Κινηματογραφική Γεωγραφία
Οι πρώτες δημόσιες προβολές ταινιών στην Αυστραλία πραγματοποιήθηκαν τον Οκτώβριο του 1896, ένα χρόνο μετά την πρώτη προβολή στο Παρίσι από τους αδελφούς Lumière. Ο κινηματογράφος της Αυστραλίας ξεκίνησε με την παραγωγή του The Story of the Kelly Gang του 1906, της πρώτης ταινίας μεγάλου μήκους που έγινε ποτέ σε όλο τον κόσμο. Έκτοτε, τα Αυστραλιανά συνεργεία έχουν παράγει πολλές ταινίες, ορισμένες από τις οποίες έχουν λάβει διεθνή αναγνώριση. Πολλοί ηθοποιοί και κινηματογραφιστές ξεκίνησαν την καριέρα τους σε αυστραλιανές ταινίες, ορισμένοι από τους οποίους έχουν εγκαταλείψει τη χώρα και το σινεμά της για καριέρα σε μεγαλύτερα κέντρα παραγωγής ταινιών, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο αυστραλιανός κινηματογράφος λοιπόν, είναι στενά συνδεδεμένος με το περιβάλλον, τα καιρικά φαινόμενα, τους Αβορίγινες, τις απέραντες ερημικές και απειλητικές εκτάσεις που δεν συγχωρούν τα λάθη, τη μοναξιά, τη βία ως φαινόμενο που πηγάζει από την αποξένωση και με ένα κλίμα παγανιστικού μυστικισμού και συμβολικής λατρείας ή φόβου της μάνας-γης. Έτσι λοιπόν και οι ταινίες που θα αναφέρω παρακάτω παρουσιάζουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά τα οποία δεν τα συναντάς στον mainstream κινηματογράφο άλλων χωρών, και τις κάνουν να ξεχωρίζουν. Δεν ξέρω αν αυτά τα χαρακτηριστικά είναι αρκετά ώστε να δημιουργήσουν σχολή ή κινηματογραφικό κίνημα, αλλά νομίζω ότι ο αυστραλιανός κινηματογράφος οφείλει να εκτιμηθεί ξανά στην ολότητά του και να βρει την θέση που του αξίζει δίπλα στις μεγάλες κινηματογραφικές σχολές και στα μεγάλα κινηματογραφικά κινήματα.
Μερικές από τις ταινίες που αποδεικνύουν τα παραπάνω είναι:
Romper Stomper (1992, Geoffrey Wright), μία από τις πρώτες ταινίες μίας άτυπης “skinhead exploitation” κινηματογραφικής σκηνής η απαρχή της οποίας έγινε στην Αγγλία το 1982 με το πολύ καλό “Made in Britain” του Alan Clarke. Ασχολείται με τους νέους της εργατικής τάξης της Αυστραλίας οι οποίοι βιώνοντας την καταπίεση επιλέγουν να περιπλανηθούν στα επικίνδυνα μονοπάτια του νέο-ναζισμού και να εκφράσουν την οργή τους καταστρέφοντας και τρομοκρατώντας. Ξεχωρίζει ο ανερχόμενος τότε Russel Crowe ως αρχηγός μιας ομάδας νεοναζί εγκληματιών.
Chopper (2000, Andrew Dominik), ένα γκανγκστερικό δράμα με κωμικά στοιχεία, το οποίο βασίστηκε στην αυτοβιογραφία του πιο διαβόητου εγκληματία της Αυστραλίας και μετέπειτα τηλεμαϊντανού Mark Brandon ”Chopper” Read. Κάτι σαν τον Πάσσαρη αλλά στο πιο επικοινωνιακό και πιο λειτουργικό του.
The Proposition (2005, John Hillcoat) ένα αυστραλιανό western γεμάτο κουρελιασμένα και ιδρωμένα ανθρώπινα σκουπίδια τα οποία καλούνται να πάρουν αποφάσεις σε διλλήματα ζωής ή θανάτου με τον πιο εχθρικό και αποπνικτικό ήλιο να τους σιγοβράζει το μυαλό. Μαγευτικά τοπία αποσύνθεσης και θανάτου, αργόσυρτο σχεδόν τελετουργικό μοντάζ, εκπληκτικές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές και με τον Nick Cave να συνθέτει ένα ενδιαφέρον soundtrack και να γράφει ένα αψεγάδιαστο σενάριο.
Animal Kingdom (2010, David Michod) ένα γκανγκστερικό δράμα το οποίο βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Μία οικογένεια εγκληματιών με αρχηγό την απειλητική σαν λέαινα Janine 'Smurf' Cody, αναλαμβάνει να συντηρήσει και να μυήσει στις οικογενειακές πρακτικές έναν ανήλικο νεαρό, ο οποίος αναγκάζεται να φύγει από το σπίτι του μετά τον θάνατο της μητέρας του από υπερβολική δόση.
Snowtown (2011, Justin Kurzel) άλλο ένα crime drama με horror και thriller στοιχεία. Για την ακρίβεια πρόκειται για την ιστορία ενός από τους πλέον διαβόητους κατά συρροή δολοφόνους της Αυστραλίας, τον John Bunting. Ο Bunting μαζί με τους συνεργούς του έδρασε από το 1992 μέχρι το 1999 δολοφονώντας και εξαφανίζοντας τα πτώματα 11 ανθρώπων. Η ταινία εστιάζει στην αρρωστημένη σχέση που αναπτύσουν ο Bunting και ο δεκαεξάχρονος Jamie Vlassakis, ενώ παράλληλα προσπαθεί να εξερευνήσει τη διαταραγμένη προσωπικότητα τους.
Wake in Fright (1971, Ted Kotcheff. Θεωρείται από πολλούς ως η καλύτερη ταινία του Αυστραλιανού σινεμά και αυτή που έβαλε τις βάσεις για το κινηματογραφικό “new wave” της Αυστραλίας. Πολλές αυστραλιανές παραγωγές επηρεάστηκαν από τη γεμάτη θεματολογία της και τις τεχνικές απεικόνισης των απειλητικών τοπίων και των απέραντων έρημων εκτάσεων της Αυστραλίας. Πολλές άλλες, ανάμεσά τους και τα Mad Max, χρωστάνε την ύπαρξή τους σε αυτό το στατικό, σχεδόν καθηλωμένο στο βάλτο της κόλασης road movie. Ο δάσκαλος του σχολείου μίας απομακρυσμένης και απομονωμένης κοινότητας της αυστραλιανής επαρχίας αποφασίζει να ταξιδέψει στο Σίδνεϋ με ενδιάμεση στάση ένα απομονωμένο χωριό, για να περάσει τις καλοκαιρινές διακοπές με την κοπέλα του. Το ταξίδι του όμως αποδεικνύεται πιο δύσκολο απ’ ό,τι περίμενε. Καταπληκτικές ερμηνείες από σχεδόν άγνωστους στο ευρωπαϊκό κοινό ηθοποιούς.
The Adventures of Priscilla, Queen of the Desert (1994, Stephan Elliot), ένα υπερκινητικό, πολύχρωμο και οπτιμιστικό road movie, που παρουσιάζει στο κοινό την αυστραλιανή κοινωνία της δεκαετίας του 1990. Μία κοινωνία δεκτική και μετριοπαθή, με αφοπλιστικό χιούμορ που δειλά-δειλά αρχίζει να εκφράζει την περιέργειά της και να εξερευνεί τα διάφορα σχετικά με τη διαφορετικότητα θέματα, τα οποία προκύπτουν στην πορεία της ανθρωπότητας. Η Priscilla είναι το λεωφορείο το οποίο μεταφέρει τρεις τρανσέξουαλ γυναίκες κατά μήκος και πλάτος της Αυστραλίας με αφορμή ένα καμπαρέ σόου, διαδίδοντας ένα μήνυμα αγάπης και δεκτικότητας.
Angel Baby (1997, Michael Rymer) μία αρκετά προσωπική ταινία που αναφέρεται στην ιστορία δύο ανθρώπων με σχιζοφρένεια, οι οποίοι γνωρίζονται κατά τη διάρκεια της θεραπείας τους και ερωτεύονται σχεδόν ακαριαία. Η ταινία είναι ένα αντισυμβατικό και ποιητικό love story με καταπληκτικούς διαλόγους, προσεγμένους χαρακτήρες, καθηλωτικές ερμηνείες από τον John Lynch και την Jacqueline McKenzie. Αποτελεί μία από τις πιο ρεαλιστικές απεικονίσεις του κόσμου των ψυχικά ασθενών στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου μυθοπλασίας.
Van Diemen’s Land (2009, Jonathan auf der Heide), η αληθινή ιστορία ενός διάσημου κατάδικου της Αυστραλίας, του Ιρλανδού Alexander Pearce, ο οποίος το 1822 παρέα με άλλους εφτά φυλακισμένους καταφέρνουν να αποδράσουν και στην πορεία προς την ελευθερία τους να χαθούν στα ανεξερεύνητα ακόμα εδάφη της βρετανικής αποικίας-φυλακής με το όνομα Van Diemen’s Land, σημερινής Ταζμανίας. Το φιλμ εστιάζει στον αγώνα των πρώτων αποίκων της Αυστραλίας για επιβίωση στα εχθρικά και αχαρτογράφητα εδάφη μίας αφιλόξενης περιοχής και στα όρια τα οποία είναι διατεθειμένος να ξεπεράσει ο άνθρωπος προκειμένου να καταφέρει επιβιώσει.
Rabbit-Proof Fence (2002, Phillip Noyce), τρία κοριτσάκια με καταγωγή από την φυλή των Αβορίγινων, τα οποία απήγαγε το Αυστραλιανό κράτος από τις οικογένειές τους για φυλετικούς λόγους, δραπετεύουν από το «λευκό» ορφανοτροφείο-φυλακή, το οποίο τις εκπαίδευε ώστε στο μέλλον να εργαστούν ως οικιακοί σκλάβοι σε σπίτια λευκών, και ξεκινούν ένα ταξίδι κατά μήκος του “rabbit-proof fence” για να βρουν τον λευκό πατέρα τους. Ο πατέρας τους εργάτης του αυστραλιανού κράτους το οποίο στην προσπάθεια του να προστατεύσει τις σοδειές από τα κουνέλια χτίζει ένα φράχτη (“rabbit-proof fence”). Όλοι γνωρίζουμε για τον ρατσισμό στην Αμερική και για τον θεσμό της δουλείας στον αμερικάνικο νότο. Λίγοι όμως γνωρίζουμε ότι στην Αυστραλία ο θεσμός της δουλείας ήταν βαθιά ριζωμένος ακόμα και μέχρι τη δεκαετία του 1970. Η υπόθεση της ταινίας μπορεί να είναι φανταστική αλλά τόσο τα ιστορικά γεγονότα όσο και ο φράχτης είναι αληθινά. Το αυστραλιανό κράτος απήγαγε παιδιά-μιγάδες για φυλετικούς λόγους και τα εκπαίδευε σαν σκλάβους. Η ταινία κατατάσσεται στις καλύτερες αυστραλιανές παραγωγές όλων των εποχών και μεταξύ άλλων συμμετέχει και ο Αβορίγινας συγγραφέας και ηθοποιός-εθνικό σύμβολο συμφιλίωσης, David Gulpilil.