Ιαπωνικός Κινηματογράφος
Κινηματογραφική Γεωγραφία από το Cine Δράση
Συνάντηση 17η
Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020, 8:00μμ, Πάρνηθος 21
Θέμα : Ιαπωνικός Κινηματογράφος μέρος 3ο , Ναγκίσα Όσιμα, Τακέσι Κιτάνο, Χαγιάο Μιγιαζάκι
Ναγκίσα Όσιμα
Ηγετική μορφή του Γιαπωνέζικού Νέου κύματος, ο σκηνοθέτης Ναγκίσα Οσιμα (Nagisa Oshima) είναι περισσότερος γνωστός στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς από την ταινία-σκάνδαλο, In the Realm of the Senses/ Αυτοκρατορία των αισθήσεων (1976)- απαγορευμένη η προβολή της για ένα διάστημα λόγω ”τολμηρών σκηνών”.
Μέλος της γιαπωνέζικης αριστεράς και με σημαντική συνεισφορά στον πολιτικό αγώνα της χώρας του, ο σκηνοθέτης ξεκίνησε την καριέρα του στο σινεμά, ενταγμένος στο σύστημα των ιαπωνικών στούντιο. Αποχώρησε γρήγορα για να ηγηθεί μιας ομάδας σκηνοθετών που αμφισβήτησαν τις δομές παραγωγής, αλλά και την ιδεολογία του κυρίαρχου κινηματογραφικού ρεύματος της χώρας του.
Οι ταινίες του οργανώνονται γύρω από θέματα άκρως επικίνδυνα για την καθεστηκυία τάξη της Ιαπωνίας: Στοχασμός πάνω στα ανοικτά τραύματα της ιαπωνικής ιστορίας και το μιλιταρισμό της, η φύση της εξουσίας και οι παραδοσιακές πατριαρχικές δομές της χώρας του, οι πληγές του πολέμου και η αμερικάνικη κατοχή, οι φοιτητικές εξεγέρσεις της δεκαετίας του 60, η σεξουαλική επιθυμία και οι ερωτικές φαντασιώσεις.
Το έργο του αμφισβητεί τη διαμορφωμένη κοινωνική πραγματικότητα με ένα πολιτικό τρόπο και καταγράφει τον πλούτο ιδεών (αισθητικών αλλά και πολιτικών) των πιο ανήσυχων χρόνων της δεκαετίας του 60.
Ο Oshima γεννήθηκε στις 31 Μαρτίου 1932. Σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο του Κιότο. Λίγο αργότερα άρχισε να απασχολείται στα Ofuna Studios στο Σοσίκου και για πέντε χρόνια εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη.
Το 1959, έχοντας ήδη γυρίσει αρκετές ταινίες μικρού μήκους, ολοκλήρωσε το πρώτο μεγάλου μήκους φιλμ με τίτλο Α Town of Love and Hope, με θέμα τη σχέση ενός φτωχού πωλητή περιστεριών με μια αστή νεαρή. Η βιαιότητα της τελευταίας σκηνής προκάλεσε σκάνδαλο και η ταινία προβλήθηκε μόνο σε συνοικιακές αίθουσες. Το 1960 ο Όσιμα σκηνοθετεί το Naked Youth, ρίχνοντας φως στη μιζέρια της νεολαίας, την απανθρωπιά και την παρακμή της σύγχρονης κοινωνίας και τραβώντας τα βλέμματα και το ενδιαφέρον των νεαρών θεατών της χώρας. Η ταινία The Sun’s Burial γίνεται το έμβλημα του Γιαπωνέζικου ‘Νέου Κύματος’, ενώ το Night and Fog in Japan αποτελεί μία σύνθεση της ταραγμένης περιόδου της Ιαπωνίας. Η προβολή της ταινίας απαγορεύεται μετά από τέσσερις ημέρες, λόγω της δολοφονίας του αρχηγού του σοσιαλιστικού κινήματος.
Ο Όσιμα εγκαταλείπει το Σοσίκου και με την ηθοποιό και σύζυγό του, Ακίκο Κογιάμα, ιδρύει τη δική του εταιρεία παραγωγής με το όνομα Sozosha, που σημαίνει ‘δημιουργία’. Στη συνέχεια γυρίζει την πρώτη του ιστορική ταινία (The Revolutionary) και μία σειρά από τηλεοπτικά ντοκυμαντέρ. Το 1965 επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη (The Pleasures of the Flesh, Death by Hanging, Η Τελετή).
To 1976 η Αυτοκρατορία των Αισθήσεων, το αριστουργηματικό αυτό ερωτικό φιλμ, σαρώνει τα βραβεία στο Φεστιβάλ Καννών. Δύο χρόνια αργότερα, η Αυτοκρατορία του Πάθους χαρίζει στον Όσιμα το Βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας στο ίδιο φεστιβάλ. Το 1983 η ταινία Καλά Χριστούγεννα, Κύριε Λόρενς κερδίζει την εύνοια των κριτικών και την αγάπη του κοινού. Ακολούθησαν το Max My Love (1986) και το ντοκιμαντέρ Kyoto, My Mother’s Place (1991). Το 1999 γύρισε μια ιδιόμορφη ταινία "σαμουράι" με τον τίτλο Tabou.
Όπως λέει και ο Γιάννης Μπακογιαννόπουλος ο Oshima είναι: "Δημιουργός ανοιχτός, πολυµερής και πολύσηµος, δεν έπαψε να ερευνά και ν’ αμφισβητεί την κοινωνική πραγματικότητα της χώρας του, την πίεση των σχημάτων του παρελθόντος και της εξουσίας. Κι όμως, παράλληλα, άνοιξε λαβωματιές και στο ίδιο το σώμα του ανθρώπου, για να ξεπηδήσουν οι δυνάµεις της ζωής και οι αντίστροφες, σκοτεινές δυνάμεις της καταστροφής, ο ψυχωµός και τα πάθη, η σάρκα και το πνεύμα".
Τακέσι Κιτάνο
Ο Takeshi Kitano (Τακέσι Κιτάνο, 18 Ιανουαρίου 1947), είναι Ιάπωνας κωμικός, προσωπικότητα της τηλεόρασης, σκηνοθέτης, ηθοποιός και σεναριογράφος. Αρχικά, έγινε γνωστός στη χώρα του για τις κωμικές εμφανίσεις του στην ιαπωνική τηλεόραση, όμως απέκτησε παγκόσμια φήμη για τις κινηματογραφικές του δουλειές.
Ο Kitano έγινε ευρύτερα γνωστός στην Δύση με την εξαιρετικά βίαιη αλλά και στυλιζαρισμένη Sonatine (Σονατίνα). Λίγο αργότερα, ένα εξίσου βίαιο αλλά και βαθιά υπαρξιακό φιλμ με τον ιδιόμορφο τίτλο Πυροτεχνήματα κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι στη Βενετία. Ο δρόμος για το Χόλιγουντ ήταν πλέον ανοικτός -κι έτσι τώρα, ο Kitano εισβάλλοντας σε ένα ξένο τόπο, σκηνοθετεί την πρώτη του ταινία, με τίτλο Brother, εξ' ολοκλήρου σε αγγλική γλώσσα και με αμερικάνικα κεφάλαια. Συνεχίζει με τα δύο Outrage (2010, 2012). Στην Ιαπωνία, η δεμένη με όρκους αδελφότητα των Yakuza, περιγράφεται ότι είναι "πιο στενά δεμένη και από την σχέση των αδελφών εξ' αίματος . Στις γιακουζοταινίες του Κιτάνο, οι μαφιόζοι δεν έχουν αυτό το πολύ σκληρό και σοβαρό στυλ που συνηθίζεται στις πιο mainstream δημιουργίες. Αντιθέτως, απεικονίζονται λίγο-πολύ ως αμόρφωτοι καραγκιόζηδες και οι πιο χαμηλόβαθμοι από αυτούς είναι συνήθως αρκετά γελοίοι. Επίσης, υπάρχει μια πολύ μεγάλη έμφαση στον εσωτερικό τρόπο λειτουργίας και στο τελετουργικό της οργάνωσης και όχι τόσο στο πιστολίδι και τις σκηνές δράσης. Ο σκηνοθέτης περιγράφει πάντα τη γιακούζα ως ακόμη μια επιχείρηση, απλά με άλλα μέσα στη διάθεσή της. Ουσιαστικά, ο Κιτάνο είναι ένας από τους λίγους δημιουργούς που καταφέρνουν να χρησιμοποιήσουν μαζί την ακραία βία και την ομορφιά στην ίδια ταινία με τρόπο που να βγάζει νόημα, αλλά είναι ίσως ο μόνος που εξισορροπεί με επιτυχία τις βίαιες σκηνές αυτές με το χιούμορ, με τα όμορφα τοπία και με μια σχετική ελαφρότητα.Ένα ακόμη στοιχείο που έχει ενδιαφέρον είναι ότι ο Κιτάνο επιλέγει να πρωταγωνιστεί ο ίδιος στις ταινίες του.
Μια αναφορά στον Κιτάνο όμως δεν θα ήταν πλήρης μόνο με την απαρίθμηση των γκανγκστερικών ταινιών του. Αυτές είναι πολύ διασκεδαστικές, αλλά δεν αποτελούν το μέγιστο έργο του Ιάπωνα σκηνοθέτη. Αντιθέτως ταινίες όπως τα Πυροτεχνήματα, το Ταξίδι του Κικουτζίρο, τις Κούκλες και ο Ζατόιτσι αποδεικνύουν το εύρος της δεξιοτεχνίας του. Κοινό σημείο στα περισσότερα από αυτά τα έργα είναι ότι το σενάριο είναι σχετικά υποτυπώδες, αλλά η σκηνοθεσία, το μοντάζ, οι χαρακτήρες και η φανταστική φωτογραφία φανερώνουν το ταλέντο του Ιάπωνα σκηνοθέτη. Ο Κιτάνο καταφέρνει να βγάλει στιγμές μεγάλης ανθρωπιάς και συγκίνησης, συχνά αντιπαραβάλλοντας το ανέκφραστο πρόσωπό του με τα όσα συμβαίνουν. Είναι πράγματι ένας διαφορετικός σκηνοθέτης σε μια χώρα γεμάτη με διαφορετικούς σκηνοθέτες.
Χαγιάο Μιγιαζάκι
Γεννημένος στις 5 Ιανουαρίου του 1941 στο Τόκυο της Ιαπωνίας, ο Χαγιάο Μιγιαζάκι πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του μέσα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Από μικρή ηλικία, όνειρο του ήταν να γίνει mangaka (δημιουργός ιαπωνικού κόμικ). Παρ’ όλα αυτά, ανακάλυψε ότι δε μπορούσε να ζωγραφίζει ανθρώπους παρά μόνο πολεμικά αεροπλάνα, πλοία και τανκς. Στην προσπάθειά του να βελτιωθεί, βασίστηκε σε τεχνοτροπίες γνωστών Ιαπώνων καλλιτεχνών. Αποφάσισε, όμως, να καταστρέψει τα περισσότερα έργα του από εκείνη την περίοδο, θεωρώντας πως η απλή μίμηση θα εμπόδιζε την δική του καλλιτεχνική εξέλιξη. Αν και είχε πτυχίο στις πολιτικές επιστήμες και τα οικονομικά, επιλέγει να εργάζεται πάνω σε αυτό που αγαπά και το 1985 ιδρύει με το μακροχρόνιο συνεργάτη και φίλο του, Ίσαο Τακάχατα, το περίφημο Studio Ghibli. Εκεί, δημιουργεί μια σειρά από εμβληματικές ταινίες (μεταξύ αυτών οι πιο γνωστές του «My Neighbor Totoro» το 1988 και «Princess Mononoke» το 1997) που τον καθιέρωσαν στο χώρο του animation. Ωστόσο, η μεγάλη αναγνώριση έρχεται το 2003, όταν η ταινία του «Spirited Away» βραβεύεται με το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας Κινουμένων Σχεδίων. Η ίδια ταινία θα ψηφιστεί ως η τέταρτη καλύτερη του 21ου αιώνα από 177 κριτικούς παγκοσμίως, σε δημοσκόπηση του BBC το 2016. Δύο χρόνια πριν, το 2014, του απονέμεται το Τιμητικό Όσκαρ για τη συνολική προσφορά του στην 7η τέχνη.
Πλήθος κόσμου, εντός και εκτός του χώρου της τέχνης, αναφέρεται στον Μιγιαζάκι ως πηγή έμπνευσης, καθώς το έργο του ξεχωρίζει για τη δεξιοτεχνία, την καλαισθησία και κυρίως την ουσία του. Ρεαλιστικοί, μη στερεοτυπικοί και πολύπλοκοι χαρακτήρες κυριαρχούν στις ιστορίες του, οι οποίες έχουν ως φόντο τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και την τεχνολογία, την ενηλικίωση, την ισότητα των δύο φύλων, τη δυσκολία της διατήρησης μιας ειρηνικής συνύπαρξης σε ένα βάναυσο κόσμο και φυσικά την αγάπη. Σύμφωνα με τον ίδιο, η γνησιότερη έκφραση της αγάπης είναι αυτή στην οποία οι ήρωες κινητοποιούν συχνά ο ένας τον άλλον να προσπαθούν ατέρμονα μέχρι να πραγματοποιήσουν τους στόχους τους, μοτίβο που είναι κοινό σε όλη τη φιλμογραφία του.
Το 2013, μετά από 50 χρόνια αδιάλειπτης δουλειάς, ο Χαγιάο Μιγιαζάκι αποφασίζει πως ήρθε πια ο καιρός να αποσυρθεί και να παραχωρήσει τη θέση του στα χέρια νέων δημιουργών. Αλλά ποτέ δε μπορείς να φύγεις ουσιαστικά από κάτι που αγαπάς και έτσι, το 2017, ο γηραιός παραμυθάς ανακοινώνει την επιστροφή του με τη ταινία «How Do You Live?», που αναμένεται να κυκλοφορήσει το 2020 πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκυο. Ο τίτλος ανήκει σ’ ένα βιβλίο του 1937, το οποίο αναφέρεται στην ψυχική πρόοδο ενός εφήβου μέσω των κοινωνικών συναναστροφών του. Αδιαμφισβήτητα, οι ταινίες του Χαγιάο Μιγιαζάκι έχουν πλέον αποκτήσει διαχρονικότητα. Μπλέκουν με μαεστρία τη λογική με το όνειρο και φαίνονται διαφορετικές σε κάθε προβολή, ποτέ όμως ξεπερασμένες. Λένε όσα πρέπει να πουν και κρύβουν άλλα τόσα, δίνοντας τροφή για σκέψη στον θεατή, σαν εκείνα τα διδακτικά παραμύθια που μας έλεγαν όταν ήμασταν παιδιά. Και σαν αυτά τα παραμύθια της παιδικής μας ηλικίας, από τη στιγμή που έχεις δει μια ταινία του Μιγιαζάκι, «ποτέ στ’ αλήθεια δεν την ξεχνάς».