Οι πρόσφυγες του Πόντου
της Θεοδώρας Ιωαννίδου – Καρακουσόγλου
ΠΗΓΗ: Η ΣΕΛΙΔΑ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ
Με αφορμή την επίσκεψη του Cine- Δράση στην Μακρόνησο, (Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου), δημοσιεύουμε σημείωμα της συγγραφέως Θεοδώρας Ιωαννίδου – Καρακουσόγλου*, που αναδεικνύει μια άγνωστη πτυχή της πικρής ιστορίας του νησιού...
Στη Μακρόνησο λειτούργησε από το τέλος του 1922 και το 1923 λοιμοκαθαρτήριο. Εκεί οδηγήθηκαν κυρίως πρόσφυγες από τον Πόντο, αλλά και από την υπόλοιπη Μ. Ασία, όπως και Ασσύριοι. Οι πρόσφυγες έφταναν σε κακή κατάσταση από τις συνθήκες στα υπερφορτωμένα καράβια της μεταφοράς τους, όπου ξεκληρίζονταν ολόκληρες οικογένειες. Χαρακτηριστικό είναι πως σε ιταλικό καράβι μεταφοράς από τους 4.500 που επιβιβάστηκαν στο Βατούμ έφτασαν 1.500 στη Μακρόνησο, όπου κατάσταση ήταν τραγική. Επιδημίες, πείνα, δίψα, θάνατοι. Έμεναν σε σκηνές επτά ατόμων κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλο. Έφτασαν κάποτε να βρίσκονται στριμωγμένοι και ταλαίπωροι ακόμη και πάνω από 11.000. Την τάξη επέβαλαν με μεγάλο ζήλο Τούρκοι αιχμάλωτοι(!!!) που εξαντλούσαν την αυστηρότητά τους σε όσους μετακινούνταν από τον καθορισμένο, με βάση τον τόπο καταγωγής και τις αρρώστιές τους, χώρο.
Νερό δεν υπήρχε στο νησί. Μια μαούνα τους έφερνε απ’ το Λαύριο και εκείνο ήταν γλυφό. Κάποτε έκανε τρεις μέρες να φέρει και λιποθυμούσαν από τη δίψα. Τους έδιναν μισή οκά στον καθένα το 24ωρο, αλλά οι δεξαμενές είχαν ποντίκια και θέριζε η χολέρα και ο τύφος. Τυπικά, για την διατροφή τους, τους αναλογούσαν 1.000 θερμίδες ημερησίως. Το φαγητό όμως συχνά ήταν επικίνδυνα αλλοιωμένο: χαλασμένες ελιές, ρέγγες, μακαρόνια. Κάποιοι βαρκάρηδες έφερναν και πουλούσαν λαθραία ψωμί. Ένα καρβέλι κόστιζε συνήθως μια χρυσή λύρα, αν και πολλά χρυσά ρολόγια δόθηκαν μόνο για μια φέτα σκουληκιασμένο ψωμί. Τα λιγοστά υπάρχοντα που με χίλιους κόπους είχαν περισώσει και τα τρόφιμα που έστελνε η κυβέρνηση της Αθήνας εξαφανίζονταν από τους Έλληνες τροφοδότες με την ανοχή και τη συνεργασία του διευθυντή της Μακρονήσου. Στη συνέχεια πουλιόνταν στο Λαύριο.
Την υγειονομική περίθαλψη είχε αναλάβει η φιλανθρωπική οργάνωση των «Νοσοκομείων Αμερικανίδων Κυριών». Υπεύθυνη των τριών πρόχειρων νοσοκομείων ήταν η ηρωική γιατρός Olga Stastny, που σε προτροπή γνωστού της να αποχωρήσει, γιατί κινδυνεύει μένοντας στη Μακρόνησο, απάντησε: «Τα παιδιά μου έχουν μεγαλώσει και παντρευτεί. [...] Δεν έχω άλλα καθήκοντα εκτός από τα καθήκοντά μου εδώ». Τελικά έμεινε στη Μακρόνησο για πάνω από πέντε μήνες. Ο βασικός βοηθός της Δρ. Πόμπουρας πέθανε από τύφο, αλλά η ίδια βγήκε ζωντανή και γύρισε στη Νεμπράσκα. Παρά τις προσπάθειες όμως, η διαρκής έλευση νέων προσφύγων έκανε αδύνατο τον έλεγχο των επιδημιών και έτσι οι θάνατοι ήταν γύρω στα 50 άτομα τη μέρα. Θεωρείται υπερβολικός ο αριθμός των 40.000 νεκρών στο νησί που είχε αναφερθεί στον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ (8-12-1923), υπολογίζεται όμως πως έχασαν τη ζωή τους γύρω στους 6000 Πόντιοι, έχοντας γνωρίσει από τη γη των ονείρων τους, την Ελλάδα, μόνο τη Μακρόνησο. Θάβονταν, μερικές φορές μαζί με μισοπεθαμένους, σε ρηχούς λάκκους γεμάτους με νερό και ασβέστη. Χρόνια αργότερα, τα κόκαλά τους τα έβρισκαν διάσπαρτα οι πολιτικοί εξόριστοι, που έκαναν ευρύτερα γνωστό αυτό το νησί στον κόσμο. Κάποιοι επιβίωσαν της «καραντίνας» και σταδιακά μεταφέρθηκαν από τις αρχές στην Αττική. Άλλοι αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να εξεγερθούν. Ορισμένοι, πληρώνοντας βαρκάρηδες πέρασαν κρυφά απέναντι, στο Λαύριο.
Με ενέργειες του συλλόγου Ποντίων ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ – ΚΟΜΝΗΝΟΙ τοποθετήθηκε στη Μακρόνησο το 2020 μνημείο για τους θανόντες πρόσφυγες.
* Η Θεοδώρα Ιωαννίδου – Καρακουσόγλου γεννήθηκε το 1953 στην Αθήνα όπου ζει με την οικογένειά της και εργάζεται ως οδοντίατρος. Είναι Πόντια τρίτης γενιάς. Είναι συγγραφέας των βιβλίων: «Όσοι δεν γέλασαν ποτέ», Γορδιος, 2016, (έχει μεταφραστεί και στα αγγλικά, Theodora Ioannidou, «The Holocaust of the Pontian Greeks: Still an open wound», Kindle Edition) και «Η εξόντωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας του Πόντου», Τραπεζούς Εκδόσεις, 2021. Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο της συγγραφέως.