Nino Rota: «Ο συνθέτης που δημιούργησε ηχητικές εικόνες»
Θέμα: Nino Rota: «Ο συνθέτης που δημιούργησε ηχητικές εικόνες»
Την Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2025, στις 8:30΄μμ, στην 12η συνάντηση του σεμιναρίου «Σινεμά και Μουσική», που οργανώνει το Cine Δράση ζωντανά και διαδικτυακά μέσω της πλατφόρμας zoom, συζητάμε το έργο του Nino Rota (3 Δεκεμβρίου 1911-10 Απριλίου 1979). Στη διάρκεια της συνάντησης βλέπουμε αποσπάσματα και σχολιάζουμε τις ταινίες La Strada (Πουλημένη από τη Μητέρα της, 1955), Il Gatopardo (Ο Γατόπαρδος, 1963), The Taming of the Shrew (Το Ημέρωμα της Στρίγγλας, 1967), Prova D’ Orchestra (Πρόβα Ορχήστρας, 1970), The Godfather (Ο Νονός, 1972), The Godfather, Part II (Ο Νονός, μέρος ΙΙ, 1974). και άλλες.
Ο συνθέτης Nino Rota γεννήθηκε σε οικογένεια μουσικών στο Μιλάνο. Αρχικά ήταν μαθητής στο Conservatoire του Μιλάνου και των Giacomo Orefice και Ildebrando Pizzetti. Στη συνέχεια μετακόμισε στη Ρώμη όταν ήταν ακόμη παιδί και ολοκλήρωσε τις σπουδές του το 1929 στο Ωδείο της Santa Cecilia υπό τον Alfredo Casella του οποίου οι προοδευτικές απόψεις περί σύνθεσης τον επηρέασαν βαθιά. Με τη βοήθεια του Αρτούρο Τοσκανίνι, παίρνει υποτροφία για το Ινστιτούτο Curtis της Φιλαδέλφειας των ΗΠΑ. Η γνωριμία του με τον Aaron Copland του ανοίγει νέους ορίζοντες: το σινεμά, την κάντρι, τη μουσική του Γκέρσουιν, του Κόουλ Πόρτερ, του Ίρβιν Μπερλίν. Γυρνώντας στο Μιλάνο, ολοκληρώνει τις σπουδές του στη Λογοτεχνία και κάνει το διδακτορικό του στις Τεχνικές και αισθητικές όψεις της ιταλικής Αναγέννησης. Το 1937, γίνεται καθηγητής στο Μουσικό Λύκειο του Τάραντα και δύο χρόνια αργότερα στο Conservatoire του Μπάρι, το οποίο και θα διευθύνει από το 1950 και μετά. Η μεγάλη οικογένεια του Conservatoire Piccinni, με το οποίο θα παραμείνει συνδεδεμένος μια ολόκληρη ζωή, του προσφέρει τις βέλτιστες συνθήκες εργασίας. Προσκαλεί τους καλύτερους μουσικούς του καιρού του, στηρίζει οικονομικά τους πιο ταλαντούχους μαθητές του.
Χάρη στον Emilio Cecchi, καλλιτεχνικό διευθυντή της Cines, αναλαμβάνει να γράψει τη μουσική για το Treno popolare του Raffaello Matarazzo. Η πρόδρομη νεορεαλιστική αυτή ταινία γνωρίζει παταγώδη αποτυχία και ο Ρότα μένει μακριά από το χώρο περίπου 10 χρόνια. Περιορίζεται να συνθέτει για το θέατρο και τις αίθουσες συναυλιών. Επιστρέφει στον κινηματογράφο όταν ο Guido M. Gatti τον καλεί στη Lux Film, εταιρεία παραγωγής στην οποία εργάζεται χωρίς διακοπή από το 1942 ως το 1962, συνεργαζόμενος με τους Αλμπέρτο Λατουάντα, Λουίτζι Κομεντσίνι και κυρίως με τον Φεντερίκο Φελίνι. Ο Λευκός Σεΐχης (1951), η πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε εξ ολοκλήρου ο Φελίνι, είναι η αφετηρία της μακράς, γόνιμης και αρμονικής συνεργασίας τους, η οποία παρέμεινε μυθική στην ιστορία του σινεμά, ανάλογη εκείνης του Χέρμαν και του Χίτσκοκ ή του Χένρι Μαντσίνι και του Μπλέικ Έντουαρντς. Επί 28 χρόνια και ως το θάνατό του, ο Ρότα θα συνθέσει ή θα επιλέξει τη μουσική για σχεδόν όλες τις ταινίες του μετρ, μουσική φτιαγμένη για το σύμπαν του Φελίνι, υπογραμμίζει την ποιητική διάσταση του έργου του. Περιέργως, ο Νίνο Ρότα αδιαφορούσε πλήρως για τον κινηματογράφο. Δήλωνε πως, εκτός από τις δικές του, δεν έχει δει ούτε μια ταινία. Ο Φελίνι τσατιζόταν από την έλλειψη ενδιαφέροντος του φίλου του: «Κάθε φορά που ο Νίνο παρίσταται σε μια προβολή, τον παίρνει ο ύπνος». Και «Ήταν κάποιος που είχε τη σπάνια αρετή να ανήκει στον κόσμο της διαίσθησης. Όπως κάνουν τα παιδιά, οι απλοϊκοί άνθρωποι, οι ευαίσθητοι, οι αθώοι, έλεγε ξαφνικά πράγματα εκθαμβωτικά. Όταν εμφανιζόταν, το στρες χανόταν, όλα γίνονταν μια γιορτή, η ταινία έμπαινε σε μια χαρούμενη φάση, ήρεμη, φανταστική, αποκτούσε νέα ζωή». Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ρότα ενδιαφερόταν ιδιαιτέρως για τον πνευματισμό και γούσταρε πολύ τα κινούμενα τραπεζάκια. Ο Φελίνι σκηνοθέτησε 4 ταινίες μετά το θάνατό του μαέστρο. «Είχα τρεις τέλειους συνεργάτες: τον Βέρντι, τον Ροσίνι και τον Μπελίνι. Αλλά κανένας τους δεν συγκρινόταν με τον Νίνο», έλεγε. Αυτό που τον ξεχωρίζει είναι ότι δημιούργησε αληθινά ηχητικά ντεκόρ. Η μουσική του δεν είναι ένα απλό ακομπανιαμέντο δραματικών στιγμών και συγκινήσεων, είχε πρωτότυπο ύφος, άφηνε χώρο στη μελωδία και τον αυθορμητισμό. Ωστόσο, δυσκολευόταν όταν είχε να κάνει με ιστορικές τοιχογραφίες, όπως το Πόλεμος και Ειρήνη του Βιντόρ (1956) ή το Βατερλώ του Μπόνταρτσουκ (1970), όπου η αναγκαιότητα να παρακολουθείς τη δράση είναι εντονότερη.
Η μουσική που έγραψε για το La Strada (1954), συνοψίζει τέλεια το συμφωνικό ύφος του. Με τις Νύχτες της Καμπίρια ή τη Dolce Vita αποδεικνύει περίτρανα ότι κουμαντάρει τέλεια τον αυτοσχεδιασμό και τις τζαζίστικες ενορχηστρώσεις. Το La Passerella d’Addio που γράφει για το 8 1/2 είναι αναμφίβολα η διασημότερη μουσική του, ονειρική και φαντασμαγορική. Στα τέλη των ‘60s, τα soundtracks για τις ταινίες του Φελίνι γίνονται πιο αφαιρετικά και πιο σύνθετα, όπως στο Σατυρικό (1969), όπου κρουστά, φωνές και ρυθμοί από Αφρική και Ασία απέχουν πολύ από τις ηχητικές υπερβολές των χολιγουντιανών Μπεν Χουρ ή Κβο Βάντις. Ακολουθεί τον ίδιο μουσικό δρόμο στο Ρόμα (1972), με το παραληρηματικό εκκλησιαστικό ντεφιλέ. Γενικά, οι μουσικές του επενδύσεις για το φελινικό σύμπαν παραπέμπουν στο βαριετέ και το σουίνγκ, καλλιεργώντας μια μορφή χιούμορ και αφέλειας που συγγενεύει με εκείνο του Ζακ Τατί. Συνεργάζεται και μ’ άλλους σκηνοθέτες. Τους Έντουαρντ Ντμίτρικ, Μάριο Μονιτσέλι, Φράνκο Τζεφιρέλι, Ρενέ Κλεμάν, Τέρενς Γιανγκ. Τη δεκαετία του ’60, συνθέτει για τον Βισκόντι στα Ο Ρόκο και τ’ αδέλφια του, Senso και Γατόπαρδο. Στο τελευταίο δημιουργεί ολόκληρη σειρά από βαλς και λυρικά θέματα που έλκουν τις καταβολές τους από τη μεγάλη παράδοση της ρομαντικής όπερας και του ιταλικού βερισμού.
Η ενασχόλησή του με τον κινηματογράφο δεν σημαίνει ότι σταματάει να συνθέτει. Φίλος του Στραβίνσκι και του Ραβέλ, στα ‘50s γράφει το γνωστότερο έργο του καταλόγου του, το Il cappello di paglia di Firenze, το οποίο η κριτική θεωρεί ως τη μοναδική opera buffa του 20ου αιώνα. Ακολουθούν τα I due timidi, La Notte di un Nevrastenico, L’Imprésario de Smyrne, το οποίο σκηνοθέτησε ο Βισκόντι στο La Fenice το 1957, και το Lo scoiattolo in gamba, ένα μονόπρακτο παραμύθι αφιερωμένο στην παιδική ηλικία, ένα προσφιλές του σύμπαν. Στα ’60ς οι κριτικοί διχάζονται εξαιτίας της ταινίας Napoli milionaria του Eduardo De Filippo. Η παρτιτούρα του Ρότα κατακρίθηκε των γλωσσικών της επιλογών και του ποτ πουρί από ετερόκλητα στυλ. Αντίθετα, το κοινό ομόφωνα το λάτρεψε. Κερδίζει Όσκαρ (1975) για τον Νονό 2 του Κόπολα, το πρώτο για Ιταλό συνθέτη. Εδώ ενσωματώνει το σιτσιλιάνικο φολκλόρ σε μια χολιγουντιανή υπερπαραγωγή με τρόπο κομψό, τραγικό και νοσταλγικό. Ακολουθούν το Amarcord, ο Καζανόβα και η Prova d’orchestra, τελευταία συνεργασία του με τον Φελίνι. Συνολικά έγραψε 170 soundtracks για τον κινηματογράφο. Κάθε έργο του διαθέτει διαφάνεια, γαλήνη, ελαφρότητα, απολαυστική τρυφερότητα. Αυτό που αρθρώνει η μουσική του είναι η συμπύκνωση του συναισθήματος μέσω μιας σοφίας στη δομή απολύτως αναπάντεχης. Είναι μια μουσική που παντρεύει το γκροτέσκο με το παράλογο, το χιούμορ με την ευαισθησία, τη μελαγχολία με την ανθρωπιά. Τα έργα του μαρτυρούν τη μοναδική ικανότητά του να αφηγείται ιστορίες χωρίς ηθοποιούς, πάνω σε γεγονότα που δεν έλαβαν ποτέ χώρα, μέσω ηχητικών εικόνων. Σ’ αυτά πρέπει να προσθέσουμε 4 συμφωνίες, 11 όπερες, 9 κονσέρτα, 23 μπαλέτα και πάμπολλες μουσικές δωματίου. Έχουν περάσει πάνω από 30 χρόνια και η μουσική του εξακολουθεί να χαϊδεύει τ’ αφτιά μας, αποδεικνύοντας το μοντερνισμό της. Πολυβραβευμένος από Ιταλούς, Άγγλους και Αμερικανούς, ο Νίνο Ρότα πεθαίνει στις 10 Απριλίου του 1979 στη Ρώμη, προτού προλάβει να γράψει τη μουσική για την Πόλη των Γυναικών.
Πηγή για το άρθρο Γιώργος Κωνσταντινίδης: Andro.gr [ https://www.andro.gr/kentrika-themata/nino-rota-lifestory/]
Η συνάντηση θα γίνει ζωντανά στο στέκι της Δράσης (Πάρνηθος 21, Βριλήσσια) και διαδικτυακά μέσω της πλατφόρμας zoom στην διεύθυνση:
https://us06web.zoom.us/j/82167740508?pwd=N
Code 495805
Meeting ID 82167740508