Σεμινάριο Κινηματογράφος και Λογοτεχνία: Το Φιλμ Νουάρ.
Στην 9η συνάντηση του σεμιναρίου «Κινηματογράφος και Λογοτεχνία» που θα γίνει την Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου στις 9:00μμ, συνεχίζουμε τη συζήτηση για το φιλμ νουάρ. Βλέπουμε και σχολιάζουμε τις ταινίες «Στον καθένα το δικό του» του Έλιο Πέτρι (1967) ελεύθερη διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Λεονάρντο Σάσα, και «Υπεράνω Πάσης Υποψίας» του Έλιο Πέτρι (1970) σε σενάριο του σκηνοθετη και του Ουγκό Πίρο.
Παραγωγή: Cemofilm, 1967 – 99’
Σκηνοθεσία: Έλιο Πέτρι
Σενάριο: Λεονάρντο Σάσα
Ηθοποιοί: Τζαν Μαρία Βολοντέ, Ειρήνη Παππά, Γκαμπριέλε Φερτσέτι, Σάλβο Ραντόνε
Μουσική: Λούις Μπάκαλοφ
«Ο Έλιο Πέτρι γυρίζει μια ανείπωτα τολμηρή πολιτική ταινία που είναι αδύνατο να φανταστούμε πως λειτούργησε στην Ιταλία. Ουσιαστικά, σχολιάζει το πολλαπλό παρακράτος που το ταυτίζει με το κράτος.
Αξιοποιώντας το ομώνυμο τολμηρότατο μυθιστόρημα του Λεονάρντο Σάσια, χρησιμοποιεί τη Σικελία ως μοντέλο αυτού του παρακράτους. Το μοναδικό θετικό σύστημα αναφοράς είναι ο κομμουνιστής καθηγητής (Τζιάν Μαρία Βολοντέ). Τον σχεδιάζει, όμως, εκπληκτικά. Είναι διανοούμενος, σεμνός, αναζητά με πάθος την αλήθεια. Οι άλλοι τον θεωρούν σχεδόν γραφικό και ορισμένοι ανίκανο σεξουαλικά. Αυτή η “ανικανότητα” συμβολίζει την αδυναμία των Ιταλών κομμουνιστών να αρθρώσουν έναν τολμηρό και γόνιμο πολιτικό λόγο. Το παρακράτος αποτελεί η τοπική Μαφία, η Εκκλησία, και οι Αρχές. Κατ’ επέκταση, όλο το κοινωνικοπολιτικό σύστημα είναι διαβρωμένο και διαπλέκεται. Ο γοητευτικός playboy δικηγόρος (Γκαμπριέλε Φερτσέτι) είναι ένας ωραίος παλιάτσος που μηχανορραφεί συνεχώς. Η χήρα (Ειρήνη Παπά) είναι ένα λάγνο θηλυκό που νοιάζεται μόνο για την απόλαυση και το χρήμα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το τελικό εύρημα του γάμου. Αν το δούμε κοινωνικοπολιτικά, ο ωραίος διαπλεκόμενος παλιάτσος παντρεύεται τη λάγνα νύφη με τις ευλογίες της Εκκλησίας και της Μαφίας. Αν το δούμε μετωνυμικά, η Ιταλία παντρεύεται τη διαπλοκή, το παρακράτος, αποβάλλοντας τους ευρωκομμουνιστές.
Ο Σάσια και ο μέγας μαρξιστής Πέτρι προβλέπουν εγκαίρως το δράμα της πατρίδας τους. Από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες στο “Compromesso Storico”, από τις εκτελέσεις της Μαφίας στη δολοφονία του Άλντο Μόρο από τις μυστικές υπηρεσίες. Η κατά μόνας δράση τύπου Ζορό (Βολοντέ) δε βοηθάει σε τίποτα, αφού δεν υπάρχει ανάλογη εκπαίδευση και τα θανατηφόρα κρέπια καλύπτουν τα πάντα. Τι λέει, λοιπόν, το επίσημο σύστημα; Να τινάξουμε στον αέρα τους ιδεολόγους κομμουνιστές, τους διανοούμενους, τους ερευνητές, τους συναισθηματικούς, και να τους θάψουμε βαθιά κάτω από το ιταλικό χώμα ως καταραμένη μνήμη.
Κατά τα άλλα, ο Βολοντέ δίνει την καλύτερη ίσως ερμηνεία του χάρη και στην εμπειρία του από τα γουέστερν σπαγγέτι. Κάποιες φορές δείχνει να λειτουργεί ψυχοπαθολογικά, παρόλο που κερδίζει τη συμπάθειά μας. Ο Φερτσέτι είναι έξοχος ως “γλίτσας” και η Παπά σπουδαία ως σέξι φίδι, ενώ η εκπληκτική φωτογραφία του Λουίτζι Κουβάιλερ αποδίδει έξοχα αυτή την πολιτική ψυχοπαθολογία. Ο Πέτρι υπηρετεί τα νοήματα της ταινίας με απλή απέριττη σκηνοθεσία και αποτυπώνει ωραίους χώρους και φωτογενή μέρη για να αποδείξει πως ότι λάμπει δεν είναι χρυσός!…»
ΔΕΚΑ ΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΧΑΣΕΤΕ ΤΟ «ΣΤΟΝ ΚΑΘΕΝΑ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ»
Εξάλλου, 10 λόγοι για να μην χάσετε το Στον καθένα το δικό του είναι:
1. Για τον τρόπο που ο μέγας Σάσια αρχίζει το μυθιστόρημα με πλοκή που θυμίζει Άγκαθα Κρίστι και καταλήγει στην πολιτική καταγγελία.
2. Για τη μεγάλη τόλμη του Πέτρι να ταυτίσει το κράτος, το παρακράτος, την Εκκλησία και την άρχουσα τάξη σε παραβατικές ενέργειες.
3. Για το εκπληκτικό και βραβευμένο σενάριο που, αφού κάνει στάσεις στην κοινωνική ηθογραφία, στο νουάρ, στο βουκολικό δράμα και στην περιπέτεια, διεισδύει άμεσα στην πολιτική αποφλοίωση.
4. Για τον εξαιρετικό τρόπο με τον οποίο ο Βολοντέ υποδύεται τον σεμνό και άπειρο, αλλά ιδεολογικά φορτισμένο αριστερό καθηγητή.
5. Για την Ειρήνη Παπά, που είναι εξαιρετική στο ρόλο μιας ύπουλης γυναίκας, και τον γόη Γκαμπριέλε Φερτσέτι, που υποδύεται άψογα έναν όμορφο αλλά επικίνδυνο “παλιάτσο”.
6. Για την εξαιρετική μουσική του Λουίς Μπακάλοφ, τον οποίο θαυμάζει ο Ταραντίνο.
7. Για την έξοχη, τεχνητά υπερφωτισμένη, σχολιαστική των γεγονότων φωτογραφία του μαιτρ Λουίτζι Κουβάιλερ.
8. Γιατί ο Πέτρι αφήνει το ναρκισσισμό και τη σύνθετη, πολύπλοκη αφήγηση και σκηνοθετεί με κατανοητή αμεσότητα.
9. Γιατί η ταινία ακολουθεί τη χιτσκοκική λογική πως ότι φαίνεται δεν είναι κατ’ ανάγκη έτσι, και πως η αθωότητα και η φωτογένεια μπορούν να μεταμφιέσουν καλά την κοινωνική.
10. Για την τελική έκρηξη που συμβολίζει το θάνατο της ιταλικής αθωότητας και το βαθύ θάψιμο της ιδεολογίας.
Υ.Γ. Την επόμενη Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου η Κινηματογραφική Λέσχη των εργαζομένων της ΕΡΤ-3 παρουσιάζει στα πλαίσια του ίδιου αφιερώματος το συναρπαστικό πολιτικό θρίλερ του Κλοντ Σαμπρόλ Επιχείρηση: Ώρα Μηδέν (1974).
Υπεράνω Πάσης Υποψίας/ Indagine su un cittadino al di sopra di ogni sospetto/ Investigation of a Citizen Above Suspicion
Ιταλία, Αστυνομική, Πολιτική, 1970. Διάρκεια: 115’.Σενάριο-Σκηνοθεσία: Έλιο Πέτρι Σενάριο: Έλιο Πέτρι, Ούγκο Πίρο Φωτογραφία: Λουίτζι Κουβέιλλερ Μουσική: Ένιο Μορικόνε Πρωταγωνιστούν: Τζιαν Μαρία Βολοντέ, Φλορίντα Μπόλκαν, Σέρτζιο Τραμόντι, Οράτσιο Ορλάντο, Τζιάνι Σαντούτσιο, Σάλβο Ραντόνε Διάρκεια: 115
Το φιλμ κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ταινίας, το μεγάλο βραβείο της επιτροπής αλλά και της Διεθνούς Ένωσης κριτικών Κινηματογράφου στο Φεστιβάλ των Κανών. Επίσης, δύο ιταλικά Όσκαρ (David di Donattelo), καλύτερης ταινίας και ηθοποιίας (Βολοντέ), προτάθηκε για Όσκαρ σεναρίου και για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας και σεναρίου.
Ο Τζιαν Μαρία Βολοντέ υποδύεται έναν επιθεωρητή αστυνομίας ο οποίος χρίζεται υπεύθυνος μυστικής αστυνομίας που αναλαμβάνει την κατάπνιξη κάθε ανατρεπτικού στοιχείου. Στην εναρκτήρια σεκάνς επισκέπτεται την ερωμένη του (Φλορίντα Μπόλκαν), η οποία τον υποδέχεται με την ερώτηση «Πώς θα με σκοτώσεις αυτή τη φορά;». «Θα κόψω τον λαιμό σου», απαντά εκείνος, και λίγο αργότερα, εν μέσω ερωτικών περιπτύξεων, θα πραγματοποιήσει την υπόσχεσή του.
Αιχμηρό πολιτικό σχόλιο πάνω στην ίδια την ψυχοπαθολογία της εξουσίας
Η σαδομαζοχιστική σχέση τους (που ξετυλίγεται μέσα από εκτεταμένα φλας μπακ που περιγράφουν τις συναντήσεις τους ως αναπαραστάσεις εγκλημάτων που αυτός έχει διαλευκάνει, με εκείνη να υποδύεται το θύμα) είναι μόνο ένα κομμάτι του καθηλωτικού παζλ που κατασκευάζει ο Πέτρι, θέτοντας στο στόχαστρο του τη διαφθορά και την αλαζονεία της εξουσίας. Η απόλυτη ταύτιση της επίσημης αστυνομίας με τον φασισμό εκφράζει τις αντικαθεστωτικές πεποιθήσεις του δημιουργού και αντικατοπτρίζει τα δρακόντεια μέτρα καταστολής των ιταλικών κυβερνήσεων της εποχής.
Αφού διαπράξει με παγερή ψυχραιμία τη δολοφονία, ο ήρωας τοποθετεί εσκεμμένα στον τόπο του εγκλήματος ενοχοποιητικά για τον ίδιο στοιχεία, πεπεισμένος ότι αποτελεί πολίτη υπεράνω υποψίας. Αργότερα θα επιστρέψει με την επίσημη ιδιότητά του, μανιπουλάροντας τους συναδέλφους του αλλά και τα μίντια, κατασκευάζοντας μάρτυρες και σπρώχνοντας στα άκρα τα όρια του απυρόβλητου της θέσης του. Καθώς βυθίζεται ολοένα και πιο βαθιά στην ψευδαίσθηση ότι τίποτα δεν μπορεί να τον αγγίξει, ένα τρομακτικό ερώτημα αναδύεται: Μήπως όλο αυτό δεν αποτελεί απλά τη φαντασίωση ενός παρανοϊκού μυαλού, αλλά μία πιθανή πραγματικότητα; Ή μήπως στόχος είναι να προκαλέσει την αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού;
Με συμμάχους τη σαρδόνια ερμηνεία του Βολοντέ και ένα από τα πιο εκκεντρικά σάουντρακ του Ένιο Μορικόνε, ο Πέτρι κινηματογραφεί με μια αεικίνητη κάμερα αυτή τη σύνθετη, αντεστραμμένη καφκική παραβολή, που λειτουργεί εξίσου ως ψυχολογικά ακριβές πορτρέτο ενός χαρισματικού ψυχοπαθή και ως αιχμηρό πολιτικό σχόλιο πάνω στην ίδια την ψυχοπαθολογία της εξουσίας.
Από τους «Καταραμένους» (1969) του Βισκόντι και τον «Κομφορμίστα» του Μπερτολούτσι (1970) μέχρι το «Σαλό, 120 Μέρες στα Σόδομα» (1975) του Παζολίνι, το ιταλικό σινεμά είναι γεμάτο από ζοφερές απεικονίσεις της εξουσίας ως εκφάνσεις φασιστικής ιδεολογίας και πολυτελούς παρακμής. Πιο κοντά στη φιλοσοφία αλλά και στην αισθητική του δεύτερου, το «Υπεράνω Πάσης Υποψίας» («Investigation of a Citizen Above Suspicion») ποζάρει παραπλανητικά ως θρίλερ αστυνομικού μυστηρίου, με τη σημαντική λεπτομέρεια ότι γνωρίζουμε από την αρχή τον ένοχο. Αν θέλαμε να σηματοδοτήσουμε του πολιτικού ιταλικού σινεμά με την έννοια της στράτευσης θα λέγαμε πως η αφετηρία είναι το 1962 με την ταινία του Francesco Rosi «Salvatore Giuliano» και τελειώνει απότομα προς το τέλος της 10ετίας του ΄70. Δεν συνδέεται με σκηνοθέτες όπως οι Ντε Σίκα, Ρομπέρτο Ροσελίνι, Λουκίνο Βισκόντι. Στοχεύει στην καρδιά του διεφθαρμένου αστικού κατεστημένου της εποχής, αναδεικνύοντας τους φανερούς και κρυφούς δεσμούς της πολιτικής διαχείρισης με το κεφάλαιο. Πατέρας του είναι ο Ναπολιτάνοσ Francesco Rosi, που το 1963 με το «Le mani sulla città» κερδίζει το Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Βενετίας και το 1972 δημιουργεί το «Υπόθεση Ματέι» (ρίχνοντας φως στη δολοφονία του προέδρου της Eni, ιταλικής πολυεθνικής εταιρείας πετρελαιοειδών ‑σήμερα και φυσικού αερίου, Enrico Mattei) και κερδίζει τη μεγάλη διάκριση ‑μαζί με το «Η εργατική τάξη πάει στον παράδεισο» του Elio Petri και με ειδική μνεία στον Gian Maria Volonté)
Στις 29-Ιαν-1929 γεννιέται στη Ρώμη, ο Elio Petri μοναχογιός μιας οικογένειας μαστόρων, με μια παιδική ηλικία που ο ίδιος χαρακτηρίζει σαν «πλήρη δυστυχίας». Ανατρέφεται σε περιβάλλον αυστηρού καθολικισμού από τη γιαγιά του, αλλά σύντομα ‑έφηβος πια δένεται βαθιά με τα ιδανικά της νεολαίας του Κομμουνιστικού Κόμματος και βρίσκεται μεταξύ σφύρας και άκμονος. Κάνει την πρώτη του προσέγγιση με τον κινηματογράφο, αλλά όχι στην κάμερα, αλλά σαν κριτικός, αρχικά στην εφημερίδα του PCI “L’Unità” και μετά στην “Città aperta”, μετά σαν σεναριογράφος (δίπλα στο Giuseppe De Santis, που τον χαρακτηρίζει σαν «ο πρώτος και μοναδικός μου δάσκαλος») μέχρι να συναντηθεί με τον Marcello Mastroianni (προτού ο τελευταίος «κολλήσει» με τον Federico Fellini) δημιουργώντας την πρώτη του ταινία «L’assassino» (1961), που δεν ανήκει στην ώριμη περίοδό του (χαρακτηρίστηκε «άγαρμπη»), αλλά διαφαίνονται οι δυνατότητες που διαθέτει.
Και έρχεται το «La decima vittima» ‑Το 10ο θύμα /1965, πάλι με τον Mastroianni) και αμέσως συναντιέται με το μεγάλο Leonardo Sciascia και τον Gian Maria Volonté δημιουργώντας την ταινία «A ciascuno il suo» (ΣΣ |> «Σε καθέναν ό,τι του πρέπει», 1967).
Φτάνοντας έτσι στην «τριλογία της νεύρωσης» που με τον Volonté πια σηματοδοτεί την πιο σημαντική περίοδο για την καριέρα του.
Οι ψευδαισθήσεις του ’68 πάνε περίπατο έχουν ήδη κρυώσει όταν βγαίνει στις αίθουσες το «Indagine su un cittadino al di sopra di ogni sospetto» (1970). Το «υπεράνω υποψίας» είναι μια γερή γροθιά στο στομάχι των «καθωσπρέπει» με ένα στυλ μπαρόκ και αλλοτριωτικό και ένα θέμα ανατρεπτικό / παράλογο όσο και απειλητικό / εύλογο. Η κάμερα ακολουθεί, στην πραγματικότητα, τα βήματα ενός ανώνυμου «Dottore» (ΣΣ |> ο όρος αυτό στα ιταλικά, εκτός από το προφανές -«γιατρός» σημαίνει και «ευυπόληπτος», «υψηλά ιστάμενος» και άξιος σεβασμού) ενός αστυνομικού (του Volonté) που αφού δολοφόνησε την ερωμένη του, δεν κάνει τίποτα για να κρύψει… Διαδίδει τα αποδεικτικά στοιχεία της ενοχής του, πεπεισμένος ότι παντοδυναμία του σαν «κράτος» αρκεί για να τον προστατεύσει από οποιαδήποτε κατηγορία. Με καταλυτική και τη μουσική του Ennio Morricone, ένα πραγματικό ντελίριο / ψευδαίσθηση παντοδυναμίας που επιβεβαιώνεται και από το «ανοιχτό» γινάλε. Κέρδισε το Όσκαρ για την καλύτερη ξένη ταινία, αλλά παράλληλα δέχεται βροχή από αλληλοσυγκρουόμενες (αναμενόμενο) κριτικές. Στην πραγματικότητα, πολλοί διαβάζουν μια σαφή αναφορά στον θάνατο του αναρχικού Giuseppe Pinelli και της φιγούρας του επιθεωρητή Luigi Calabresi. Δίπλα σ’ αυτούς που τον χαιρετίζουν ως έργο «ανάσα της δημοκρατίας» και «ωριμότητα της χώρας», συνωστίζονται εκείνοι που βλέποντας την ανοιχτή επίθεση στη δικαιοσύνη και την αστυνομία, κατηγορούν τον Petri πως «πατάει επί πτωμάτων»
Και αν με τον «πολίτη υπεράνω από κάθε υποψία» οι πιο άγριες επικρίσεις είχαν προέλθει από την κεντροδεξιά και τους φασίστες με την επόμενη ταινία του La classe operaia va in paradiso (η εργατική τάξη πηγαίνει στον παράδεισο) γίνεται στόχος του PCI που δηλώνει «δεν το περιμέναμε αυτό από ένα σύντροφο) και των «ενωτικών» συνδικάτων: θυμίζουμε πως η ταινία πραγματεύεται και καταγγέλλει τη φρίκη και την αλλοτρίωση του εργαζόμενου στη γραμμής συναρμολόγησης μιας μεγάλης φάμπρικας, όπου ακρωτηριάζεται ο παραδειγματικός εργάτης που καθορίζει και τη «νόρμα», ο Ludovico Massa, χαϊδευτικά Lulù (που τον υποδύεται υποδειγματικά ο Gian Maria Volonté)
Και η τριλογία ολοκληρώνεται το 1973 με το «La proprietà non è più un furto» (η ιδιοκτησία δεν είναι πλέον κλοπή) ‑χωρίς τον Volonté αυτή τη φορά, όπου ο Flavio Bucci και ο Ugo Tognazzi παίζουν με τη χρηματοπιστωτική απληστία και το χρήμα
Ο σκηνοθέτης που «σκότωσε» τον Aldo Moro
«Στην τελευταία περίοδο της ζωής μου, έκανα δυσάρεστες ταινίες σε μια κοινωνία που τώρα ζητάει την ευχαρίστηση σε όλα, ακόμα και στη δέσμευση» θα πει ο Elio. Η ταινία του Todo Modo του 1976 (ΣΣ |> κυριολεκτικά «με κάθε τρόπο», ο ελληνικός τίτλος ήταν «Μια Σειρά Δολοφονίες») με τους Gian Maria Volonté, Marcello Mastroianni, Michel Piccoli Mariangela Melato Renato Salvatori κά από το επώνυμο μυθιστόρημα του Leonardo Sciascia «è soprattutto un film maledetto» (είναι πάνω απ’ όλα μια «καταραμένη» ταινία) κάτι που σύντομα μετατρέπεται σε γκροτέσκο τραγωδία σε ένα είδος αναφοράς στους σκλαβωμένους κύκλους της Θείας Κωμωδίας.
Ένα τσούρμο ισχυρών αντρών — πολιτικών, υπουργών, επιχειρηματιών, διευθυντών εφημερίδων, τραπεζικών και ασφαλιστικών διαχειριστών, μέλη όλοι του χριστιανοδημοκρατικού κόμματος πηγαίνουν σε ένα καθολικό μοναστήρι το Zafer, που βρίσκεται σε μια μυστηριώδη τοποθεσία στην Ιταλία, για να εξαγνιστούν, αλλά εκεί ξεκινάει μια σειρά δολοφονιών. Συγκεντρωμένοι υπό την πνευματική καθοδήγηση του padre Gaetano προσεύχονται και «μετανοούν» για τις αμαρτίες τους (υποτίθεται για λίγες μέρες) «αναρωτιούνται» για τη διαφθορά και την απληστία τους, σύντομα όμως ο χρόνος τρέχει και η ειδυλλιακή υποχώρηση αποκαλύπτεται για το τι πραγματικά είναι — μια δικαιολογία για όλους αυτούς τους χαρακτήρες να σχεδιάζουν και να ξανασχεδιάζουν το ένα το άλλο ώστε να βρίσκουν ουσιαστικά έναν τρόπο να παραμένουν στην εξουσία.
Τα σχέδια προγραμματισμού τους αναταράσσονται από πολλαπλές δολοφονίες που εξαλείφουν διάφορους εξέχοντες πολιτικούς, αφήνοντας τον Μαγίστορα Dr. Scalambri να αναρωτιέται για την μάλλον παράξενη εξήγηση που του δίνει ο αινιγματικός Πρόεδρος — με σαφή αναφορά στον Aldo Moro («Todo modo para buscar la voluntad divina» …«Πρέπει κανείς να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο για να αναζητήσει και να βρει τη θεία θέληση»!)
To σεμινάριο πραγματοποιείται ζωντανά στο στέκι της Δράσης για μια Άλλη Πόλη (Πάρνηθος 21) και διαδικτυακά μέσω της πλατφόρμας Zoom στην παρακάτω διεύθυνση:
Join Zoom Meeting
https://us02web.zoom.us/j/82631045253?pwd=Q1VtdEwxQzdBSU1IRHE5alZvUXExQT09
Meeting ID: 826 3104 5253
Passcode: 161882