Μελισσάνθη: Ηρωϊκή Φυγή.

 Ποιητικό Ανθολόγιο.

 

Ξοπίσω μου δαιμονικὸ φυσομανοῦσε, τοῦ ᾿Ἅδη,

πύρινο ἀνασασμὸ

κι ἔτρεχα, σ᾿ ἄφεγγες νυχτιές, μὲς στὸ βαθὺ σκοτάδι,

μ᾿ ἓν᾿ ἄγριο καλπασμό.


Καὶ τὸν μαντύα τὸν ταπεινὸ ξεδίπλωνα τοῦ ἐπαίτη

σ᾿ ἡρωϊκὴ φυγὴ

κι ἔσερνα ἀτίθασα λυτή της κόμης μου τὴ χαίτη

καὶ σάρωνα τὴ γῆ.


Τοῦ ἀνέμου τὸ καμτσίκωμα ποὺ ἀφάνιζε τὰ δάση

μὲ λύγαε, καλαμιὰ

καὶ στέγνωνε στὰ χείλια μου, τὴ φούχτα μου, ἄδειο τάσι

στὴν ἄνυδρη ἐρημιά.


Κι ἀπ᾿ τὴν ἁρμύρα θεριευε τῆς φλογισμένης ἄμμου

τής δίψας τὸ οὐρλιαχτό,

μὰ ἔφευγα, ἐνῶ, σὲ σύσπαση φριχτή, κυλιόταν χάμου

τ᾿ ἀνήμπορο ἑρπετό.


Ἡ γῆ κάτω ἀπ᾿ τὴ φτέρνα μου προδοτικὰ βογγοῦσε

καφτὴ ὡς λαβωματιά,

μὰ βέλος ξέφευγα γοργὸ καὶ πίσω μου ἀστοχοῦσε

ἡ ἐχθρικὴ σαϊτιά.


Μὲ παραμόνευε γαμψὰ τὸ νύχι στὰ σκοτάδια

τοῦ πειναλέου βραχνὰ

κι ὡς γλύτωνα, οἱ φοβέρες του, μαύρων ὄρνιων κοπάδια

πίσω ἔκραζαν βραχνά.


Κι ἡ νύχτα τρύπια, τάνυζε φτερούγα νυχτερίδας,

τὸν ἔναστρο οὐρανὸ

καὶ τὴν ὀργὴ τοῦ κεραυνὸ σὲ νέφη καταιγίδας

σπαθὶ ἔκρυβε γυμνό.


Στὸ πέρασμά μου σφύριζε τῆς ἔχθρητας τὸ φίδι

μὲς στὰ ξερὰ κλαδιά,

μὰ τῆς φυγῆς μου ἠ αστραπῆ περνοῦσε ὅπως λεπίδι,

τῆς νύχτας τὴν καρδιά.


Καὶ τοῦ θριάμβου μου ἡ κραυγὴ βόλι καφτὸ τρυποῦσε

τὰ σπλάγχνα τῆς σιγῆς

κι ἀντίλαλους ἡ φόρμιγγα τοῦ στήθους μου ξυπνοῦσε,

στὶς ἐσχατιὲς τῆς γῆς.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο