Μια προβολή και μια συζήτηση.
Και το Βιβλίο «CINEεπιλογές: 100 κρυμμένα κινηματογραφικά ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ».
Στους ανθρώπους που αποτελούν το Cine Δράση είναι βαθιά εδραιωμένη η πεποίθηση ότι σινεμά δεν είναι μόνο η προβολή μιας ταινίας. Είναι και η συζήτηση για την ταινία, η ανάλυση της, η περιγραφή και η ανάλυση των συναισθημάτων που προκάλεσε σε αυτούς που παρακολούθησαν μια κάποια προβολή. Για αυτό και συχνά οργανώνουμε συζητήσεις πριν ή μετά τις προβολές. Έτσι την Πέμπτη 7 Ιουλίου, οι θεατές της ταινίας «Το Τραγούδι της Κάρλα», είχαν την ευκαιρία να ακούσουν την παρουσίαση της από τον Γιώργο Ξανθάκη. Ο Γιώργος Ξανθάκης είναι Συριανός, καθηγητής φυσικής στη Μέση Εκπαίδευση, μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου και σχολιαστής ταινιών σε εφημερίδες και ιστοσελίδες. Οι «CINEεπιλογές: 100 κρυμμένα κινηματογραφικά ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ» είναι το πρώτο του βιβλίο.
Όπως τόνισε ο ομιλητής:
Το «Τραγούδι της Κάρλα», γυρίστηκε από τον Άγγλο σκηνοθέτη Κεν Λόουτς το 1996. Ο Λόουτς αντιλαμβάνεται τον κινηματόγραφο και ως τέχνη και ως μέσο κοινωνικής κριτικής. Ωστόσο δεν περιορίζεται στην έκθεση των ελλείψεων και των περιορισμών της ανθρώπινης εμπειρίας αλλά δείχνει και την κατεύθυνση για την αλλαγή και την πρόοδο. Δεν είναι μόνο ο πιο πολιτικός Βρετανός σκηνοθέτης αλλά και ο πιο λογοκριμένος. Από τη μια πολλοί κρατικοί οργανισμοί της Βρετανίας θεωρούσαν τις απόψεις του «επικίνδυνες» σε ορισμένα θεμελιώδη πολιτικά ζητήματα: εργασιακές σχέσεις, εθνική ασφάλεια, το πρόβλημα της Βόρειας Ιρλανδίας. Παράλληλα η κινηματογραφική βιομηχανία έβρισκε τις ταινίες του «αντιεμπορικές» και «φτωχές».
Ο Λόουτς σπούδασε νομικά αλλά εγκατέλειψε πολύ σύντομα την καριέρα του δικηγόρου για να στραφεί αρχικά στο θέατρο ως ηθοποιός και αργότερα ως σκηνοθέτης στην αγγλική τηλεόραση, όπου γύρισε μια σειρά εξαιρετικών ντοκιμαντέρ, πριν σκηνοθετήσει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία. Σε όλη τη καριέρα του αρνείται τον τίτλο του “auter”,τονίζοντας τη σημασία της ομαδικής συνεργασίας με τους Nell Dunn, Jeremy Sandford, Jim Allen και Paul Laverty που του έδωσαν σενάρια δομημένα μέσα στο ιδεολογικό του πλαίσιο. Ο ίδιος έδινε μεγάλη αξία και σημασία στο σενάριο. Άλλωστε δεν έχει γυριστεί ποτέ καλή ταινία από κακό σενάριο.
Ένα νέο στοιχείο που μπήκε στη δουλειά του Λόουτς τη δεκαετία του '90 ήταν η αυξημένη χρήση του χιούμορ, ως αποτέλεσμα της συνεργασίας κυρίως με τον Paul Laverty που έφεραν μια νέα ευαισθησία, μετριάζοντας τον βαρύ διδακτισμό ορισμένων από τις προηγούμενες ταινίες του. Όλες του οι ταινίες είναι κοινωνικά πορτραίτα των χαμηλών και μεσαίων τάξεων καθώς και των ασυμβίβαστων ανθρώπων που σε πείσμα των καιρών εξακολουθούν να διεκδικούν τα κοινωνικά, πολιτικά και ατομικά τους δικαιώματα. Τον μικρόκοσμο του Λόουτς αποτελούν: μέλη διαλυμένων ή προβληματικών οικογενειών, άνεργοι, κακοποιημένοι, θύματα των κοινωνικών υπηρεσιών, παράνομοι, περιθωριακοί, πρόσφυγες. Οι ήρωες του βάζουν έναν απλό στόχο, αλλά μόλις εμφανιστούν οι προϋποθέσεις για την επίτευξη του, το οικονομικό σύστημα την καθιστά εξαιρετικά δύσκολη. Όμως το χιούμορ παρέχει μια ανάσα αισιοδοξίας στο κοινό: όταν οι χαρακτήρες παρά τα προβλήματα τους παίζουν ποδόσφαιρο ή γελούν πίνοντας μπύρα σε μια παμπ, ο Λόουτς υπονοεί ότι έχουν ανθεκτικότητα , θα επιμείνουν και θα επιβιώσουν.
Υπάρχει μια θαυμάσια ζοφερή, αλλά και χιουμοριστική στιγμή στο «Βροχή από πέτρες»(1993) που αποδεικνύει πόσο μεγάλος σκηνοθέτης είναι ο Λόουτς. Ο Μπομπ ένας άνεργος πατέρας στο Μάντσεστερ, που κάνει τη μια περίεργη δουλειά μετά την άλλη για να μαζέψει αρκετά χρήματα για να αγοράσει το ακριβό φόρεμα για την πρώτη μετάληψη της κόρης του. Έχοντας αποκτήσει ένα μαυρισμένο μάτι στην τελευταία του δουλειά ως μπράβος σε νυχτερινό κέντρο, ο Μπομπ επισκέπτεται τον κουνιάδο του Τζίμι για βοήθεια . Ο Τζίμι, διευθυντής του τοπικού γραφείου κοινωνικών υπηρεσιών, παρατηρεί το μάτι του Μπομπ και αστειεύεται δυνατά: «Πάλι τις έφαγες; Ελπίζω παλεύοντας για την εργατική τάξη». Ο Μπομπ εξαγριώνεται από το ειρωνικό σχόλιο και του απαντά με μια βλοσυρή ματιά που μοιάζει να λέει: «Δεν έχω χρόνο να παλέψω για την εργατική τάξη! Είμαι η εργατική τάξη!».
Το βιβλίο μου «CINEπιλογές:100 κρυμμένα κινηματογραφικά ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ» δεν είναι μια συλλογή δημοσιευμένων κριτικών μου. Γράφτηκε όλο από την αρχή με ενιαίο ύφος και δομή και με πολύ συγκεκριμένο θεματικό άξονα. Είναι μια ανθολογία 100 εξαιρετικών ταινιών που για διάφορους λόγους δεν έχουν βρει την αναγνώριση που τους αξίζει. Στο βιβλίο περιλαμβάνονται τίτλοι που καλύπτουν χρονικό διάστημα περίπου 90 ετών(1930-2018) και μπορούν να διακριθούν σε 2 κατηγορίες. Στην πρώτη περιλαμβάνονται έργα σχετικά άγνωστων σκηνοθετών που έκαναν μόνο μια εξαιρετική ταινία σε μια κατά τα άλλα μέτρια φιλμογραφία, όπως τα: «Ο κολυμβητής»(1968) του Frank Perry «Το καταραμένο σκιάχτρο»(1973) του Robin Hardy. Στη δεύτερη κατηγορία υπάρχουν έργα επιδραστικών δημιουργών που δεν έγιναν κατανοητά ,όντας μπροστά από την εποχή τους, ή που έμειναν στη σκιά των μεγάλων επιτυχιών τους όπως ο «Ξένος» του Luchino Visconti ή το «Βασιλιάς για μια νύχτα» του Martin Scorsese.
Η αρχιτεκτονική του βιβλίου περιλαμβάνει 100 κεφάλαια, όσες και οι ταινίες που παρατίθενται σε χρονολογική σειρά. Κάθε κεφάλαιο αποτελείται από 2 μέρη: το πρώτο περιλαμβάνει τη σύνοψη και την ανάλυση της ταινίας, ενώ το δεύτερο τη συνοπτική ανάλυση της φιλμογραφίας και της τεχνοτροπίας του σκηνοθέτη-δημιουργού. Αυτό που κυρίως με ενδιαφέρει είναι η ανάλυση του θεματικού πυρήνα της ταινίας που συνήθως δηλώνεται με σκηνές –κλειδιά που τοποθετεί με έντεχνο τρόπο ο σκηνοθέτης μέσα στην αφηγηματική ροή.
Το βιβλίο μου είναι ένας φόρος τιμής για τις φευγαλέες κινούμενες εικόνες που εκπέμπουν δύναμη, ουσία και γνώση για τον εαυτό μας και για τους συνανθρώπους μας. Παράλληλα είναι και μια προσωπική κατάθεση, μια αυτό-ψυχαναλυτική διαδικασία. Άλλωστε αν δεν αφήνεις κάτι από τον βαθύτερο εαυτό σου σε ο,τι γράφεις, δεν αξίζει να γράφεις. Αυτό που περιγράφει ιδανικά νομίζω τον τρόπο που γράφω είναι μια παράφραση σε ένα τίτλο του ποιητή Αργύρη Χιόνη : «Ό,τι αναλύω, με αναλύει».
Στη συζήτηση που ακολούθησε την προβολή έκαναν παρεμβάσεις οι σκηνοθέτες Γιώργος Κόρρας και Χρήστος Βούπουρας («Λιποτάκτης», «Μιρουπάφσιμ») και ο κριτικός του Filmy.gr Πάρις Μνηματίδης.