπαστικών cult ταινιών. Η ταινία που τον σύστησε στο δυτικό κοινό ήταν το Cure (1997, ένα ψυχολογικό θρίλερ που εστιάζει στην προσωπικότητα ενός ντετέκτιβ ο οποίος ερευνά μια σειρά αποτρόπαιων δολοφονιών. Το Serpent's Path και το Eyes of the Spider -δύο από τις βιντεοταινίες που σκηνοθέτησε την επόμενη χρονιά (1998)- αναπτύσσονται γύρω από το μοτίβο της εκδίκησης: στην πρώτη ο κεντρικός χαρακτήρας ένας γκάνγκστερ, μέλος της yakuza εκδικείται τον βιασμό και της δολοφονίας της κόρης του, ενώ στη δεύτερη βοηθά έναν πατέρα να βρει τον δολοφόνο της δικής του κόρης. Το 1999 ο Kurosawa κάνει το φιλμ Αναζητώντας νέα ζωή/ License to Live "ένα οικογενειακό μελόδραμα χωρίς οικογένεια". Το Χάρισμα /Charisma που σκηνοθέτησε την ίδια χρονιά είναι μια ευκαιρία για τον σκηνοθέτη να αναδείξει ένα οικολογικό προβληματισμό.
Η τρίτη ταινία της ίδιας χρονιάς το Barren Illusions είναι μια παραγωγή του The Film School of Tokyo και γυρίστηκε με την ενεργή συμμετοχή των μαθητών του Kiyoshi Kurosawa στην σχολή. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Kurosawa αποδίδει φόρο τιμής στον Jean Renoir και στην ταινία Η Μεγάλη χίμαιρα, αφού το Barren Illusions είναι ο γιαπωνέζικος τίτλος της κλασικής ταινίας.
Το 2000 σκηνοθετεί μια από τις καλύτερες τηλεοπτικές δουλειές του το Seance, remake μιας βρετανικής ταινίας του 1964 του Bryan Forbes.
Το 2001 ο Kurosawa θα βραβευθεί με το βραβείο της FIPRESCI (Διεθνής Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου) στις Κάννες για την ταινία του Kairo (ο ιαπωνικός τίτλος σημαίνει Κύκλωμα): "Για την πρωτοτυπία του βλέμματος πάνω στον "εικονικό" κίνδυνο του κόσμου των υπολογιστών". Το 2003 σκηνοθετεί το Doppelganger μια ταινία με πολύ έντονα τα κωμικά στοιχεία που έχει ως κεντρικό θέμα τις περιπλοκές που προκαλεί η διπλή υπόσταση του ήρωα της, ενός απορροφημένου από την δουλειά του επιστήμονα. Η πλέον πρόσφατη ταινία του με τίτλο Jellyfish /Bright Future (2003) είναι ίσως η ωριμότερη ταινία του. Αν και ο ίδιος την αποκαλεί "μια ταινία με τέρατα" ουσιαστικά είναι μια ταινία για μια επιφανειακά απαθή νεολαία που αναζητά ένα δρόμο στην ζωή.
O Yōjirō Takita (γεννημένος στις 4 Δεκεμβρίου 1955) μπήκε στην κινηματογραφική βιομηχανία μέσω της Mukai Productions, όπου ως βοηθός σκηνοθέτη υπηρέτησε το είδος Pink Eiga ή Pink Films, είδος με το οποίο ασχολήθηκαν σκηνοθέτες όπως οι Koji Wakamatsu, Noboru Tanaka, Masao Adachi, Kan Mukai, Tatsumi Kumashiro και Mamorou Watanabe. Η ελεύθερη έκφραση της σεξουαλικότητας, έτσι όπως τη συνέλαβαν οι κάμερες αυτής της ομάδας τολμηρών ανεξάρτητων σκηνοθετών στις συναρπαστικές δεκαετίες του ’60 και του ’70, έγινε πράξη αντίστασης στο πνιγηρό πολιτικό καθεστώς, τόσο εντός, όσο και εκτός των συνόρων της χώρας τους. Οι καλλιτέχνες αυτοί έδωσαν τη δική τους, προσωπική εκδοχή για τη φαντασία στην εξουσία, μεταφράζοντας σε πλάνα μοναδικής αισθητικής τα πιο παράξενα όνειρά τους. Την ίδια στιγμή που η Ευρώπη ζούσε στους ρυθμούς του Μάη του ’68, στην Ιαπωνία, η εγχώρια κινηματογραφία δονούνταν από το έργο αυτών των σκηνοθετών, έργο που έφτασε μέχρι τα μεγάλα στούντιο. Το 2001, ο Takita σκηνοθέτησε το Onmyoji, ταινία που κέρδισε βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ Φανταστικού Κινηματογράφου The Neuchâtel το 2002. Σκηνοθέτησε Onmyoji2 το 2003. Το 2008, η ταινία του Okuribito/ Departures/Αναχωρήσεις κέρδισε το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Οι ταινίες του Takita έχουν συνήθως "μια ζεστή ευαισθησία, αντανακλώντας τη φωτεινή και αισιόδοξη προσωπικότητά του" .