«Βαλκανική Κωμωδία»


Τετάρτη 29 Μαΐου 2024, 8:30μμ, ζωντανά και διαδικτυακά από το Cine Δράση


27η Συνάντηση Σεμιναρίου «Η Κωμωδία στο Σινεμά»

Τετάρτη 29 Μαΐου 2024, 8:30μμ, ζωντανά και διαδικτυακά

Θέμα: «Βαλκανική  Κωμωδία» 

 

Στην 27η συνάντηση του σεμιναρίου «Η Κωμωδία στο Σινεμά» που οργανώνει το Cine Δράση και θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 29 Μαΐου  2024, στις 8:30’μμ ζωντανά στο στέκι της Δράσης και διαδικτυακά μέσω της πλατφόρμας Zoom, ξεκινάμε τη συζήτηση για τη «Βαλκανική Κωμωδία» με ένα αφιέρωμα στη Γιουγκοσλαβία (με ό,τι ήταν και σε ό,τι αυτή μετατράπηκε αυτή η χώρα μετά τον πόλεμο). Βλέπουμε αποσπάσματα από ταινίες και συζητάμε το έργο των Εμίρ Κουστουρίτσα και Ντούσαν Μακαβέγιεφ. 

Οι εθνικές κινηματογραφίες δεν αφήνουν ασυγκίνητους τους σινεφίλ  και τους ερευνητές. Η κινηματογραφική παραγωγή κάθε συγκεκριμένης  χώρας συνδέεται με τα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά δρώμενα, καθώς και με τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στην δοσμένη κάθε φορά χρονική περίοδο.  Αυτοί οι παράγοντες διαμορφώνουν τις ιδέες που κυκλοφορούν στις κοινωνίες. Αυτές οι ιδέες επηρεάζουν τους κινηματογραφιστές, είναι μια από τις πηγές έμπνευσής τους και  με τη σειρά τους επηρεάζονται από τις ταινίες, αφού η κοινωνία λαμβάνει κάποια μηνύματα και τα επεξεργάζεται. Είναι λοιπόν φανερό ότι οι εθνικές κινηματογραφίες είναι ως κάποιο βαθμό το είδωλο της ιστορίας, πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής, των διάφορων χωρών. Τα Βαλκάνια έχουν να επιδείξουν μια σημαντική κινηματογραφική παραγωγή. Είναι όμως λυπηρό ότι αυτή είναι άγνωστη στο ελληνικό κοινό.  

Ντούσαν Μακαβέγιεφ (Душан Макавејев  Οκτώβριος1932-Γενάρης 2019)

Ο Ντούσαν Μακαβέγιεφ ήταν χωρίς αμφιβολία το πρόσωπο το πιο αρχέγονο του «Νέου Κινηματογράφου» (Novi Film) ενός τολμηρού κύματος κινηματογραφικού που άνθισε στη Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του 1960. Το έργο του συνδυάζει το ερωτικό με το πολιτικό, αναφέρεται στην πολιτική της σεξουαλικότητας και αντιμετωπίζει την απελευθέρωση της λίμπιντο ως επαναστατική πράξη. Παράλληλα, ασκεί κριτική τόσο στη σοσιαλιστική κοινωνία όσο και στον καπιταλισμό. Όταν γύρισε το 1965, την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία «Ο Άνθρωπος δεν είναι ένα Πουλί» (Covec Nijetica) είχε στο ενεργητικό του πολλά εξαιρετικά ντοκιμαντέρ, από τα οποία η «Παρωδία»,  ειρωνικό σχόλιο πάνω στον εορτασμό της Ιης Μάη και πολλά πειραματικά φιλμ δείχνοντας έναν δρόμο που ακολούθησε ξεκινώντας από τον ερασιτεχνικό κινηματογράφο έως τη Σχολή του κινηματογράφου Την ντοκιμαντερίστικη, ειρωνική ματιά του ξαναβρίσκουμε στην πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, μυθοπλασίας, «Μια Υπόθεση Αγάπης» (1967) αλλά η μορφή της ταινίας ήταν κάτι το εντελώς καινούργιο,   ανεπανάληπτο στο γιουγκοσλάβικο κινηματογράφο. Η κοινωνική πραγματικότητα φαίνεται να μην ήταν για τον σκηνοθέτη παρά ένα φόντο μπρος στο οποίο διαδραματιζόταν μια ερωτική σχέση ανάμεσα σ' ένα μηχανικό, μέλος του Κόμματος, και μια  νεαρή κομμώτρια, αλλά μ' αυτή την πρόφαση ο σκηνοθέτης έκανε σχόλια αποστασιοποιημένα και ειρωνικά στην γιουγκοσλάβικη κοινωνία και  ορισμένα ταμπού της. Ισχύουν τα ίδια για τα επόμενα φιλμ του, αλλά, ο Μακαβέγιεφ δεν κατηγορούσε ούτε κατέκρινε. Του αρκούσε να πιστοποιεί και να «παίζει»  με τα μελαγχολικά θέματα και πρόσωπά του. Η ταινία  «Αθώος χωρίς  προστασία» (1968), ήταν ένα παιχνίδι χωρίς ιδιαίτερη σημασία, ο θρίαμβος της καλλιτέχνιδας ως homo ludens, ένα κολάζ που παρέθετε αποσπάσματα απ' το πρώτο ηχητικό γιουγκοσλάβικο φιλμ, απ' τα επίκαιρα των ναζί και από συζητήσεις του 1968, ένας κύκλος απ' όπου απελευθερώνονταν ένα ιδεολογικό μήνυμα, πολύ ειρωνικό. Με αυτή την έννοια το φιλμ αυτό ήταν  πρόδρομος της πιο προβοκατόρικης ταινίας «W.R ή τα Μυστήρια του Οργανισμού» (1971). Το σουρεαλιστικό κολάζ συμπεριλάμβανε αυτή τη φορά μια γκροτέσκο άποψη απ' την θεωρία του οργασμού του Βίλχελμ Ράιχ (Ο οργασμός του ανθρώπου μπορεί να ανακτάται απ' την κοινωνία με τα συστήματά της, με τους ελέγχους της, με τις απόψεις της και με την σύγχυση της), μια ερωτική κριτική της επανάστασης (Στον ελεύθερο έρωτα η επανάσταση του Οκτώβρη απέτυχε) και του σταλινισμού (Ο Στάλιν είναι μια φιγούρα τρομερά πορνογραφική).Μέσα από εικόνες, σεξουαλικά σύμβολα, και από καταδόσεις του εκφυλισμού της επανάστασης Το φιλμ  πήγαινε πιο μακριά από οποιοδήποτε άλλο των χωρών του υπαρκτού και αποτέλεσε μια καλλιτεχνική επιτυχία χωρίς προηγούμενο. Δεν διανεμήθηκε ποτέ στην Γιουγκοσλαβία και ο Μακαβέγιεφ έπρεπε να πάει να γυρίσει στο εξωτερικό την επόμενη ταινία του, «Sweet Movie» 1974, μια άλλη παραβολή, πικρή, ωμή και λιγότερο επιτυχημένη, πάνω στην σύγχρονη κοινωνία, βασισμένη σε μια αισθητική της ασχήμιας και της απώθησης. Ο σκηνοθέτης αγαπήθηκε στην Ελλάδα μέσα από τη συνεργασία του με τον Μάνο Χατζιδάκι στο υπέροχο. Οι δυο τους έγραψαν ιστορία, δίνοντας πνοή σε μια εποχή όπου οι έννοιες της ελευθερίας και της απελευθέρωσης αποκτούν νέες διαστάσεις.   φόρο τιμής στους ανθρώπους που δημιούργησαν εκείνη την ταινία, ενώ παράλληλα ρίχνει μια ματιά στην πρόσφατη ιστορία της χώρας του. Το φιλμ κερδίζει Αργυρή Άρκτο στο 18ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου και ανοίγει τον δρόμο για την επόμενη επαναστατική δημιουργία του σκηνοθέτη. Αποτελείται από δύο ιστορίες που καταλήγουν σε δύο αδιέξοδα, προβάλλεται και διχάζει.  

Στο εξωτερικό, διδάσκει κινηματογράφο σε Πανεπιστήμια, όπως το Χάρβαρντ και επανέρχεται στη σκηνοθεσία επτά χρόνια αργότερα, με την ταινία «Μοντενέγκρο: Γουρούνια και Μαργαριτάρια» στο οποίο εξακολουθεί να εξερευνά την πολιτική της σεξουαλικότητας με την ιστορία μιας παντρεμένης Σουηδής που απελευθερώνεται σεξουαλικά μέσα από την ερωτική της επαφή με έναν σέρβο μετανάστη. Επόμενη ταινία του είναι το γυρισμένο στην Αυστραλία «The Coca-Cola Kid», μια σάτιρα για τον καπιταλισμό.   Τόσο σε αυτή την ταινία, όσο και στην επόμενή του, το «Manifesto» (1988) ο Μακαβέγιεφ συνεχίζει την αναζήτησή του πάνω στις έννοιες της σεξουαλικότητας και της επανάστασης. Με το «Manifesto» επιστρέφει στη Γιουγκοσλαβία για ένα ευρωπαϊκό «παραμύθι»: ένας βασιλιάς ετοιμάζεται να επισκεφθεί ένα μικρό και ήσυχο χωριό της κεντρικής Ευρώπης, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσει σύντομα ότι το εν λόγω χωριό δεν είναι τόσο ήσυχο όσο πίστευε. Τελευταία του μεγάλου μήκους ταινία είναι το «Gorilla Bathes at Noon» (1993), στο οποίο χρησιμοποιεί αρχειακό υλικό από ένα σοβιετικό φιλμ προπαγάνδας για να αφηγηθεί την ιστορία ενός Ρώσου στρατιώτη που εγκαταλείπεται στο μετά-κομμουνιστικό Βερολίνο, όταν η μονάδα του λιποτακτεί.

Εμίρ Κουστουρίτσα (Emir Nemanja Kusturica, Νοέμβριος   1954…)

Πολυβραβευμένος σκηνοθέτης, αλλά και ηθοποιός, μουσικός, τραγουδιστής και αγρότης, ο Εμίρ Κουστουρίτσα, μεταξύ άλλων, έχει καλέσει σε μονομαχία τον αρχηγό του εθνικιστικού κόμματος της Σερβίας, έχει υποδυθεί τον Ρώσο πράκτορα της KGB στη γαλλική ταινία «Υπόθεση Farewell», έχει ανοίξει τη συναυλία του μουσικού συγκροτήματός του στο Παρίσι με τον εθνικό ύμνο της ΕΣΣΔ και έχει ανεβάσει στην Όπερα της Βαστίλης την πανκ όπερα «Ο καιρός των τσιγγάνων». Το άλλοτε «τρομερό παιδί» του κινηματογράφου βρίσκεται σε δυσμένεια στη Δύση, αντιμέτωπος με αποκλεισμό από φεστιβάλ, λογοκρισία και ανάκληση βραβείων, λόγω της στήριξης του στη Ρωσία στον πόλεμο με την Ουκρανία.

Γεννήθηκε στις 24 Νοεμβρίου 1954 στο Σεράγεβο της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας. Τελειώνοντας το σχολείο σπούδασε στην Ακαδημία Τεχνών της Πράγας, από την οποία αποφοίτησε το 1978. Τρία χρόνια μετά, σε ηλικία μόλις 27 ετών, κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας με την ταινία «Ποιος θυμάται τη Ντόλυ Μπελ» ενώ το 1985 έκανε το μεγάλο άλμα κατακτώντας τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες με την πολιτική (διαμάχη Στάλιν-Τίτο) αλλά ταυτόχρονα και την πιο χαμηλόφωνη ταινία του «Ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές». Πάλι στις Κάννες, τέσσερα χρόνια αργότερα, κέρδισε το Βραβείο Σκηνοθεσίας για την ταινία «Ο καιρός των τσιγγάνων», ένα οδοιπορικό για τη βαρβαρότητα της ζωής των Ρομά που ακροβατεί ανάμεσα στον ωμό και τον μαγικό ρεαλισμό, διανθισμένη με χιούμορ και ντυμένη με την ξεσηκωτική μουσική του Γκόραν Μπρέγκοβιτς. Το 1993 κατέκτησε την Αργυρή Άρκτο στο Βερολίνου για την ταινία «Αριζόνα Ντριμ», που γυρίστηκε στο Χόλιγουντ με πρωταγωνιστές τους Τζόνι Ντεπ, Φέι Νταναγουέι και Τζέρι Λιούις.

Ήταν όμως το 1995, όταν έφτασε στο ζενίθ της δημιουργικότητάς του, με το θρυλικό πια «Underground», το οποίο κέρδισε στις Κάννες τον Χρυσό Φοίνικα απέναντι στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Η ταινία, με ένα ευφυέστατο σενάριο και μια πληθωρική σκηνοθεσία, ξεκινά από την αντίσταση στη γερμανική κατοχή για να καταλήξει στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Το 1998 κέρδισε τον Αργυρό Λέοντα καλύτερης σκηνοθεσίας στη Βενετία για την κωμωδία «Μαύρη γάτα, άσπρος γάτος» και το 2005 ορίστηκε πρόεδρος της κριτικής επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών. Την ίδια χρονιά, προς έκπληξη πολλών, βαπτίστηκε χριστιανός στην ορθόδοξη σερβική εκκλησία, ενώ το 2007 σκηνοθέτησε το ντοκιμαντέρ για τον Ντιέγκο Μαραντόνα, αλλά και το συνοδευτικό μουσικό βίντεο στο τραγούδι του Μανού Τσάο «Rainin In Paradize».Το 2014 καταδίκασε την πυρπόληση του κτιρίου των Συνδικάτων στην Οδησσό συγκρίνοντας τα γεγονότα του Μαϊντάν με όσα είχαν συμβεί στη Γιουγκοσλαβία στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Έτσι, το 2015 δεν του επιτράπηκε η είσοδος στην Ουκρανία για μια σειρά από συναυλίες με την μπάντα The No Smoking Band, στην οποία ως ενορχηστρωτής παντρεύει τα χάλκινα πνευστά και τα βιολιά με τις ηλεκτρικές κιθάρες, σε ένα εκρηκτικό μουσικό μίγμα όπου το ροκ συναντά το βαλκανικό πανηγύρι. Το 2016 η ταινία του «On the Milky Road», με πρωταγωνίστρια την Μόνικα Μπελούτσι, δεν έγινε δεκτή στις Κάννες, ενώ σε συνέντευξή του τον Δεκέμβρη του 2022 στην Αθήνα δηλώνει ότι «στην εποχή μας η ιδεολογία της αγοράς σκότωσε την Δημοκρατία». Μετά τη θέση του με την οποία χαρακτήρισε ως αντιναζιστικό τον πρόσφατο ρωσοουκρανικό πόλεμο, το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Febiofest αποφάσισε να του αφαιρέσει το βραβείο Christian που του είχε απονείμει για την προσφορά του στον παγκόσμιο κινηματογράφο.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο