Εντουάρ Μολιναρό και Μάρκο Φερέρι
Θέμα: «H κωμωδία στο γαλλικό σινεμά», μέρος 3ο «Εντουάρ Μολιναρό και Μάρκο Φερέρι»
Στην 23η συνάντηση του σεμιναρίου «Η Κωμωδία στο Σινεμά» που οργανώνει το Cine Δράση και θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 17 Απριλίου 2024, στις 8:30’μμ ζωντανά στο στέκι της Δράσης και διαδικτυακά μέσω της πλατφόρμας Zoom, συνεχίζουμε τη συζήτηση για τη γαλλική κωμωδία. Βλέπουμε αποσπάσματα και σχολιάζουμε τις ταινίες του Γάλλου σκηνοθέτη και σεναριογράφου Εντουάρ Μολιναρό (Edouard Molinaro, Μάιος 1928, Δεκέμβριος 2013) και του Μάρκο Φερέρι (Marco Ferreri, Μάιος 1928, Μιλάνο, Ιταλία- Μάιος 1997, Παρίσι, Γαλλία).
Εντουάρ Μολιναρό
Πρώτη του ταινία το αριστουργηματικό ασπρόμαυρο νουάρ «Ο δολοφόνος δεν είμαι εγώ» (1958). Στην αρχή θεωρήθηκε εκπρόσωπος της νουβέλ βάγκ, αλλά στη συνέχεια πέρασε στον εμπορικό κινηματογράφο και σκηνοθέτησε όλους τους μεγάλους ηθοποιούς του Γαλλικού σινεμά (Μπαρντό, Ντελόν, Μπελμοντό, Λίνο Βεντούρα, Ζαν Κλών Μπριαλί, Ανί Ζιραντό, Λουί Ντε Φινές). Στα 50 του χρόνια, το 1978, σκηνοθετεί «Το κλουβί με τις τρελές» και προτείνεται για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας και Σκηνοθεσίας. Από τα καλύτερα του φιλμ είναι «Εγώ, δυο γυναίκες τρείς βαλίτσες», «Ο Λουί Ντε Φινές κατεψυγμένος». «Επιχείρηση: Το κυνήγι του άνδρα», «Αρσέν Λουπέν εναντίον Αρσέν Λουπέν», «Ο κακός μπελάς». Από τη δεκαετία του '90 στράφηκε στη διασκευή θεατρικών έργων για τη μεγάλη οθόνη καθώς και σε τηλεοπτικές παραγωγές.
Το Κλουβί με τις Τρελές/La Cage Aux Folles
Γαλλία, Κωμωδία, 1978. Διάρκεια: 97’. Σκηνοθεσία: Εντουάρ Μολιναρό. Πρωταγωνιστούν: Ούγκο Τονιάτσι, Μισέλ Σερό, Κλερ Μοριέ, Ρεμί Λοράν, Κάρμεν Σκαρπίτα, Μπένι Λουκ, Λουίζα Μανέρι, Μισέλ Γκαλαμπρί
Μία από τις πιο δημοφιλείς και ανατρεπτικές για την εποχή της κωμωδίες, «Το Κλουβί με τις Τρελές» βασίστηκε στο θεατρικό έργο του Ζαν Πουαρέ και κατάφερε να γίνει η πρώτη mainstream ταινία που έφερε τη θεματική και την κουλτούρα του queer-drag τρόπου ζωής σε ένα ευρύτερο κοινό, με το επιπλέον σπάνιο για γαλλική παραγωγή φαινόμενο να σπάει τα ταμεία σε αρκετές πολιτείες των ΗΠΑ.
Ο Ρενάτο και ο Αλμπέν είναι ζευγάρι εδώ και μία εικοσαετία, μεγαλώνοντας μαζί τον βιολογικό γιο του πρώτου, τον Λοράν, με τη βιολογική του μητέρα απούσα από τη ζωή του. Όταν ο Λοράν βρίσκει τη γυναίκα με την οποία θέλει να μοιραστεί το υπόλοιπο του βίου του, τους ανακοινώνει πως θα τη φέρει για φαγητό… παρέα με τους γονείς της. Ο Αλμπέν, όμως, δεν έχει θέση στο τραπέζι, καθώς ο πατέρας της κοπέλας είναι ο Υπουργός… Ηθικής! Ο Λοράν ασφαλώς τους έχει αποκρύψει την αλήθεια για τον κόσμο μέσα στον οποίο μεγάλωσε, το gay club με drag shows που ανήκει στον πατέρα του, όπου η μεγαλύτερη star του, η diva Ζαζά Ναπολί, δεν είναι άλλη από… τον Αλμπέν! Ο Ρενάτο ζητά από τη μητέρα τού Λοράν να παρουσιαστεί και να αναλάβει τα καθήκοντά της, το σπίτι μεταμορφώνεται σε συντηρητικό οίκο και η ψευδαίσθηση ολοκληρώνεται. Το κατά πόσον θα διατηρηθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της επίσκεψης, όμως, είναι άλλο θέμα…
Πέραν των αρκετών κωμικών σεκάνς που εναλλάσσουν επιτυχημένα την ξεκαρδιστική φαρσοκωμωδία με την κοινωνική σάτιρα, η τεράστια και διαχρονική αποδοχή της ταινίας έγκειται περισσότερο στη συναισθηματική της ευαισθησία και τη συμπαθή σκιαγράφηση χαρακτήρων για τους οποίους το κοινό νοιάζεται αληθινά. Ο Ρενάτο, ερμηνευμένος με δυναμισμό αλλά και συναισθηματικό βάθος από τον βετεράνο Ιταλό star Ούγκο Τονιάτσι, προσπαθεί (αρχικά) συγκροτημένα και λογικά να ευχαριστήσει τον γιο του, καθώς δέχεται να κάνει πράγματα που πάνε κόντρα στους δικούς του ηθικούς κώδικες και αισθήματα, παραγκωνίζοντας αναπόφευκτα τον λατρεμένο του Αλμπέν και την ευτυχισμένη ζωή που έχουν χτίσει τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Ο Αλμπέν, από την άλλη (έξοχα κωμικοτραγικά ερμηνευμένος από τον Μισέλ Σερό), drama queen επάνω και εκτός σκηνής, είναι ο ευαίσθητος όσο και υστερικός σύντροφος με τη μεγάλη καρδιά, που δίκαια θεωρεί τον Λοράν παιδί του και επιθυμεί να βρίσκεται δίπλα του στις μεγάλες του στιγμές, χωρίς ωστόσο να έχει αυτό το δικαίωμα μπροστά στη συντηρητική, επικριτική ματιά τού «έξω κόσμου». Αλλά και ο Λοράν, ο οποίος εκτιμά την ευτυχισμένη του ζωή μεγαλωμένος από δύο άνδρες, ενώ βρίσκεται στο δίλημμα μεταξύ του να πει την αλήθεια ρισκάροντας να χάσει την κοπέλα των ονείρων του και του να παίξει ένα «θέατρο» όπου τίποτα σχεδόν δεν είναι αληθινό, δεν θ’ αργήσει να αποφασίσει τι είναι πιο σημαντικό για τον ίδιο και το μέλλον του.
Μάρκο Φερέρι
Ο Μάρκο Φερέρι ήταν Ιταλός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός, ο οποίος ξεκίνησε την καριέρα του τη δεκαετία του 1950 σκηνοθετώντας τρεις ταινίες στην Ισπανία, ακολουθούμενες από 24 ιταλικές ταινίες μέχρι τον θάνατό του το 1997. Υπήρξε από τους σημαντικότερους κινηματογραφιστές στην Ιταλία, με ταινίες όπως «Πιπί, Κακά και Νάνι» (Αργυρή Άρκτος στο Φεστιβάλ Βερολίνου το 1979), «Η Τελευταία Γυναίκα», «Ιστορίες Καθημερινής Τρέλας», «Γεια σου Πίθηκε» κλπ, έγινε διάσημος για το προσωπικό του βλέμμα στο σινεμά. Με το «Μεγάλο Φαγοπότι» καταξιώνεται ως ο πλέον αιρετικός σκηνοθέτης της Ιταλίας. Υπήρξε, σύμφωνα με τον Θόδωρο Σούμα (http://www.cinephilia.gr/index.php/prosopa/europa/4390-marco-ferreri#) «Προάγγελος μιας νέας κριτικής και μιας διαφορετικής, παραβατικής κι αντισυμβατικής προβληματικής που έχει ως αντικείμενο τις σχέσεις των δύο φύλων, ο Φερέρι υποσκάπτει ή σαρκάζει, με οξύτητα και δηκτικότητα, τους παραδοσιακούς ρόλους του αρσενικού και του θηλυκού, και προαναγγέλλει τη φεμινιστική αμφισβήτηση στον κινηματογράφο, χωρίς στην ουσία να την ενστερνίζεται απόλυτα. Ίσως, μερικώς, την κριτικάρει με συμπάθεια, κυρίως γιατί τα φιλμ του θεμελιώνονται πάνω στο αντρικό βλέμμα και υπαινίσσονται πως ο φεμινισμός είναι μια γυναικεία και όχι αντρική ιδεολογία και θεώρηση. Ταινίες-δείγματα των απόψεών του Το συζυγικό κρεβάτι (Ape regina), Η γυναίκα πίθηκος και το Marcia nuziale γυρίστηκαν μόλις το ’63, το ’64 και το ’66, αντίστοιχα. Ήταν πραγματικά ένας πρωτοπόρος διανοητής σκηνοθέτης.»
Το Μεγάλο φαγοπότι/ La Grande Bouffe
Γαλλία, Ιταλία, Σινεφίλ, 1973. Διάρκεια: 135'. Σκηνοθεσία: Μάρκο Φερέρι. Πρωταγωνιστούν: Μαρτσέλο Μαστρογιάννι, Ούγκο Τονιάτσι, Φιλίπ Νουαρέ, Μισέλ Πικολί, Αντρέα Φερεό.
Ο αδέσμευτος σοσιαλιστής και άθεος Φερέρι, το 1973, σε μια ταραχώδη εποχή, στην οποία άνθιζε ο πολιτικός κινηματογράφος και η ταξική κριτική στην Ιταλία, θα γράψει μαζί με τους Ραφαέλ Αζκόνα και Φράνσις Μπιανς, το σενάριο της πολυθρύλητης ταινίας του, βάζοντας στο στόχαστρό του την μπουρζουαζία. Πρόκειται για μία αριστουργηματική σουρεαλιστική, αναρχική ταινία, η οποία το 1973, έκανε το Φεστιβάλ των Καννών άνω κάτω και ανάγκασε κοσμικές κυρίες και έγκριτους κριτικούς αμερικάνικων εφημερίδων να αποχωρήσουν σοκαρισμένοι πριν το τέλος, ενώ το νεανικό κοινό και όσοι κατάλαβαν το περιεχόμενο της κοινωνικοπολιτικής αλληγορίας του, την αποθέωναν. Ταινία φαινόμενο, σκανδαλώδης όσο ίσως καμία, με ένα μοναδικό κουαρτέτο πρωταγωνιστών, που δίνει τα ρέστα του, βάζοντας στόχο να αυτοκτονήσει καταναλώνοντας απίστευτες ποσότητες εδεσμάτων.
Τέσσερις φίλοι, ένας δικαστικός, ένας πιλότος, ένας σκηνοθέτης και ένας σεφ, μια αντροπαρέα που φέρεται ξεδιάντροπα, μετέχουν σε ένα θανατερό παιχνίδι, μία άσκηση πάνω στη λαιμαργία, τη λαγνεία και την απληστία. Μαζεύονται σε μια έπαυλη, με σκοπό να φάνε μέχρι σκασμού. Να φάνε μέχρι θανάτου. Να κάνουν ένα φαγοπότι ασυδοσίας και ηδονής, απόλυτης παρακμής, στο οποίο αφήνονται ταυτόχρονα και έρμαια των ερωτικών τους παρορμήσεων με την πρόσκαιρη συνοδεία ιερόδουλων.Πρόκειται για τέσσερις άνδρες, σύμβολα μίας εποχής, που φαίνεται ότι δεν έχουν κανένα μέλλον, αηδιασμένοι από την κενότητα της ζωής τους, το αδιέξοδο ενός μοντέλου, στο οποίο δεν χωρά το συναίσθημα, παρά μόνο το «φαίνεσθαι» η επιβεβαίωση μέσω της κατανάλωσης. Ο τρόπος της αυτοκτονίας που επιλέγουν δεν είναι φυσικά τυχαίος. Θα μπορούσαν να βουτήξουν από ένα μπαλκόνι, να καταπιούν δυο χούφτες χάπια, αλλά προτιμούν έναν τρόπο γλεντιού, ταιριαστού με τις ενοχές τους, τον κόσμο αφθονίας που υπηρέτησαν και έγιναν δούλοι του. Συναισθηματικά άδειοι, θα διαλέξουν να αυτοκτονήσουν εν μέσω μίας αφθονίας, η οποία δεν μπορεί να επουλώσει τις πληγές τους, να καλύψει τις ενοχές τους για τη συμμετοχή τους και την αποθέωση ενός κόσμου που πάει κατά διαόλου.