Κινηματογραφική Γεωγραφία: Κολομβία και Βενεζουέλα
Το σινεμά της Λατινικής Αμερικής
Ολοκληρώθηκε ο 5ος κύκλος
Σύγχρονος κολομβιανός κινηματογράφος
Η Κολομβία έχει αποκτήσει θέση στο διεθνές πολιτιστικό τοπίο λόγω δύο κυρίαρχων αφηγήσεων. Η πρώτη αφορά τη λογοτεχνική ιδιοφυΐα του Gabriel García Márquez, χάρη στον οποίο δημιουργήθηκε ένα αισθητικό-πολιτικό πρόγραμμα: ο μαγικός ρεαλισμός. Η δεύτερη αφορά το γεγονός ότι ως έθνος έχει κατακερματιστεί από τον εμφύλιο πόλεμο και το εμπόριο ναρκωτικών. Η πρώτη αφήγηση έχει αναπαραχθεί από έναν κινηματογράφο που καλλιεργεί και υπερβάλλει το φανταστικό και απίθανο. Η δεύτερη με κυρίαρχη ρεαλιστική αισθητική και λίγα μελοδραματικά ίχνη, είναι πάντα αγκυροβολημένη στα γεγονότα και την πραγματικότητα. Αυτή η αισθητική εγκαινιάστηκε από την κινηματογραφική βιομηχανία, αλλά είχε μια δεύτερη ζωή στην τηλεόραση με σειρές όπως ο Narcos, μια παραγωγή Netflix.
Αυτές οι δύο αφηγήσεις, φυσικά, δεν αρκούν για να εξερευνήσουν την πολυπλοκότητα της Κολομβίας, αλλά την πλαισιώνουν με έναν εύκολο στην κατανόηση τρόπο που ικανοποιεί τη διεθνή δίψα για τα εξωτικά και διαφορετικά. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, ορισμένες ταινίες προσπάθησαν να συνθέσουν αυτές τις δύο αφηγήσεις. Το καλύτερο παράδειγμα αυτού του νέου αισθητικού-πολιτικού προγράμματος είναι το έργο του νεαρού σκηνοθέτη Ciro Guerra. Τόσο στο Pájaros de verano (Birds of Passage, 2018) όσο και στο El abrazo de la serpiente (Embrace of the Serpent, 2015), η μαγεία και ο ρεαλισμός επαναλαμβάνονται και ταυτόχρονα αντιμετωπίζονται. Και οι δύο ταινίες, ως εκ τούτου, κάνουν σχεδόν μια περίληψη όλων των προκλήσεων, των αντιφάσεων και των παράδοξων στη σχέση μεταξύ της Κολομβίας και του κινηματογράφου της. Το Embrace of the Serpent κυκλοφόρησε στο Fortnight των σκηνοθετών των Καννών και το 2016 προτάθηκε για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Η ταινία του Guerra απεικονίζει την αφθονία της Αμαζονικής φύσης, όχι σαν μια θεαματική οπτική γιορτή, αλλά σε ένα αφηρημένο ασπρόμαυρο. Η ίδια αντι-εορταστική προσπάθεια βλέπει κάποιος και στη μεταχείριση της πολιτιστικής και γλωσσικής πολυμορφίας της Κολομβίας, την οποία το Σύνταγμα του 1991, που εξακολουθεί να ισχύει, έχει αναγνωρίσει με ενθουσιασμό. Το Embrace of the Serpent σχολιάζει με κριτικό και απογοητευτικό τρόπο την εκπροσώπηση των πρώτων κατοίκων της χώρας, των ιθαγενών λαών δηλαδή, στη λογοτεχνική και εικονογραφική παράδοση.
Ο κινηματογράφος της Βενεζουέλας
Τα τελευταία χρόνια ο κινηματογράφος της Βενεζουέλας κατακτά την καταξίωση του στο σύνολο της λατινοαμερικάνικης έβδομης τέχνης. Παρά τα σκαμπανεβάσματά του, δείχνει ότι έχει ξεκινήσει και συνεχίζει να παράγει πολιτικές και κοινωνικές ταινίες, ευαίσθητες και ποιοτικές. Στις οθόνες, η χώρα εντυπωσιάζει: Το Pelo Malo (2014) της Marianna Rondon, κέρδισε το κοινό μέσα και έξω από τη Βενεζουέλα, κερδίζοντας πολλά βραβεία στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν. Το επίκεντρο της ιστορίας είναι ο λανθάνων ρατσισμός προς τους ιθαγενείς και τις κοινωνίες μικτής φυλής. Το Machismo και η ομοφοβία είναι θέματα που καλύπτονται από την ταινία με έναν λεπτό αλλά συντριπτικό τρόπο. Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο βραβευμένο φιλμ της Βενεζουέλας. Το «Secuestro Express» του Jonathan Jakubowicz (2005) αποκαλέστηκε ως «Η πόλη του Θεού» της Βενεζουέλας. Η ταινία συγκέντρωσε ερασιτέχνες ηθοποιούς και γυρίστηκε σε μια φτωχή γειτονιά, αναδεικνύοντας τη βία μιας κατακερματισμένης πόλης και τις διακρίσεις ενάντια σε αυτούς που ζουν στις φτωχογειτονιές. Το «Lo Que Lleva el Rio» (2015), του Mario Crespo, διηγείται μια ιστορία συγκρούσεων που προκύπτουν όταν η νεαρή Ινδιάνα Dauna αποφασίζει να σπουδάσει, γεγονός που θεωρείται ότι παραιτείται από τις ρίζες της. Υπάρχουν διάλογοι στα ισπανικά, αλλά η κυρίαρχη γλώσσα είναι το Warao. Τo 2016 ο Lorenzo Vigas κέρδισε το Χρυσό Λιοντάρι στη Βενετία για το Desde Alla, την ιστορία μιας καταπιεσμένης ομοφυλοφιλικής αγάπης. Το 2016, η ταινία «El Amparo» του Rober Calzadilla, κέρδισε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου στο Σάο Πάολο.
Αν και η επιτυχία ήρθε πρόσφατα, ο κινηματογράφος υπάρχει στη Βενεζουέλα από τα τέλη του 19ου αιώνα. Το 1896, οι πρώτες ταινίες άρχισαν να προβάλλονται στις πόλεις και ο ήχος έφτασε το 1930. Τα Bolívar Filmes ιδρύθηκαν στη δεκαετία του 1940 και το 1951 το «La Balandra Isabel llegó Esta Tarde» του Carlos Hugo Christensen, κέρδισε το βραβείο Καλύτερης Φωτογραφίας στο Φεστιβάλ των Καννών. Το 1959, το ντοκιμαντέρ Araya, της Margot Benacerraf, κέρδισε το Βραβείο Κριτικών στο ίδιο φεστιβάλ. Στη δεκαετία του 1970, υπήρξε μια τεράστια άνθηση, οδηγώντας στην εμφάνιση του «Νέου Κινηματογράφου της Βενεζουέλας». Οι ταινίες που ανήκουν σε αυτό το ρεύμα έχουν έντονο κοινωνικό φορτίο, επηρεασμένες και από το γεγονός ότι ο ένοπλος αγώνας κορυφώθηκε τη δεκαετία του '60. Στη δεκαετία του '90, μπορούμε να μιλάμε για παρακμή του εθνικού κινηματογράφου λόγω του αμερικανικού αποικισμού και στην έβδομη τέχνη. Αλλά γυρίστηκαν και ποιοτικά φιλμ τοπικά, όπως τα: Tierna es la noche, του Leonardo Henríquez. de Golpes a mi puerta (1993), του Alejandro Saderman. Una vida y dos mandados (1996), του Carlos Arvelo.
Τα τελευταία χρόνια, αναβιώνει το σινεμά της Βενεζουέλας. Μέρος αυτής της αναβίωσης οφείλεται στα ενισχυτικά μέτρα προς το σινεμά της κυβέρνησης του Ούγκο Τσάβες (νόμος περί κινηματογράφου, του 2005, ενίσχυση του Εθνικού Αυτόνομου Κινηματογραφικού Κέντρου-CNAC που προωθεί τη χρηματοδότηση ανεξάρτητων έργων κλπ). Μετά την επιτυχία της ταινίας El Chico que Miente (2011, Μarite Ugas), που επιλέχθηκε για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου 2011, γίνεται συζήτηση για αναβίωση του εθνικού σινεμά, γεγονός που υποστηρίζεται και από τις νέες κυβερνητικές πολιτικές κινήτρων για την πολιτιστική παραγωγή που αποσκοπούν στον τερματισμό της δικτατορίας των αμερικανικών ταινιών στη χώρα. Το 2006, ιδρύθηκε η λεγόμενη Cinecittà της Βενεζουέλας. Η επένδυση έγινε όταν το κυβερνών κόμμα αντελήφθη ότι «οκτώ μεγάλα στούντιο του Χόλυγουντ μοιράζονταν το 85% του παγκόσμιου κινηματογράφου και αντιπροσώπευαν το 94%, τουλάχιστον, της κινηματογραφικής προσφοράς στη Λατινική Αμερική». Παρά την κριτική από ορισμένους σκηνοθέτες, πολλοί αντίπαλοι της κυβέρνησης εργάζονται εκεί.