ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΠΛΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ.

Του Κωνσταντίνου Γιώτη.


Η Ορθόδοξη Χριστιανική Θεολογία και ο Σύγχρονος Άνθρωπος - Η Ορθοδοξία ως πολιτισμικό επίτευγμα και τα προβλήματα του Σύγχρονου Ανθρώπου

Θεολογική προσέγγιση του φόβου έναντι του θείου - Χριστιανικές και αρχαιοελληνικές προσεγγίσεις


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


Το θέμα της παρούσας εργασίας είναι η θεολογική προσέγγιση του φόβου έναντι του θείου, λαμβάνοντας υπόψη την τραγική κατάσταση της περιόδου που διανύουμε εν μέσω πανδημίας και τις δραματικές εξελίξεις στην πολύπαθη Ουκρανία. Ο φόβος προέρχεται από την απειλή της διαμόρφωσης μίας νέας πραγματικότητας, η οποία διαφοροποιεί δυνητικά κάθε πεπερασμένο ανθρώπινο σχεδιασμό. Ο φόβος απώλειας ελέγχου κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας οδηγεί νομοτελειακά τον άνθρωπο σε μία πνευματική αναζήτηση όσον αφορά τη σχέση του με τον Θεό, δίχως αυτό να συνιστά τρόμο και άρνηση της ζωής, αλλά μία πράξη κατάφασης, ενδυναμώνοντας τη σχέση ανθρώπου και Θεού και καλλιεργώντας την εμπιστοσύνη και την ελπίδα σε Αυτόν, η οποία εκδηλώνεται με την έμπρακτη αγάπη και αλληλεγγύη προς τον πλησίον.


ΣΥΝΤΜΗΣΕΙΣ


Βλ.: Βλέπε

εξ.: εξής

κ.ά.: και άλλα, και άλλοι

κ.λπ.: και λοιπά

κ.π.: και παράλληλα, στην περίπτωση των Συνοπτικών Ευαγγελίων

ό.π.: όπου παραπάνω

πρβλ.: παράβαλε, σύγκρινε

στίχ.: στίχος

PG: Patrologia Graeca, J. P. Migne, Paris 1857-1886


ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Η περίοδος που διανύουμε εν μέσω πανδημίας και πολέμου κυριαρχείται έντονα από το συναίσθημα του φόβου. Ο μεγαλύτερος φόβος του ανθρώπου είναι ο φόβος του θανάτου, καθώς οδηγεί στην απώλεια της ζωής, υπερβαίνει κάθε ανθρώπινο σχεδιασμό και απειλεί τον άνθρωπο με οριστικό αφανισμό, οδηγώντας τον στην πλήρη ανυπαρξία. Είναι λογικό ο άνθρωπος να στρέφει το βλέμμα του προς τον Θεό, ενδυναμώνοντας τη σχέση εμπιστοσύνης μαζί Του, μετατρέποντας το φόβο του αφανισμού σε μία απόλυτη πίστη για δυνατότητα σωτηρίας και αιωνίου ζωής. Ο φόβος υπό αυτό το πρίσμα, ξεφεύγει από τα στενά όρια της φιλοσοφικής ή ψυχολογικής διαστάσεως, προσλαμβάνει θεολογικό περιεχόμενο, καθώς συνιστά επιλογή ζωής. 

Οι Πατέρες της Εκκλησίας συμπεριλαμβάνουν στα διάφορα πάθη του ανθρώπου και το φόβο, καθώς και όλες τις συγγενείς προς αυτόν καταστάσεις που διαμορφώνονται, όπως ο τρόμος, το άγχος, η αγωνία, η φοβία κ.ά. Ο φόβος συνδέεται άμεσα με την ιδέα ή το αίσθημα ότι τίθεται σε κίνδυνο απώλειας ο ανθρώπινος προγραμματισμός, η ίδια η ζωή, ότι υφίσταται κίνδυνος στερήσεως, πόνου ή δοκιμασίας για καθετί το οποίο επιθυμούμε και είμαστε προσκολλημένοι σε αυτό. Όμως για το χριστιανό, αυτός ο φόβος δύναται να μετατραπεί σε αρετή παρά σε πάθος. «Ει και πάθος ο φόβος, ως βούλονταί τινες, ότι φόβος εστί πάθος, ουχ ο πας φόβος πάθος»1. Ο άνθρωπος μπορεί να νικήσει το φόβο μέσω της αγάπης η οποία εκφράζεται έμπρακτα προς τον πλησίον, ευρισκόμενος έτσι σε στενή σχέση με τον Δημιουργό. 

Θα χωρίσουμε την εργασία σε δύο κεφάλαια. Στο πρώτο θα εξετάσουμε το φόβο μέσα από τις αναφορές των Αγίων Πατέρων σχετικά με τα είδη του φόβου και την παθολογία του, στη συνέχεια θα ασχοληθούμε με τη θεραπευτική του φόβου, δηλαδή του φόβου Θεού και τις καταστάσεις με τις οποίες συνδέεται, ενώ στο δεύτερο κεφάλαιο θα εξετάσουμε το αίσθημα του φόβου, όπως αυτό προσλαμβανόταν στην αρχαιοελληνική φιλοσοφική σκέψη και κυρίως στην Ηθική Φιλοσοφία του Επίκουρου.


Κεφάλαιο 1ο


Η παθολογία του φόβου και η θεραπευτική δράση του «φόβου Θεού»


Το πανάρχαιο αίσθημα του φόβου, συνδεόμενο μάλιστα με την ενοχή, έχει αφετηρία την περίοδο δημιουργίας του ανθρώπου από τον Θεό. Ο Δημιουργός ενέβαλε στον άνθρωπο κατά τη δημιουργία του μία δύναμη, ένα αίσθημα συνειδητότητας, το οποίο συνδέει τον άνθρωπο με την ίδια την ύπαρξή του εντός της ζωής, δημιουργώντας το αίσθημα του φόβου για την απώλεια της ψυχής και του σώματός του. Λογικό επακόλουθο είναι η προσαρμογή του στη ζωή και το «είναι», ενώ συγχρόνως αποστρέφεται οτιδήποτε μπορεί να τα απειλήσει και να τον οδηγήσει σε μία κατάσταση «μη είναι» και πλήρους ανυπαρξίας. Πρόκειται για φυσική ροπή του ανθρώπου προς τη ζωή, εφόσον ο Δημιουργός δεν έπλασε τα τέκνα του με τελικό σκοπό τον θάνατο, αλλά την αθανασία. «Εστί γαρ κατά φύσιν και παρά φύσιν δειλία και κατά φύσιν δειλία εστί, δύναμις κατά συστολή του όντος ανθεκτική»2. 

Μία άλλη μορφή φόβου εμφανίζεται ευρέως στην Παλαιά Διαθήκη. Πρόκειται για τη φράση «φόβος Θεού ή Κυρίου»3, η οποία φανερώνεται στην απάντηση του Αδάμ, όταν τον καλεί ο Θεός «Άκουσα τη φωνή σου και φοβήθηκα»4. Ο άνθρωπος συνειδητοποιεί ότι θεμέλιο της πραγματικότητας, υψηλοτέρα αξιακά από τη βιολογική ζωή βρίσκεται η εν Χριστώ ζωή, η κοινωνία με τον Δημιουργό, για την απώλεια της οποίας φοβάται. Αντιλαμβάνεται ότι ο θάνατος της ψυχής του στερεί οριστικά την ελπίδα της σωτηρίας και της αιωνίου ζωής. Οι Πατέρες της Εκκλησίας ερμηνεύουν το φόβο, που ενέβαλε ο Θεός στον άνθρωπο ως αρετή, ως το μέσο εκείνο, το οποίο θα τον βοηθήσει να τηρεί τις εντολές Του και να αποφεύγει τις παραβάσεις τους. Η συνειδητοποίηση της παρακοής του θελήματος του Κυρίου οδηγεί στο αίσθημα της ενοχής, το οποίο με τη σειρά του δύναται να οδηγήσει τον άνθρωπο στη μετάνοια και τη σωτηρία. Η ενοχή εμφανίζεται πρώτη φορά αμέσως μετά το προπατορικό αμάρτημα, όπου ο άνθρωπος αισθάνεται την ενοχή της γυμνότητάς του και ράβει φύλλα συκής για να την απαλύνει5. 

Ένα άλλο είδος φόβου, συνέπεια του προπατορικού αμαρτήματος εκδηλώνεται με τη μορφή πάθους, διαχωρίζει τον άνθρωπο από την κοινωνία του με τον Θεό, καθώς η ανθρώπινη ύπαρξη συνδέεται με το πεπτωκός «είναι» της, φανερώνοντας τη φιλαυτία της. Το πάθος της φιλαυτίας στηρίζεται στον εγωισμό του ανθρώπου και εκφράζεται μέσω του φόβου της στερήσεως της ηδονής ή της πιθανής απώλειας υλικών αγαθών και απολαύσεων. Η ψυχή ταράζεται, δυσφορεί, υποφέρει, καθώς οι συνέπειες μεταφέρονται και στο σωματικό πεδίο. «Ποτέ μεν η ψυχή, ποτέ δε το σώμα προεδειλίασε και τω ετέρω του πάθους μετέδωκεν»6. Είναι φανερό ότι τα πάθη τα οποία δημιουργούν το αίσθημα του φόβου συνδέονται με τα υλικά αγαθά και τις επίγειες ηδονές και απολαύσεις του κόσμου τούτου, δεσμεύοντας τον άνθρωπο σε μία πεπερασμένη ζωή, στερώντας του το δικαίωμα της ελευθερίας και της αιωνίου ζωής. «Ελεύθερο θεωρείται το πρόσωπο εκείνο που χαρακτηρίζεται από τις όσο το δυνατόν λιγότερες ψυχικές συγκρούσεις και που, εξαιτίας αυτού, οι αποφάσεις του, οι επιθυμίες του, τα συναισθήματά του μπορούν να υπολογίζονται αξιόπιστα, έστω κι αν το άτομο δεν έχει πάντοτε την επίγνωση ότι δρα ανελεύθερα»7. 

Η τραγικότητα της ανελευθερίας και ο ψυχικός πόνος που προκαλεί η εσωτερική σύγκρουση των συναισθημάτων στον άνθρωπο, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ευλογία της δωρεάς από τον Θεό των χαρισμάτων του αυτοβούλου και αυτεξουσίου, ώστε να καταστεί ελεύθερος μεν, αλλά και υπεύθυνος δε. Η ελευθερία συνδέεται άμεσα με την ευθύνη, δεν υφίσταται ανεύθυνη ελευθερία. «Η αντίφαση, ο άνθρωπος από τη μία να αναζητά όλο και περισσότερη ελευθερία και από την άλλη να την φοβάται, είναι σημάδι ότι μέσα του υπάρχει ο σπόρος μιας απόλυτης ελευθερίας, ενώ τώρα ανιχνεύονται μόνο η δίψα γι’ αυτήν και ο τρόμος που προκαλεί»8. 

Σύμφωνα με τις πατερικές διδασκαλίες τόσο ο «κατά Θεόν φόβος» ως «κατά φύσιν» φόβος, όσο και ο «κοσμικός φόβος» ως «παρά φύσιν» ή «παρά λόγον» φόβος, παρουσιάζουν μία αντίφαση ως προς το σκοπό τους, καθώς αποκλείουν ο ένας τον άλλον. Αν φοβόμαστε την απώλεια υλικών αγαθών λόγω προσωπικών παθών, αυτό συμβαίνει διότι αρνούμαστε τον Θεό και αντίστροφα, εάν φοβόμαστε τον Θεό δεν έχουμε λόγο να φοβόμαστε και να ανησυχούμε για τίποτε. Ο «φόβος Θεού» εκλαμβάνεται με θετικό πρόσημο, καθώς ο φόβος αυτός «αναγνωρίζει τις καλές προθέσεις του Θεού»9, «παράγεται από τον Λόγο του Θεού»10 και «καθιστά το άτομο δεκτικό της σοφίας και της γνώσης»11. 

Κατά τους Πατέρες ο «κοσμικός φόβος» θεωρείται πάθος και ως τέτοιο εκλαμβάνεται ως νόσος. Πρόκειται για διαστροφή της ενάρετης φυσικής διάθεσης και στάσης ζωής σε παρά φύση πάθος με αποτέλεσμα την εμφάνιση παθογόνων καταστάσεων στον άνθρωπο, όπως είναι η φοβία, το άγχος, η αγωνία, η αδημονία, η ζηλοφθονία κ.ά. Αντί ο άνθρωπος ως δημιούργημα του Θεού να φοβάται την απώλεια της κοινωνίας μαζί Του και την απομάκρυνση από Αυτόν, φοβάται τις απώλειες υλικών αγαθών και απολαύσεων. Αυτό αποτελεί συνέπεια της έλλειψης πίστης προς τον Δημιουργό και απώλεια εμπιστοσύνης προς τα πνευματικά αγαθά. Ο άνθρωπος εγκλωβίζεται έτσι στα δύο πρωτόγονα ζωώδη ένστικτα αυτά της επιβίωσης και της αναπαραγωγής, αδυνατώντας να τα υπερβεί και να προσέλθει σε πνευματικό διάλογο με τον Θεό, στερούμενος με αυτόν τον τρόπο την πραγματική ελευθερία που του προσφέρεται ως δώρο αιωνίου ζωής. 

Η διαφορά του θεοσεβούμενου από τον αθεόφοβο έγκειται στο γεγονός ότι ο πρώτος έχει νοηματοδοτήσει τη ζωή του, δίνοντας αξία στο γεγονός της ύπαρξής του, καθιστάμενος κοινωνός με την πηγή της ζωής που είναι ο Δημιουργός του, ενώ ο δεύτερος, έμφοβος, αρνείται την προστασία και την Πρόνοια με την οποία περιβάλλει κάθε δημιούργημα Εκείνος, καθώς θέτει ως κέντρο όλων των μερίμνων του την αισθητή πραγματικότητα, αναγνωρίζει μόνο τον υλικό κόσμο, τον οποίο και λατρεύει, αφού γίνεται γι’ αυτόν το Απόλυτο. Το προπατορικό αμάρτημα επαναλαμβάνεται συνεχώς, καθώς ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τη δωρεά του αυτοβούλου και του αυτεξουσίου, το οποίο του δόθηκε από τον Θεό, για να απομακρυνθεί από Αυτόν, εκφράζοντας απόλυτη υπερηφάνεια και φιλαυτία για τον ίδιο. Ο φόβος αποκαλύπτει την παραίσθηση που έχει ο άνθρωπος ότι μπορεί μόνος του μακριά από τον Δημιουργό του, να ορίσει και να ελέγξει τη ζωή του, αρνούμενος την ύπαρξη της Θείας Πρόνοιας. Όμως, όπως λέγει ο Χριστός στους τρομαγμένους μαθητές Του «Τι δειλοί εστέ ούτω; πως ουκ έχετε πίστιν»12, υπενθυμίζεται στον άνθρωπο ότι «ο Θεός προνοεί αδιάκοπα γι’ αυτόν»13. 

Συνεπώς ο άνθρωπος ο οποίος εμπιστεύεται και ενώνεται με τον Θεό δύναται να καταστεί μέτοχος της Αναστάσεως του Χριστού και της αιωνίου ζωής, βρίσκει σε Αυτόν την πληρότητα των αγαθών, υλικών και πνευματικών, υπερβαίνοντας κάθε φόβο, ακόμη και εκείνον του θανάτου, «να μην φοβάται καμιά επίθεση, ούτε ακόμη την επίθεση του θανάτου που σκοτώνει προσωρινά το σώμα, αλλά δεν μπορεί να πειράξει την ψυχή»14. Γενικά το συναίσθημα του φόβου είναι ανωφελές, καθώς αποτελεί μία ασύνετη και δίχως λογική στάση. Κανείς δεν μπορεί με το φόβο να αποφύγει ή να εμποδίσει να συμβεί κάτι το οποίο δεν επιθυμεί, «Τις εξ υμών μερίμνων δύναται προσθείναι επί την ηλικίαν αυτού πήχυν έναν;15». Στην πραγματικότητα, ο φόβος δημιουργεί μία αίσθηση διέγερσης του άγχους, συνοδεία τρόμου, η οποία προκαλείται λόγω ενός αισθήματος ανησυχίας, απειλής και δέους στο φαντασιακό επίπεδο του ανθρώπου. «Πρόκειται για την αντιληπτή αδυναμία κάποιου να ελέγξει κάτι και την ανικανότητά του να υπερασπιστεί τον εαυτό του από μία υποτιθέμενη απειλή»16.

Ο έμφοβος άνθρωπος βρίσκεται υπό την επήρεια του παραλόγου, καθώς τα χαρακτηριστικά του φόβου, όπως αυτά εκφράζονται, π.χ. αγωνία, άγχος, τρόμος, δειλία κ.λπ., χαρακτηρίζονται από την απουσία αντικειμενικών λόγων θεμελίωσης. Οι εσωτερικές ηθικές λογικές αντιστάσεις του μοιάζουν να είναι κατασταλμένες, εφόσον το έμφοβο άτομο δεν άγεται από τη λογική του αλλά από τα πάθη του, «ουθέν γαρ εστι φόβος ει μη προδοσία των από λογισμού βοηθημάτων»17. Το πάθος της υπερηφάνειας διαδραματίζει ίσως το σημαντικότερο ρόλο στη δημιουργία του φόβου. Η υπερηφάνεια παραμορφώνει την πραγματικότητα, αλλοιώνει και μειώνει την αληθινή διάσταση του γεγονότος, ενώ αντίθετα δημιουργεί την αίσθηση μίας άλλης ανύπαρκτης πραγματικότητας. Η εντύπωση της δυνατότητας για βίωση της ζωής μακριά από τον Δημιουργό, δίχως φόβο Θεού, οδηγεί νομοτελειακά τον άνθρωπο στην πτώση και την αμαρτία. Η αμαρτία γεννά τις ενοχές και αυτές δημιουργούν το φόβο στον άνθρωπο. «Θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το κακόν»18. 

Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας όλα τα πάθη συνδέονται άμεσα με τη δαιμονική ενέργεια, καθώς οι δαίμονες επιχειρούν να επωφεληθούν από την παρουσία τους, κάτι που τους διευκολύνει τα μέγιστα στη φθοροποιό δράση τους. Ειδικά το αίσθημα του φόβου συνδέεται άμεσα με την προσκόλληση του ανθρώπου στα υλικά αγαθά και τις απολαύσεις. Για παράδειγμα ο φόβος του θανάτου έχει να κάνει με αυτό, όσο περισσότερο προσκολλημένος είναι ο άνθρωπος στα αισθητά αγαθά, τόσο περισσότερο φοβάται τον θάνατο σε αντίθεση με τον πνευματικό άνθρωπο, ο οποίος εμπιστεύεται και πιστεύει στον Θεό και στην Βασιλεία Του. Όμως ο ίδιος ο Χριστός λέγει «Μη ουν μεριμνήσητε λέγοντες, τι φάγωμεν ή τι πίωμεν ή τι περιβαλλώμεθα; οίδε γαρ ο Πατήρ ημών ο ουράνιος ότι χρήζετε τούτων απάντων. Μη ουν μεριμνήσητε εις την αύριον»19. 

Εύκολα συνάγεται το συμπέρασμα ότι η πηγή κάθε πάθους, ιδίως του φόβου, βρίσκεται στην έλλειψη πίστης προς τον Θεό. Ο πιστός άνθρωπος διακατέχεται από την ακλόνητη πίστη πως έχει αρωγό πάντα μαζί του τον Κύριο, ο οποίος με την Πρόνοιά Του θα προσφέρει κάθε αρωγή και προστασία στο ευλαβές τέκνο Του, λειτουργώντας ως στοργικός Πατέρας. Συνέπεια αυτού είναι η απουσία φόβου για τον πιστό, εφόσον όλες οι δυσκολίες, τα προβλήματα και οι κίνδυνοι οι οποίοι ενσκήπτουν καθίστανται πλήρως διαχειρίσιμοι. «Αυτός γαρ είρηκεν, ου μη σε ανώ ουδ’ ου μη σε εγκαταλείπω, Κύριος εμοί βοηθός και ου φοβηθήσομαι»20. Συνεπώς, για την απελευθέρωση του ανθρώπου από το φόβο δεν αρκεί μόνο η πίστη, αλλά χρειάζεται οπωσδήποτε και η αρωγή του Θεού. Ο άνθρωπος οφείλει να προστρέχει στον Δημιουργό του μέσω της καθημερινής προσευχής του, ζητώντας την αρωγή Του και το έλεός Του. Το μόνο «φάρμακο» που διαθέτει ο πιστός είναι η προσευχή του, η οποία τον θέτει σε κοινωνία μαζί Του, προσφέροντάς του ελπίδα για λύτρωση και σωτηρία. Για τον ευλαβή άνθρωπο, ο φόβος Θεού δεν σηματοδοτεί κάποιο αίσθημα φοβίας και τρόμου για τον Θεό, αλλά αντίθετα σημαίνει την αρχή της γνώσης Του. «Αρχή σοφίας Κυρίου, σύνεσις δε αγαθή πάσι τοις ποιουσι αυτήν, ευσέβεια δε εις Θεόν αρχή αισθήσεως, σοφίαν δε και παιδείαν ασεβείς εξουθενήσουσιν»21. 

Το μήνυμα που συνάγεται είναι ότι ο φόβος Θεού οριοθετεί ως κεντρικό σκοπό κάθε ανθρώπινης ύπαρξης τη γνώση του Θεού, καθώς αυτή είναι το θεμέλιο κάθε σκέψης, λογισμού και πράξης, στο πλαίσιο μίας εκπαιδευτικής διαδικασίας ολοκληρώσεως της ανθρώπινης προσωπικότητας. Με την αδιάλειπτη προσευχή και την ταπεινόφρονα συμπεριφορά, ο πιστός καθίσταται μέτοχος της Θείας Χάρης, γεγονός που τον οπλίζει πνευματικά στον αγώνα για την αποφυγή των αμαρτιών και τη λύτρωση από τα πάθη. Αντίθετα η υπερηφάνεια συνδέεται άμεσα με το φόβο, αφού ο υποδουλωμένος σε αυτό το πάθος άνθρωπος φοβάται μην υποστεί την άρνηση, την προσβολή, την αμφισβήτηση, την ακύρωση για αυτά που πιστεύει για τον εαυτό του. Μόνον η αληθινή και ανιδιοτελής αγάπη μπορεί να νικήσει το φόβο, καθώς ο ταπεινός άνθρωπος δεν βλέπει τον πλησίον του ανταγωνιστικά, αλλά ως «εν Χριστώ» αδελφό του. «Φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη αλλά η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον»22.

Ωστόσο, οι Πατέρες της Εκκλησίας αποδέχονται μία μορφή φόβου, την ενάρετη, καθώς αυτή λειτουργεί παιδαγωγικά-σωτηριολογικά για τον άνθρωπο. Κατά την πατερική παράδοση ο φόβος-πάθος αναστέλλει τον ενάρετο φόβο του Θεού, ο οποίος δρα ευεργετικά στον πνευματικό αγώνα του ανθρώπου για λύτρωση και σωτηρία, ενώ αντίστροφα ο ενάρετος φόβος Κυρίου αποβάλλει το φόβο που προκαλούν τα διάφορα πάθη και ελευθερώνει τον άνθρωπο χαρίζοντάς του τη λύτρωση. «Ο φοβούμενος Κύριον ουδέν ευλαβηθήσεται ου μη δειλιάση»23. Συνεπώς εναπομένει στον άνθρωπο να αποφασίσει ποιο είδος φόβου θα ενστερνισθεί και θα αποδεχθεί, το φόβο που προέρχεται από τα πάθη και τον υποδουλώνει σε αυτά ή το φόβο Κυρίου ο οποίος δύναται να θεωρηθεί θεμελιώδης αρετή, η οποία τον απελευθερώνει από τα πάθη και τις αμαρτίες του. Ο Φόβος Θεού ως θεμελιώδης αρετή πηγάζει από το φόβο της θείας κρίσης, τόσο της παρούσας όσο και της μέλλουσας. 

Οι λόγοι οι οποίοι ενώνουν τον άνθρωπο με τον Θεό και τον βοηθούν να αποστραφεί το κακό και την αμαρτία είναι οι εξής: Ο φόβος της τιμωρίας ή της απόδοσης δικαιοσύνης από τον Θεό κατά την Τελική Κρίση, η προσδοκία αντίστοιχα των μελλόντων αγαθών με την επίτευξη της σωτηρίας και τέλος η δίχως υστεροβουλία αγαπητική σχέση με τον Θεό μέσω του πνευματικού αγώνα για την τήρηση του θελήματός Του. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αληθινή αγάπη και η προσέγγιση του Κυρίου από τον άνθρωπο είναι πράξη λογική και φυσική, καθώς αυτός πλάσθηκε «ως κατ’ εικόνα» και «καθ’ ομοίωσιν» του Δημιουργού του, γεγονός το οποίο δικαιολογεί το φόβο του ανθρώπου για την απομάκρυνσή του από Αυτόν και εκφράζεται με την απόλυτη αγάπη του προς τον Δημιουργό του. «Φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη, αλλ’ η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον, ότι ο φόβος κόλασιν έχει, ο φε φοβούμενος ου τετελείωται εν τη αγάπη»24. 

Πρόκειται για μία διαδικασία αμφίδρομη, αφού η αμαρτία δημιουργεί την ενοχή η οποία οδηγεί στο φόβο, κατόπιν ο φόβος ως ενάρετος οδηγεί στη μετάνοια, στην κάθαρση της ψυχής από τα πάθη και τέλος στην αληθινή αγάπη και στην απελευθέρωση του ανθρώπου από τους κακούς λογισμούς. Ο ρόλος του φόβου, συνεπεία της μετάνοιας από παιδευτικός καταλήγει καθαρτικός. «Της καθαιρούσης την ψυχήν παιδείας, αρχή μεν (εστίν) ο φόβος του Θεού»25. Ο άνθρωπος φοβάται την αποκοπή των σχέσεων με τον Δημιουργό του, την απομάκρυνση από Αυτόν, τον σπλαχνικό Πατέρα, είναι ο φόβος της στέρησης της «δια την αγάπην παρρησίας». «Τον Θεό φοβού και τας εντολάς αυτού φύλασσε»26. Συμπερασματικά, ο ενάρετος φόβος ενθαρρύνει τον άνθρωπο να μετανοήσει, τον βοηθά να κοινωνήσει με τον φιλεύσπλαχνο Πατέρα μέσω της Προσευχής και τον δυναμώνει πνευματικά στηρίζοντας τον αγώνα του για τη λύτρωση και τη σωτηρία. 


Κεφάλαιο 2ο

Ο φόβος του θανάτου στην επικούρεια φιλοσοφία - 

Η κενοδοξία στην επικούρεια ηθική


Ο άνθρωπος ως «κατ’ εικόνα» και «καθ’ ομοίωσιν» δημιούργημα του Θεού προικισμένος με τα στοιχεία της λογικής και της συνείδησης αποτελεί το μόνο έλλογο έμβιο ον το οποίο διατηρεί συνείδηση της βιολογικής φθοράς και του θανάτου. «Ο θάνατος τυγχάνει ων, ως εμοί δοκεί, ουδέν άλλο ή δυοίν πραγμάτοιν διάλυσις, της ψυχής και του σώματος απ’ αλλήλου»27. Αυτή η συναίσθηση των αρχαίων Ελλήνων για το πρόσκαιρο και πεπερασμένο της ζωής δημιούργησε πολλές φιλοσοφικές αντιλήψεις, οι οποίες επιχείρησαν η καθεμία να εξηγήσει το γεγονός του θανάτου ως το μεγαλύτερο φόβο του ανθρώπου και να περιορίσουν όσο είναι αυτό εφικτό την προθανάτια οδύνη των ανθρώπων, καθιστώντας το φαινόμενο του θανάτου ως μία κατάσταση πλήρως διαχειρίσιμη. «Έξω του κόσμου το αποθανόν ου πίπτει»28.

Ήδη από τον όγδοο αιώνα προ Χριστού υφίσταται η ομηρική άποψη η οποία δίνει αξία μόνο στην παρούσα επίγεια κοσμική ζωή, καθώς δεν ενδιαφέρεται για όποια άλλη πνευματική ζωή, χαρακτηρίζει τον θάνατο ως ύψιστο κακό το οποίο στερεί τις χαρές και τις απολαύσεις των ηδονών. Η σκέψη πως εγκαταλείποντας τη ζωή, αφήνει πίσω τα αγαπημένα του πρόσωπα, την περιουσία του, τις υλικές απολαύσεις και ηδονές, προκαλεί λογικά στον άνθρωπο την αγωνία για τον επικείμενο θάνατο. «Ο άνθρωπος αναλόγως της μορφώσεώς του, των ενδιαφερόντων του και της κοινωνικής του τάξης, διερωτήθηκε εκφράζοντας μεγάλο φόβο περί διαφόρων προβλημάτων. Επί του προβλήματος του θανάτου όμως διερωτήθηκαν άπαντες, ανεξαρτήτως μορφώσεως, τάξεως και ενδιαφερόντων»29. 

Εύκολα συνάγεται το συμπέρασμα ότι όσο περισσότερο προσκολλημένος είναι ένας άνθρωπος στα επίγεια αγαθά και απολαύσεις, τόσο περισσότερο φοβάται τον θάνατο, ο οποίος επιφέρει την απώλειά τους. Για να κατανοήσουμε καλύτερα τους λόγους για τους οποίους φοβούνται οι άνθρωποι όλες τις δυσάρεστες και επώδυνες καταστάσεις στις οποίες κινδυνεύουν να περιέλθουν, με κυριότερη εκείνη του θανάτου, θα χρησιμοποιήσουμε την επιχειρηματολογία δύο αρχαίων φιλοσόφων, του Έλληνα Επίκουρου και του Λατίνου ποιητή Λουκρητίου. 

Κατά τον Επίκουρο ο άνθρωπος επιζητά την ηδονή η οποία απομακρύνει κάθε είδους πόνο σωματικό ή διανοητικό. Πόνοι σωματικοί, τους οποίους επιφέρουν διάφορες ασθένειες ή άλλες δυσάρεστες καταστάσεις όπως είναι η πείνα, η δίψα, τα ατυχήματα, αλλά και πόνοι ψυχολογικοί, όπως είναι οι ανησυχίες, οι φόβοι, ο τρόμος κ.ά. Ο Επίκουρος ξεχωρίζει ως τις μεγαλύτερες πηγές φόβου, τις διανοητικές, οι οποίες ανάγονται στο φόβο των θεών και του θανάτου. Η λανθασμένη αντίληψη που είχαν οι άνθρωποι για το ρόλο των θεών και τη σημασία που τους έδιναν, οδηγούσε στην αδυναμία κατανοήσεως του γεγονότος του θανάτου και στην ανάπτυξη φόβου γι’ αυτόν. "Οι θεοί υπάρχουν διότι η γνώση τους είναι εναργής. Δεν είναι όμως τέτοιοι που πιστεύουν οι πολλοί, γιατί αυτοί δεν τους διατηρούν στο νου τους όπως τους συλλαμβάνουν αρχικά"30. 

Η αντίληψη που έχουμε, τόσο για τους θεούς όσο και για την ηδονή, στην ουσία αποτελούν «κενές δόξες», καθώς και αιτία των αισθημάτων του φόβου και του θανάτου στον άνθρωπο. Ενώ αρχικά όλοι οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται με παρόμοιο τρόπο την ύπαρξη και το ρόλο των θεών, στη συνέχεια, επηρεαζόμενοι από διάφορες φιλοσοφικές διδασκαλίες αλλοιώνεται η πρότερη αντίληψή τους με αποτέλεσμα να επέρχεται σύγχυση στο νου και στη λογική τους. Το πνεύμα αυτό αντιτάσσεται στη διδασκαλία του Πλάτωνα, ο οποίος επιρρίπτει ευθύνες στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν τους θεούς, φορτώνοντάς τους με άγχος και φόβο απέναντί τους. «Διότι οι γνώμες των πολλών για τους θεούς δεν είναι προλήψεις, αλλά ψευδείς αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες οι θεοί στέλνουν τις συμφορές και τα ωφελήματα»31.

Ο Επίκουρος αρνείται την ωφελιμιστική αντίληψη της μετά θάνατον αποκατάστασης του ανθρώπου από τους θεούς λόγω σωστής συμπεριφοράς κατά την επίγεια ζωή του. Ο άνθρωπος οφείλει να αποβάλλει το φόβο του θανάτου, καθώς μετά τον θάνατο επέρχεται πλήρης απώλεια της συνειδήσεώς του, όπως και της ψυχής του. Για το φιλόσοφο, ο φόβος του θανάτου είναι φόβος ανόητος, άνευ νοήματος, καθώς ισχύει ότι όσο ο άνθρωπος βρίσκεται στη ζωή ο θάνατος δεν έχει έρθει, ενώ όταν αυτός έρθει ο άνθρωπος θα έχει «φύγει». Εφόσον τα πάντα, είτε καλά είτε άσχημα, εδράζονται στις αισθήσεις μετά τον θάνατο υφίσταται πλήρης έλλειψη αισθήσεων. 

Συνεπώς ο νεκρός άνθρωπος αδυνατεί να συλλάβει κάποια αίσθηση, φόβο, πόνο,  τρόμο ή κάποια απόλαυση ή ηδονή. Άρα, ο θάνατος αποτελεί ένα φυσιολογικό γεγονός το οποίο αδυνατεί να βλάψει τον άνθρωπο λόγω ελλείψεως των αισθήσεων και συνεπώς ο φόβος του θανάτου καθίσταται τελείως ανώφελος και άχρηστος. Ακόμη και η ικανοποίηση μίας ηδονής είναι αδύνατον να κατακτηθεί πλήρως, πρώτον διότι αυτή είναι πρόσκαιρη και δεύτερον διότι η ικανοποίησή της είναι άνευ ορίων, δεν έχει τέλος, πάντα θα υπάρχει χώρος για μεγιστοποίηση της απόλαυσης. Ακριβώς για το λόγο αυτόν, ο Επίκουρος τις επιθυμίες αυτές τις ονομάζει «κενές δόξες» οι οποίες προσδίδουν το φόβο της απώλειάς τους στον άνθρωπο, που συνδέεται άμεσα με το φόβο του θανάτου. «Ο άπειρος χρόνος και ο πεπερασμένος χρόνος περιέχουν ίση ηδονή αν κάποιος εκμετρούσε τα όριά της με το λογικό. Η σάρκα βέβαια δεν δέχεται όρια στην ηδονή και ο χρόνος που προξενεί την ηδονή είναι άπειρος»32.

Εδώ δημιουργείται το εξής παράδοξο: εάν κάποιος, σύμφωνα με την επικούρεια λογική, έχει καταφέρει να κατακτήσει το σκοπό που έχει θέσει στη ζωή του, τις υλικές απολαύσεις και την ηδονή και έχει φθάσει στο ανώτερο στάδιο, αυτό της αταραξίας, τότε εκλείπει ο λόγος συνέχισης της ζωής του. Συνεπώς θα μπορούσε να αποκτήσει δικαίωμα στην ευθανασία για οποιοδήποτε λόγο μέσω της αυτοκτονίας. Ο Επίκουρος αντιτίθεται σε αυτήν τη λογική, εκφράζοντας τη δυσπιστία του κατά πόσο η κατάσταση του θανάτου και της πλήρους ανυπαρξίας είναι καλύτερη από την κατάσταση της ζωής και των αισθήσεων που αυτή προσφέρει. Οι επικούρειοι δέχονταν την περίπτωση της αυτοκτονίας μόνο σε καταστάσεις μεγάλου πόνου, ασπαζόμενοι τη φιλοσοφική άποψη του Δημόκριτου, καθώς ο θάνατος υπόσχεται την πλήρη απαλλαγή από κάθε είδους πόνο. Ο Λατίνος ποιητής Λουκρήτιος προσφέρει ένα ακόμη επιχείρημα για την αφοβία και αδιαφορία την οποία πρέπει να επιδεικνύουμε στο γεγονός του θανάτου με το περίφημο «συμμετρικό επιχείρημα» στο ποίημά του «De Rerum Natura». «Κι όπως στο παρελθόν, πριν γεννηθούμε, δεν νιώσαμε κανέναν πόνο, έτσι και στο μέλλον, όταν δεν θα υπάρχουμε, τίποτε απολύτως δεν θα μπορεί να μας συμβεί ή να ξαναζωντανέψει τις αισθήσεις μας»33.

Το κεντρικό νόημα του λουκρήτιου επιχειρήματος είναι ότι η αιωνιότητα που προηγήθηκε της γεννήσεώς μας αποτελεί συμμετρικό χρόνο εκείνης η οποία θα ακολουθήσει μετά το τέλος της ζωής μας. Όπως εκλείπουν τα συναισθήματα κατά την παρελθούσα χρονική περίοδο της ανυπαρξίας μας, ομοίως έτσι δεν θα υφίστανται συναισθήματα και κατά τη μέλλουσα ανυπαρξία μας. Παρατηρούμε ότι από την αρχαιότητα, ο φόβος των ανθρώπων επικεντρωνόταν κυρίως στο γεγονός του θανάτου, αφού σε αυτόν συμπεριλαμβάνονταν όλοι οι φόβοι απώλειας των υλικών αγαθών και απολαύσεων. Οι άνθρωποι για να ανταπεξέλθουν στο μεγάλο φόβο του θανάτου πέραν της φιλοσοφικής σκέψης, χρησιμοποίησαν τις τέχνες, καθώς αυτές δύνανται να συγκινήσουν την ανθρώπινη φύση και να εκλογικεύσουν το θέμα του θανάτου. 

Η μεγάλη ανάγκη να δοθούν κάποιες απαντήσεις στις μεταφυσικές ανησυχίες του ανθρώπου, αλλά και η δίψα της ανθρώπινης ψυχής να γνωρίσει την αλήθεια, οδήγησε στην ανάπτυξη μίας πληθώρας φιλοσοφικών σχολών σκέψης, πράγμα που φανερώνει το έμφυτο δέος του ανθρώπου για τον θάνατο, αλλά και πόσο άρρηκτα συνδεδεμένη είναι η ανθρώπινη φύση μαζί του. 


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ


Στην αρχαιοελληνική σκέψη το γεγονός του θανάτου οδηγεί στο μεγαλύτερο φόβο του ανθρώπου, εκείνον της πλήρους ανυπαρξίας με συνέπεια την απώλεια των αισθήσεων της απόλαυσης των ηδονών. Σύμφωνα με την αριστοτελική θεώρηση, η συνέχεια της ζωής επιτυγχάνεται μόνο μέσω της τεκνογονίας ή της υστεροφημίας, ο θάνατος οδηγεί στην απώλεια κάθε αίσθησης, συνεπώς ο φόβος για καθετί είναι ανώφελος και παράλογος, δίχως αντικείμενο. 

Αντίθετα οι Πατέρες της Εκκλησίας θεωρούν το φόβο ως νόσο της ψυχής και τον προσεγγίζουν χρησιμοθηρικά, όπου ο άνθρωπος συνειδητοποιεί την αμαρτωλότητά του, οι ενοχές τον οδηγούν στη μετάνοια και στην εξομολόγηση, απελευθερώνοντάς τον από τα πονηρά πάθη που τον διακατέχουν. Ο φόβος Θεού καθίσταται με αυτόν τον τρόπο προϋπόθεση για την έναρξη της ενάρετης ζωής στο σύνολό της. Ο Θεός των χριστιανών δεν είναι μία ψυχρή, απρόσωπη μονάδα, που ασχολείται περισσότερο με τον εαυτό Του και ελάχιστα με τους ανθρώπους, όπως πίστευαν για τους θεούς οι αρχαίοι Έλληνες. Ο χριστιανικός Θεός είναι Θεός προσωπικός, λυτρωτικός εκφραστής της ανιδιοτελούς αγάπης και της ελευθερίας. Εδώ ο φόβος του ανθρώπου για καθετί υποχωρεί μπροστά στην απέραντη αγαθοσύνη και αγάπη Του για τα δημιουργήματά Του. 

Ο κόσμος δεν αποτελεί τυχαίο γεγονός ως δημιουργία, αλλά σκόπιμη ενέργεια του Θεού με σωτηριολογικό περιεχόμενο. Οι χριστιανοί εμπιστεύονται τον Θεό, αποβάλλοντας κάθε είδους φόβο, καθώς η ύπαρξή τους δεν αποτελεί προϊόν ανάγκης, αλλά δώρο αγάπης και ελευθερίας του Δημιουργού τους. Σε αυτό το υψηλό πνευματικό επίπεδο κάθε είδους φόβος καθίσταται ανώφελος και ανενεργός και μοναδικός φόβος για τους χριστιανούς παραμένει ο φόβος Θεού, ο οποίος λειτουργεί ως πυξίδα του σωστού δρόμου που οφείλει να ακολουθήσει ο πιστός στην επίτευξη της σωτηρίας.


ΠΗΓΕΣ


1. Παλαιά Διαθήκη, α) Δευτερονόμιο, β) Γένεσις, γ) Εκκλησιαστής, δ) Έξοδος, ε) Παροιμίες, στ) Σοφία Σειράχ, ζ) Ψαλμοί, εκδόσεις Ορθόδοξο εκκλησιαστικό ίδρυμα Ο ευαγγελιστής Μάρκος, Θέρμη 2017.

2. Καινή Διαθήκη, α) Κατά Λουκάν, Κατά Μάρκον, Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, β) Επιστολές Ιωάννη, Προς Εβραίους, Προς Ρωμαίους, Α´ καθολική Επιστολή, εκδόσεις Ο Σωτήρ, Αθήνα 1995.

3. Patrologia Graeca, J. P. Migne, Paris 1857-1886, Μάξιμος ο Ομολογητής Περί αγάπης, λε´, PG90, 968A.

4. Πλάτων, Γοργίας, 524Β, μτφρ. Β. Δ. Κρητικός, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 1957.

5. Κλήμης Αλεξανδρείας, Titi Flaui Clementis Alexandrini Operum Omnium, Lipsiae 1831.





ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


1. Βασιλειαδησ Π. Νικολαος., Το μυστήριο του θανάτου, εκδ. Ο Σωτήρ, Αθήνα 1986.

2. Ζωγραφιδησ Γιωργος., Ηθική, η θεραπεία της ψυχής, εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2009.

3. Θερμοσ Βασιλειος., Αυγουστιδησ Αδαμαντιος., Η Ορθοδοξία και η Ψυχολογία, στο Η Ορθοδοξία ως Πολιτισμικό Επίτευγμα και τα προβλήματα του Σύγχρονου Ανθρώπου, Θερμός Βασ., Αυγουστίδης Αδ. κ.ά., εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002.

5. Ιωαννησ ο Σιναϊτησ, Κλίμαξ - Λόγος ΚΒ´, εκδ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός 2021.

4. Καραγιαννησ Χρηστος., Ο φόβος Θεού ως στοιχείο διαπαιδαγώγησης των νέων κατά το βιβλίο των Παροιμιών, εκδ. Πρακτικά Θεολογικού Συμποσίου 180 χρόνια Θεολογικών Σπουδών ΕΚΠΑ, Αθήνα 2017.

6. Κορναρακησ Ιωαννης., Εγχειρίδιο Ποιμαντικής Ψυχολογίας, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1980.

7. Λουκρητιοσ, Για τη φύση των πραγμάτων, εκδ. Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2005.

8. Μαρκου Αυρηλιου, Τα εις Εαυτόν Η, εκδ. Γεωργιάδη, Αθήνα 2006.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο