ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΔΑΡΒΙΝΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ


ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΕΣ - ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ - ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ  ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ -  ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΙΩΤΗ


ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΕΜΦΑΝΙΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΕΩΣ


1755: Γενική φυσική ιστορία και θεωρία του ουρανού, Ιμ. Καντ, αποτελεί μία προσπάθεια σύνθεσης της μηχανικής γένεσης του σύμπαντος κατά τις νευτώνειες αρχές σε σχέση με τις φάσεις της φυσικής εξελίξεως της ύλης που αποτελεί τον κόσμο.

1790: Μεταμορφώσεις των φυτών, Γκαίτε, που αναφέρεται στην εξελικτική θεωρία.

1794: Ζωονομία του Εράσμου ∆αρβίνου, σχετικά με τη φιλοσοφία της φύσης ως προς την εξέλιξή της.

1795: Ο Γκαίτε σαν φυσιοδίφης του Καρλ Μέντινγκ, όπου δηλώνεται η αξία της εξελίξεως των ειδών σε σχέση με τη χρησιμότητά της.

1801: Εξέλιξη των ειδών του Λαμάρκ, ο οποίος κατέστησε τη θεωρία της καταγωγής ως βάση ολόκληρης της Βιολογίας.

1802: Επιτομή της φιλοσοφίας της φύσης του Λόρεντζ Όκεν, με την επισήμανση της ανθρώπινης καταγωγής από την εξέλιξη κατώτερων οργανισμών.

1809: Γέννηση του Κάρολου ∆αρβίνου στο Shrewsbury της Αγγλίας.

1815: Φυσική ιστορία των ασπονδύλων ζώων του Λαμάρκ με αποσπασματική αναφορά στη γενεαλογική θεωρία.

1829: Θάνατος του Λαμάρκ μέσα στη φτώχεια και τη δυστυχία.

1830: Αρχές γεωλογίας του Κάρολου Λυέλλου, όπου τίθεται υπό αμφισβήτηση η ιστορία της εξέλιξης της γης, καθώς ταυτίζεται με τις ιδέες του δαρβινισμού.

1831: Ξυλεία Ναυπηγικής και ∆ενδροκομία του Πάτρικ Μάθιου, όπου εκφράζονται ίδιες απόψεις για την εξέλιξη με αυτές των Γουάλας και

∆αρβίνου.

1831-1836: Ο ∆αρβίνος εγκαταλείπει τις σπουδές του στην ιατρική και τη θεολογία και αρχίζει το περίφημο ταξίδι του στη νότια Αμερική, στα νησιά Γκαλαπάγκος, Ταϊτή, Αζόρες και στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, όπου συγκεντρώνει όλες τις παρατηρήσεις του σχετικά με την εξέλιξη των ειδών.

1839: Γάμος του ∆αρβίνου με την εξαδέλφη του Έμα Βέντγεγκουντ.

1842: Σύσταση και κατανομή των κοραλλιών του ∆αρβίνου, αμέσως μετά την περιπλάνησή του και τις παρατηρήσεις που πραγματοποίησε από το υλικό που συνέλεξε.

1843: Ζωολογικές παρατηρήσεις κατά το ταξίδι του Μπιγκλ του Κάρολου

∆αρβίνου.

1845: Ταξίδι ενός φυσιοδίφη ανά τον κόσμο, επίσης του ∆αρβίνου. 1853: Μονογραφία περί των απολιθωμένων βαλανιδιών του ∆αρβίνου

1858: Περί της εμπέδωσης και της μεταβλητότητας των ειδών του ανθρωπολόγου Schaffhausen, ο οποίος υποστηρίζει τη θεωρία της καταγωγής.

1858: Ο Άγγλος περιηγητής και φυσιοδίφης Άλφρεντ Βαλλάς περιοδεύει στα νησιά του αρχιπελάγους της Σόνδης του Ινδικού ωκεανού και καταλήγει στις ίδιες θέσεις με αυτές του ∆αρβίνου. Η θεωρία του, όπως και εκείνη του

∆αρβίνου, δημοσιεύονται ταυτόχρονα στην εφημερίδα του Λονδίνου Journal of the Linnean Society.

1859: Περί της γένεσης των ειδών μέσω της φυσικής επιλογής, το σημαντικότερο σύγγραμμα του Κάρολου ∆αρβίνου περί της θεωρίας της εξελίξεως, το οποίο επισημαίνει τη διαφοροποίηση φυτών και ζώων μέσα από βαθμιαίες μεταβολές μέσα στο χρόνο.

1859: Ο Άγγλος ζωολόγος Huxley αναφέρει τη θεωρία της εξελίξεως ως τη μόνη επιστημονική θεωρία, που μπορεί να συμβιβασθεί με την επιστημονική φυσιολογία.

1864: Επί των κινήσεων και των έξεων των αναρριχητικών φυτών του Κάρολου ∆αρβίνου.

1866: Γενική μορφολογία των οργανισμών του Έρνστ Χαίκελ.

1871: Θεωρία του ∆άρβιν, περί της εμφανίσεως του οργανικού κόσμου και του αλλοιωτού των ειδών του Κάρολου ∆αρβίνου, που αποτελεί την πρώτη δημοσίευση στα ελληνικά για τη θεωρία της εξελίξεως στο περιοδικό

«Ιλισσός», τεύχη Κ´, ΚΑ´, ΚΒ´, το Μάρτιο του 1871 στην Αθήνα.

1872: Η εξωτερίκευση των συγκινήσεων του ανθρώπου και των ζώων του

∆αρβίνου.

1875: Εντομοβόρα φυτά του Κάρολου ∆αρβίνου.

1876: Τα αποτελέσματα της σταυρογονιμοποίησης στο φυτικό βασίλειο του Κάρολου ∆αρβίνου.

1877: ∆ιάφορες μορφές ανθέων επί φυτών του ίδιου είδους του ∆αρβίνου. 1880: Η δύναμη της κίνησης στα φυτά του ∆αρβίνου.

1881: Ο σχηματισμός της ευρωτίασης στα φυτά μέσω της δράσης των σκωλήκων και παρατηρήσεις πάνω στις συνήθειές τους, που αποτελεί το τελευταίο έργο του Κάρολου ∆αρβίνου.

1882: Θάνατος του Κάρολου ∆αρβίνου στο κτήμα του στο Down της κομητείας Kent του Λονδίνου.

1887: Έκδοση βιογραφίας του Κάρολου ∆αρβίνου από τον Φραγκίσκο

∆αρβίνο.

1887: Το άνθος του Θ. Χελδράιχ στο Αττικόν Ημερολόγιον των Κυριών του δίσεκτου έτους 1888, με αναφορά στο έργο του ∆αρβίνου.

10/1890: Ιστορία της φυσικής δημιουργίας ή περί της θεωρίας της εξελίξεως του Έρνστ Χαίκελ στο περιοδικό Προμηθεύς μετάφραση Σταματίου Βάλβη, που παρουσιάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα τη συγκεκριμένη θεωρία του

∆αρβίνου.

12/11/1890: ∆ημοσιεύεται ο πρώτος αντίλογος στη δαρβινική θεωρία από τον Ιω. Σκαλτσούνη στο περιοδικό Ανάπλασις και με απάντηση την 18/11/1890 στον Προμηθέα. Ο Ι. Σκαλτσούνης αποκαλεί τερατώδη και θεωρία νοσούσης φαντασίας τη θεωρία της αυτόματης γένεσης και κατηγορεί το περιοδικό Προμηθεύς ότι λειτουργεί υστερόβουλα, εκφράζοντας θέσεις υπέρ των αρχών του υλισμού και της εξελικτικής θεωρίας, δηλητηριάζοντας την καρδίαν της ελληνικής νεότητος.

1910: Η καταγωγή του ανθρώπου του Έρνστ Χαίκελ, αποτελεί το πρώτο βιβλίο στην Ελλάδα σχετικά με τη δαρβινική θεωρία, σε μετάφραση Ανδρέα Φαρμακόπουλου, εκδόσεις Φέξη, Αθήνα 1910.

1915: Πρώτη μετάφραση της Καταγωγής των ειδών στην ελληνική γλώσσα από το Ν. Καζαντζάκη.

12/1984: Ο δαρβινισμός στην Ελλάδα του Κων. Κριμπά, άρθρο σχετικά με την αλληλογραφία Χελδράιχ - ∆αρβίνου, που δημοσιεύεται στο περιοδικό Τα Ιστορικά, (τ. Β), όπου καταγράφονται πληροφορίες και σχόλια για την υποδοχή του δαρβινισμού στην Ελλάδα.


ΠΡΟΛΟΓΟΣ



Η θεωρία που μάγεψε, αλλά και διαίρεσε τους επιστήμονες σε μεγάλο βαθμό είναι η Θεωρία της Εξελίξεως των Ειδών του Κάρολου ∆αρβίνου. Η έννοια της Εξέλιξης, που ιστορικά συνδέεται με την έννοια της κληρονομικότητας, σύμφωνα με την ανθρώπινη λογική, όπως και η έννοια της δημιουργίας της ζωής και της φύσης, συνεχίζουν να απασχολούν τους ερευνητές από την αρχαιότητα έως σήμερα. Τα ερωτήματα που τίθενται είναι πολλά, όπως, αν ο ∆αρβινισμός αποτελεί πρόβλημα μεταφυσικής, αν παραμένει μία επιστημονική έρευνα ή μεταβάλλεται σε θρησκευτική κατασκευή.

Για την Εκκλησία η ύπαρξη ενός μοναδικού και τέλειου Θεού σημαίνει πρωτίστως την ύπαρξη και μίας τέλειας αμετάβλητης και οριστικής ιεραρχίας εντός της ∆ημιουργίας Του. Κατά τη βιβλική πίστη, η ζωή εμφανίζεται ως θεϊκή δημιουργία εκ του μηδενός με αρχή και τέλος, Τελεολογική ∆ημιουργία. Η ιστορία του ανθρώπου δεν αποτελεί φυσική νομοτέλεια κάποιας συμπτωματικής φυσικής επιλογής, αλλά σκόπιμη ενέργεια του Θεού, με στόχο την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά της κοσμικής φυσιοκεντρικής ανακύκλισης. Συνεπώς, κάθε εξελικτική θεωρία, όπως αυτή του ∆αρβίνου, είναι φυσικό να αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό και αμφιβολία, τόσο από ακαδημαϊκούς κύκλους, όσο κυρίως από την Εκκλησία.

Ο ∆αρβινισμός εισήχθη ως θεωρία στην Ελλάδα σχετικά αργά, περίπου τη δεκαετία του 1870, συνέπεσε δε και με το κίνημα του Νεοελληνικού ∆ιαφωτισμού, για το οποίο ήδη είχαν αρχίσει εσωτερικές διαμάχες, με αποτέλεσμα η δαρβινική θεωρία να αντιμετωπίσει σφοδρές αντιδράσεις εντός του ελληνικού χώρου. Οι Έλληνες αγωνίζονταν για την κατοχύρωση της εθνικής τους ταυτότητας και της διαμόρφωσής της μέσα από μία ιστορική αναδρομή υπέρ τρισχιλιετούς διάρκειας, οπότε κάθε προσπάθεια αμφισβήτησης ή αντίθεσης της ιδέας της καταγωγής του ανθρώπου από έναν τέλειο ∆ημιουργό και της ιδέας της καταγωγής του από ένα κτήνος, αντίθετα με ό,τι διηγείται η Βίβλος, αντιβαίνει στην εθνική ιστορία και μειώνει τη θέση του Έλληνα πολίτη (Ο δαρβινισμός στην Ελλάδα, Κων/νου Κριμπά, εκδόσεις Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών - Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Αθήνα 2017, σσ. 16-17).

 

Η παρούσα εργασία θα ασχοληθεί με τις επιπτώσεις του ∆αρβινισμού στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα και τις αντιδράσεις που προκάλεσε στην ελληνική κοινωνία.

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η θεωρία της Εξελίξεως των Ειδών του Κάρολου ∆αρβίνου


Ο Κάρολος ∆αρβίνος, επιφανής γεωλόγος και μέλος της επιστημονικής ελίτ των κληρικών φυσιοδιφών ανήκει σε εκείνους τους ανθρώπους, οι οποίοι άλλαξαν τον τρόπο σκέψεως και αντίληψης, όσον αφορά τη μελέτη της φύσης και της ανθρώπινης ύπαρξης.

Η ανάπτυξη της πρωτοποριακής θεωρίας του ∆αρβίνου σχετικά με την εξέλιξη των ειδών, κυριολεκτικά συντάραξε τα θεμέλια της επικρατούσας μέχρι τότε αντίληψης για τη δημιουργία του κόσμου και τους νόμους που διέπουν αυτόν. Η θεωρία της Εξελίξεως συνδέει με εκπληκτικό τρόπο ανόμοια βιολογικά γεγονότα σε ένα ενιαίο και κατανοητό πλαίσιο εξέλιξης των ειδών, όπως εμφαίνεται εντός του δαρβινικού έργου με τίτλο Περί της Καταγωγής των Ειδών. Το έργο αυτό δημοσιεύθηκε το 1859 σε 1250 αντίτυπα τα οποία έγιναν ανάρπαστα. Αν και το είχε συγγράψει ήδη από το 1830, λόγω των αντιδράσεων που θα προκαλούσε δίστασε να δημοσιεύσει νωρίτερα τη θεωρία του.

Χαρακτηριστικό είναι ότι από αυτό το έργο απουσιάζει κάθε αναφορά στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους, ώστε να αποφευχθούν αντιδράσεις τόσο από συναδέλφους του πανεπιστημιακούς δασκάλους, οι οποίοι εξέφραζαν συντηρητικές απόψεις, όσο και από την Εκκλησία, η οποία θεωρούσε τη θεωρία της Εξελίξεως ως μεγάλη βλασφημία σχετικά με την πίστη για τη

∆ημιουργία του κόσμου από έναν πάνσοφο ∆ημιουργό.

Με τη δημιουργία του ανθρώπινου είδους ασχολήθηκε αργότερα συγγράφοντας δύο σπουδαίες μελέτες: α) η Εξέλιξη του Ανθρώπου και η Επιλογή σε σχέση με το Φύλο, έκδοση 1871 και β) Έκφραση των Συναισθημάτων στον Άνθρωπο και στα Ζώα, έκδοση 1872 (Ο Κάρολος

∆αρβίνος και η Εξέλιξη, Ιωάννα Μολίνου - Προβιδάκη, διδακτορική διατριβή ΕΑ∆∆ 2009, www:SciAm.Jan.09, p.32).

Η αρχή της θεωρίας της Εξελίξεως στηρίζεται στην παραδοχή λειτουργίας τριών βασικών παραγόντων σχετικά με τη δημιουργία του κόσμου: α) ότι όλα τα είδη προέρχονται από έναν κοινό πρόγονο, β) ότι κάποια είδη αποκλίνουν και δημιουργούν νέα είδη και γ) ότι οι αποκλίσεις συμβαίνουν μέσω της διεργασίας της φυσικής επιλογής, όπου ο κάθε οργανισμός για να επιβιώσει και να αναπαραχθεί οφείλει να προσαρμοσθεί στο περιβάλλον στο οποίο εντάσσεται και βιώνει.

Συγκεκριμένα, ο ∆αρβίνος υποστήριξε τη θεωρία της διακλαδιζόμενης εξέλιξης (Branching evolution), σύμφωνα με την οποία κάποια είδη κατά τη διάρκεια της ζωής τους αποκλίνουν από κάποιο κοινό πρόγονο, ακολουθώντας διαφορετικούς δρόμους, δίχως όρια και κανόνες, αμφισβητώντας έτσι τη μέχρι τότε επικρατούσα αντίληψη της ύπαρξης συγκεκριμένων ορίων και μεθόδων που όριζαν το πόσο μπορούσε να διαφέρει ένα νέο είδος από το αρχικό. Η αρχή της διακλαδιζόμενης εξέλιξης θέτει το ερώτημα του «πώς» και οδήγησε τον ∆αρβίνο στη διατύπωση της πιο επαναστατικής του ιδέας, τη θεωρία της φυσικής επιλογής (Ιωάννα Μολίνου - Προβιδάκη, ό. π., σ. 2).

Η θεωρία βασίζεται στην άποψη ότι στη φύση διεξάγεται ένας αδυσώπητος αγώνας επιβίωσης και αναπαραγωγής ανάμεσα στα είδη εκείνα που προσαρμόζονται καλύτερα στο περιβάλλον όπου ζουν, κάτω από δεδομένες συνθήκες, ενώ απορρίπτονται τα είδη τα οποία διαθέτουν λιγότερο ευνοϊκά χαρακτηριστικά κατάλληλα για την επιβίωσή τους. ∆ηλαδή ο ∆αρβίνος απορρίπτει τη μέχρι τότε επικρατούσα θέση της πλήρους και μοναδικής κληρονομικής μεθόδου απόκτησης ιδιαίτερων χαρακτηριστικών ενός οργανισμού, προκρίνοντας την περιβαλλοντική άποψη ως αιτία κατάλληλων χαρακτηριστικών του οργανισμού, ώστε αυτός να επιτύχει την επιβίωσή του στις νέες συνθήκες διαβίωσής του.

Σύμφωνα με την ιδέα της «φυσικής επιλογής» επιβιώνουν καλύτερα οι οργανισμοί εκείνοι, οι οποίοι διαθέτουν περισσότερο ευνοϊκά χαρακτηριστικά κατάλληλα για την προσαρμογή τους σε συγκεκριμένο περιβάλλον. Η διαδικασία έγκειται στη δημιουργία μεγάλου αριθμού απογόνων, οι οποίοι με το χρόνο πολλαπλασιάζονται, προσαρμοσμένων στις κυριαρχούσες περιβαλλοντικές συνθήκες. Εάν αυτές οι περιβαλλοντικές συνθήκες μεταβληθούν, θα κυριαρχήσουν εκείνα τα είδη τα οποία εμφανίζουν τη μέγιστη περιβαλλοντική προσαρμοστικότητα. Το κάθε είδος, προκειμένου να τραφεί και να πολλαπλασιαστεί, οφείλει να μεταβάλει τις ιδιότητές του σε τέτοιο βαθμό όσο του επιβάλλουν οι νέες περιβαλλοντικές συνθήκες. Φυσικά η μεταβολή και η προσαρμογή ενός είδους λαμβάνει χώρα έπειτα από πολλές γενεές και υπό την προϋπόθεση ότι το είδος τελεί υπό απομόνωση. Εάν αναμιχθεί με άλλους πληθυσμούς υπερισχύουν οι νόμοι της κληρονομικότητας και ακυρώνεται η δυνατότητα της φυσικής προσαρμογής. (Ιωάννα Μολίνου - Προβιδάκη, ό. π., σ. 2).

Αυτή η νέα θεωρία περί της καταγωγής του ανθρώπου και της εξελίξεως των ειδών προκάλεσε σφοδρές αντιδράσεις, τόσο στους χριστιανούς διανοητές και στους εκκλησιαστικούς χώρους, όσο και στο πεδίο των βιολογικών επιστημών και των ακαδημαϊκών κύκλων. Θεωρήθηκε και όχι άδικα ως ευθεία αμφισβήτηση της βιβλικής θεωρίας περί δημιουργίας του κόσμου από τον ∆ημιουργό Θεό, όπως ακριβώς περιγράφεται στο βιβλίο της Γενέσεως. Το γεγονός αυτό δημιούργησε οξύτατες αντιδράσεις ανάμεσα σε πιστούς χριστιανούς και ορθολογιστές ακαδημαϊκούς, καθώς οι πρώτοι «γνωρίζουν» για πάνω από 1800 χρόνια ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον Θεό, ενώ οι δεύτεροι απορρίπτουν την παραπάνω αντίληψη ως δογματική, καθώς έρχεται σε αντίθεση με τη λογική επιστημονική σκέψη, όπως αυτή εκφράζεται και σχηματοποιείται από την αριστοτελική ρήση «πείραμα συν παρατήρηση ίσον αποτέλεσμα».

Συνεπώς, η δαρβινική θεωρία δίνει το έναυσμα για μία κριτική της φυσικής θεολογίας, η οποία θέτει τον Θεό-∆ημιουργό στο κέντρο της ιστορικής εξελίξεως. Όμως χρειάζεται προσοχή, καθώς η επιστημονική επανάσταση των δαρβινικών αντιλήψεων επηρεάζει εκτός από την επιστήμη της Βιολογίας και την Ιστορία, τη Φιλοσοφία, την πολιτική σκέψη και γενικά το σύνολο των ανθρωπιστικών επιστημών. Καθίσταται έτσι ορατός ο κίνδυνος μετατροπής του ∆αρβινισμού σε μία νέα θρησκεία, «επιστημονικότερη» από τη χριστιανική θρησκεία.

 

Κεφάλαιο 1ο

Η υποδοχή της εξελικτικής θεωρίας του ∆αρβίνου στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα


Από τα μέσα του 18ου αιώνα ως τις αρχές του 19ου συντελείται στον ευρωπαϊκό χώρο, και στη ∆ύση γενικότερα, μία ευρεία ανάπτυξη τόσο στον επιστημονικό τεχνολογικό τομέα, όσο και στους τομείς των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών. Η γαλλική επιστημονική σκέψη συνέτεινε τα πλείστα σε αυτό με πλήθος δημοσιεύσεων φιλοσοφικού και κοινωνιολογικού περιεχομένου. ∆εν είναι τυχαία η ανάπτυξη της επιστήμης της Κοινωνιολογίας ως μίας κατά βάσιν γαλλικής επιστήμης μελέτης της ανθρώπινης συμπεριφοράς και των κοινωνικών δομών που διέπουν την οργάνωση της κοινωνίας.

Στην Ελλάδα τη χρονική αυτήν περίοδο συντελείται μία σημαντική αλλαγή. Την παρακμή του Βυζαντίου διαδέχεται η ανάπτυξη της αριστοτελικής σκέψης με την επικράτηση του ορθολογισμού. Βέβαια αυτό δεν λαμβάνει χώρα δίχως προβλήματα, καθώς οι αρνητικές απόψεις και θέσεις συντηρητικών και εκκλησιαστικών κύκλων σχετικά με τις προθέσεις των κρατών της ∆ύσης, αλλά και του Παπισμού, είχαν βαθιές ρίζες στον ελληνικό λαό. Υφίσταται μία μεγάλη καθυστέρηση στην εκκίνηση του ελληνικού στοχασμού, ενός λαού κυρίως αναλφάβητου και θρησκόληπτου με σημάδια δεισιδαιμονίας, αποκολλημένου από την ευρωπαϊκή Αναγέννηση και προσκολλημένου στην αρχαία βυζαντινή παράδοση. Κάποιες αξιόλογες προσπάθειες, όπως ήταν αυτές των Ευγένιου Βούλγαρη, Κύριλλου Λούκαρη και Νικηφόρου Θεοτόκη, καθώς και κάποιων Φαναριωτών εμπόρων, δεν επέφεραν σημαντικές αλλαγές.

Συνεπώς, γίνεται κατανοητό γιατί ο ∆ιαφωτισμός ως ένα πνευματικό κίνημα, δεν απολαμβάνει την ίδια αποδοχή στην Ελλάδα, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ο ∆ιαφωτισμός έρχεται καθυστερημένα στην Ελλάδα, διαρκεί είκοσι χρόνια περίπου, καθώς με την επανάσταση στην Ελλάδα το κίνημα που επικρατεί στην Ευρώπη είναι το κίνημα του Ρομαντισμού. Η μεγάλη διαφορά τους είναι ότι ο ∆ιαφωτισμός στηρίζεται στην ορθολογική σκέψη, στην εξελικτική θεωρία της ανθρώπινης ιστορίας κ. ά, ενώ ο Ρομαντισμός πρεσβεύει ακριβώς το αντίθετο, αφού νοσταλγεί το παρελθόν, την παράδοση και αντιτάσσει την απάθεια απέναντι στην εξέλιξη.

Την περίοδο που διατυπώνονται οι δαρβινικές απόψεις και δημοσιοποιούνται στο ευρύ κοινό στην Ευρώπη τον 19ο αιώνα η Ελλάδα διανύει τα πρώτα βήματα ως ανεξάρτητο κράτος και ελεύθερο έθνος, επιχειρώντας να βάλει τις βάσεις για τη δημιουργία εκείνων των απαραίτητων δομών και θεσμών που θα επέτρεπαν να λειτουργήσει ως αυτόνομη και ελεύθερη κρατική οντότητα. Ένας νέος θεσμός που παρά τις αδυναμίες του και τα προβλήματα που παρουσίαζε έβαλε τις βάσεις για να διαμορφωθεί μία επιστημονική κοινότητα, υπήρξε το Οθώνειο στην αρχή και έπειτα Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο. (Ευθύμιος Νικολαΐδης, Science and Eastern Orthodoxy. From the Greek Fathers to the age globalization, Baltimore 2011, John Hopkins University, p. 193).

Χαρακτηριστικό γνώρισμα των σπουδών αυτήν την εποχή είναι ότι οι φοιτητές στην πλειονότητά τους προτιμούν τις θεωρητικές - κλασικές σπουδές και όχι τις θετικές - φυσικομαθηματικές. Ενδεικτικά όπως αναφέρει ο Κ. Τσουκαλάς σε έναν πίνακα αναφέρεται ως εξής η κατανομή ποσοστών των φοιτητών στην Ελλάδα για τα έτη 1787 έως 1911.

Σχολή Νομικών: 50,2%

Φιλοσοφική Σχολή: 15,5%

Ιατρική Σχολή: 26%

Φυσικομαθηματική Σχολή: 1,7%

Το φαινόμενο εξηγείται από το γεγονός της μεγάλης ανάγκης που είχε να στελεχωθεί η νεοσύστατη κρατική μηχανή, κυρίως από νομικούς για τη σύσταση και λειτουργία της ελληνικής δικαιοσύνης, καθηγητές για την παιδεία, ιατρούς για την υγεία κ.λπ. Από το βιβλίο του Ιω. Καρρά με τίτλο «Οι φυσικές - θετικές επιστήμες στον ελληνικό 18ο αιώνα», πληροφορούμαστε ότι από τα 5381 χειρόγραφα, 870 μόνο αναφέρονται στον τομέα των θετικών - φυσικών επιστημών. (Ανθή Σωτηριάδου, Η εμφάνιση της θεωρίας της Εξέλιξης των Ειδών, δεδομένα από τον ελληνικό χώρο, Θεσσαλονίκη 1990, ∆ιδακτορική διατριβή, ΑΠΘ, σ 91). Η ανώτατη τεχνολογική εκπαίδευση σε εφαρμοσμένες επιστήμες ήταν σχεδόν ανύπαρκτη στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Η δαρβινική θεωρία υποστηρίζεται και δημοσιεύεται από τα περιοδικά Προμηθεύς, Εστία και Αττικό Ημερολόγιο. Πρωταγωνιστές ως προς την αποδοχή της εξελικτικής θεωρίας είναι οι καθηγητές Κ. Μητσόπουλος, Σ. Μηλιαράκης, Ν. Γερμανός, Ιω. Ζωχιός, Σ. Αποστολίδης κ. ά. Αντίθετοι με τη θεωρία του ∆αρβίνου εμφανίζονται οι καθηγητές Ιω. Σκαλτσούνης από το περιοδικό Ανάπλασις και ο Μ. Γαλανός μέσα από το περιοδικό Σωτήρ.

Υπάρχουν βιβλία από το 1875, όπου αναφέρονται αναλυτικά οι δαρβινικές απόψεις, όπως και λεξικά με πιο γνωστό το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Πρακτικών Γνώσεων, που στηρίζει τη θεωρία του ∆αρβίνου, εκφράζοντας θέσεις Παλαιοντολογίας, αναφέρεται σε μεταωατικά είδη και σε ιδέες της Εμβρυολογίας. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι υπήρξε μία προλείανση του εδάφους, ως προς τη δαρβινική θεωρία στην Ελλάδα, καθώς είχαμε δημοσιεύσεις περί της εξελίξεως παρόμοιες με του ∆αρβίνου, όπως είναι αυτή της ενότητας του οργανικού και ανόργανου κόσμου ως βασικής προϋπόθεσης για την εξελικτική θεωρία. Η Εξέλιξη ως φαινόμενο απασχολούσε ήδη τους στοχαστές στον ελληνικό χώρο, ήδη αναγνώριζαν ότι υπήρχε μία τάση για μεταμορφώσεις που συμπυκνούνται στην πληροφορία, η φύσις κατασκευάζει εν και μόνον, τροπολογούσα αυτό, κατά τας ανάγκας, φειδωλή του δημιουργείν αλλά αφειδής μεταμορφώσεων, αναφορές σε ομόλογα όργανα που μεταβάλλονται κατά τας ανάγκας, όπως άκρα πιθήκου, νυχτερίδος, φώκιας (Rudwick Martin, The Meaning o Fossils: Episodes in the History of Paleontology, The University of Chicago Press, Chicago 1972.

Κατά τον 19ο αιώνα δύο μεγάλα πνευματικά κινήματα εισβάλλουν με εκρηκτικό τρόπο στην Ελλάδα. Τόσο ο ∆ιαφωτισμός με τον ορθολογικό τρόπο σκέψης και την προβολή υλιστικών ιδεών, όσο και ο ∆αρβινισμός με τη θεωρία της Εξέλιξης των Ειδών και της φυσικής επιλογής προβληματίζουν και ανησυχούν τους Έλληνες. Λαός βασιζόμενος στην παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα, βαθιά θρησκευόμενος, αντιμετωπίζει με φόβο και επιφύλαξη την απόρριψη της πνευματικής δύναμης από την ιστορία της ∆ημιουργίας από έναν πάνσοφο ∆ημιουργό με τελειότερο δημιούργημα τον ίδιο τον άνθρωπο σε αντίθεση με τη δημιουργία των δαρβινιστών μέσα από μία τυχαία φυσική επιλογή η οποία στερείται τελεολογικού σκοπού. Υπήρξαν έντονες διαμάχες μεταξύ δαρβινιστών και αντιδαρβινιστών, ακούστηκαν υπερβολές, όπως αναφέρει ο Σπ. Σούγκρας ο οποίος κατηγορούσε τους πρώτους ότι αυτοί κήρυτταν την ενανθρώπιση του ζώου και την αποκτήνωση του ανθρώπου.

 

Να σημειωθεί ότι εκείνη τη χρονική περίοδο, το ελληνικό κράτος πάσχιζε να σταθεί στα πόδια του, να δημιουργήσει πολιτειακούς θεσμούς και δομές κρατικής οντότητας, υπήρχε πολιτική αναταραχή να εκδιωχθούν ο Όθωνας και οι Βαυαροί από τον τόπο, να στηριχθεί η παραπαίουσα οικονομία και να αντιμετωπισθεί το θέμα που είχε προκύψει με τη δημοσίευση της θεωρίας του Φαλμεράυερ.

Η θεωρία του ∆αρβίνου διατυπώθηκε το 1859 με το περίφημο έργο του με τίτλο Περί της καταγωγής των Ειδών, τυπώθηκε σε 1250 αντίτυπα που εξαντλήθηκαν αμέσως. Στην Ελλάδα οι πρώτες συζητήσεις και προβληματισμοί ξεκίνησαν σχετικά αργά τη δεκαετία του 1870 και αυτό οφείλεται κυρίως σε τρεις λόγους.

Ο πρώτος λόγος για αυτήν τη χρονική καθυστέρηση μπορεί να αποδοθεί στο μεσογειακό ταμπεραμέντο, στην ψυχική ιδιομορφία του ελληνικού λαού, η οποία διαμορφώνεται από τις κλιματολογικές συνθήκες στις οποίες διαβιεί, καθώς το περιβάλλον επηρεάζει την ψυχοσύνθεσή του. Συγκεκριμένα οι Έλληνες δείχνουν μία έλλειψη ενδιαφέροντος για τη μελέτη και ερμηνεία φυσικών φαινομένων και συνεπώς για τις εξελικτικές διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα, ενώ λόγω της μεγάλης ηλιοφάνειας και του εύκρατου κλίματος, αρέσκονται σε φιλοσοφικές συζητήσεις σχετικά με τις ανθρώπινες συμπεριφορές, δραστηριότητες και επιτεύγματα τα οποία διαμορφώνουν τον αντίστοιχο πολιτισμό τους. Βιώνοντας τον περισσότερο χρόνο στη φύση αντιλαμβάνονται στο έπακρο τη ζωή ως υπεύθυνα πολιτικά όντα. Ενδιαφέρονται περισσότερο και μερικές φορές αποκλειστικά για τις ανθρώπινες συμπεριφορές και επιτεύγματα, την κοινωνική ζωή στις πόλεις, ειδικότερα την άσκηση της πολιτικής ως υπεύθυνα πολιτικά ζώα. (Ο δαρβινισμός στην Ελλάδα, Κων/νου Κριμπά, ό. π., σ. 11).

Ο δεύτερος λόγος ίσως είναι ο σημαντικότερος, καθώς αφορά το ζήτημα της εθνικής μας ταυτότητας και της διαμόρφωσής της ανά τους αιώνες. Η κατοχύρωση της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων θα διασφάλιζε τα συμφέροντα του γένους και του νέου κράτους, καθώς και τη διατήρησή του χωρίς επισφάλειες. (Ο δαρβινισμός στην Ελλάδα, Κων/νου Κριμπά, ό. π., σ. 12). Οι μορφωμένοι Ευρωπαίοι θεωρούσαν τους νεοέλληνες ως απογόνους των αρχαίων Ελλήνων και κληρονόμους ενός μεγάλου πολιτισμού, τον οποίο είχαν ενστερνιστεί κι οι ίδιοι, αναπτύσσοντας ένα ισχυρό φιλελληνικό κίνημα, το οποίο συνέβαλε σημαντικά στον αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας. Αυτή η σύνδεση των νεοελλήνων με τους προγόνους τους, που εμφάνιζε τους πρώτους ως υποδείγματα σοφίας, ηθικής σωφροσύνης και υψηλού πολιτισμού, δεν έπρεπε να αμφισβητηθεί επ’ ουδενί, καθώς συνέβαλε στην αναγνώριση του νέου κράτους των Ελλήνων. Κάθε αμφισβήτηση αυτής της συνδέσεως αντιμετωπιζόταν ως εχθρική ενέργεια προς τους Έλληνες και το νεοσύστατο κράτος τους. Ως τέτοια εξελήφθη και η απόπειρα του Φαλμεράυερ που ισχυρίσθηκε ότι οι Νεοέλληνες ήταν απόγονοι Σλάβων μεταναστών οι οποίοι αποίκησαν τη χώρα του Μεσαίωνα και γι’ αυτό δεν ήταν απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων (Ο δαρβινισμός στην Ελλάδα, Κων/νου Κριμπά, ό. π., σ. 12).

Αξίζει να σημειωθεί πως παρόμοιες απόψεις διατύπωσαν σε διαφορετικό πλαίσιο και οι Λέψιους (Karl Richard Lepsius), Φράας (Eberhard Fraas) και Φίλιππσον (Alfred Philippson), οι οποίοι διατύπωσαν τη θεωρία της κλιματολογικής αλλαγής στον ελληνικό χώρο. Συγκεκριμένα εξέφρασαν την άποψη της μεταβολής του κλίματος στη νότια βαλκανική χερσόνησο, από εύκρατο μεσογειακό σε ξηρό και καυστικό, το οποίο κατά τη γνώμη τους δεν επιτρέπει την ανάπτυξη ενός μεγάλου πολιτισμού. Η αντίδραση σε αυτήν τη θεωρία επήλθε από τον καθηγητή μετεωρολογίας ∆ημήτριο Αιγινήτη, ο οποίος απέδειξε τη χρονική σταθερότητα του ελλαδικού κλίματος βασιζόμενος στις συνθήκες ωριμάνσεως και σακχαροποιήσεως των χουρμάδων, καρπών των εν Αττική φυομένων φοινίκων, τους οποίους συνέκρινε με τους κυπριακούς. Οι καρποί τους στην Αττική ωρίμαζαν αλλά δεν καθίσταντο γλυκείς, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα (∆ημήτριος Αιγινήτης, Η σταθερότης του κλίματος της Ελλάδος. Επετηρίς Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, Αθήνα 1906, σ.σ. 273-315).

Εξαιτίας των συνεχών επιθέσεων και αμφισβητήσεων από τους ξένους της θεωρίας της υπερτρισχιλιετούς πολιτιστικής ιστορίας των Ελλήνων, αναπτύχθηκε και μία τρίτη δραστηριότητα, η λαογραφία. Πρωτεργάτης και ιδρυτής αυτού του κλάδου θεωρείται ο Νικόλαος Πολίτης ο οποίος συνέθεσε με λεπτομέρεια τα ήθη, τα έθιμα, τη γλώσσα, τα τραγούδια, τους χορούς, τους μύθους και όλες τις παραδόσεις που διέπουν διαχρονικά την πορεία του λαού των Ελλήνων στο συγκεκριμένο χώρο. Η συγκρότηση της ελληνικής εθνικής συνειδήσεως διαφαίνεται χαρακτηριστικά στη διακόσμηση της πρόσοψης του κεντρικού κτιρίου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αριστερά ο Ρήγας Φεραίος, επαναστάτης, παμβαλκανιστής, οπαδός του γαλλικού ∆ιαφωτισμού, δεξιά ο θρησκευτικός αρχηγός του Γένους, ο οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε´, ο οποίος τον αφόρισε, έμπροσθεν ο μεγάλος διαφωτιστής Αδαμάντιος Κοραής και συμμετρικά ο Ιωάννης Καποδίστριας, πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδος, πρώην υπουργός εξωτερικών του Τσάρου (Κων/νου Κριμπά, Ο δαρβινισμός στην Ελλάδα, ό. π., σ.σ. 15-16).

Η διαμόρφωση εθνικής ενότητας προϋποθέτει διαμόρφωση εθνικής συνείδησης. Κύριο και πρωταρχικό ρόλο σε αυτό είχε η Εκκλησία, η οποία καθόλη τη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής διατήρησε τη θρησκεία και τη γλώσσα των Ελλήνων, καθώς και άσβεστο το όραμα της απελευθέρωσης του Γένους. Η παραπάνω ανάλυση δεικνύει σε όλο το φάσμα τις δυσκολίες που αντιμετώπισε εξαρχής η δαρβινική θεωρία, καθώς η αντίληψη της καταγωγής του ανθρώπου από ένα ζώο, έναν πίθηκο, αντίθετα με τα γραπτά της Βίβλου, δεν δύναται να γίνει αποδεκτή, όχι μόνο για θρησκευτικούς λόγους, αλλά και διότι μείωνε τη θέση του Έλληνα ανθρώπου. Άμεσα άρχισαν οι διενέξεις μεταξύ φοιτητών και πανεπιστημιακών δασκάλων. Ο καθηγητής φυσιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών δέχθηκε τις επικρίσεις του φοιτητή του Ηλία Λιακόπουλου σχετικά με τη διδαχή της δαρβινικής θεωρίας και της αξιοπιστίας αυτής. Εάν αι θεωρίαι του ∆αρβίνου είνε ορθαί, θα κατισχύσουσι και παρ’ υμίν, εστέ βέβαιοι. Αλλά προς Θεού, ωθείτε το κρατίδιον κατά κρημνών θα το ρίψητε εις τον Καιάδα και θα παρασυρθείτε βεβαίως και υμείς μετ’ αυτού του αθλίου. (Ηλίας Λιακόπουλος, Ο δαρβινισμός εν Αθήναις. Ποία τα αποτελέσματα της διδασκαλίας των θεωριών του ∆αρβίνου εν τω ημετέρω πανεπιστημίω, τύποις «Ελληνικής Ανεξαρτησίας», Αθήνα 1880).

Οι αντιδράσεις στον ελλαδικό χώρο ήταν πολλές, καθώς πολλοί πανεπιστημιακοί δάσκαλοι συγκρούονταν μεταξύ τους, καλλιτέχνες, εγγράμματοι, φιλόλογοι και ποιητές. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα του Παναγιώτη Συνοδινού, ο οποίος σαφώς διακατέχεται από αντιδυτικές αντιλήψεις και είναι πολέμιος του δαρβινισμού. Κλαίει ο κόσμος την Ελλάδα, πουλημένη, φθισική στα χειρόκτια, στη βελάδα μασκαράτα φραγκική. Κάτω ο Στράους κι ο ∆αρβίνος, κάτω κάθε ξενισμός. Ζήτω του Μαρτιού ο κρίνος ζήτω κι ο ελληνισμός (Παναγιώτης Συνοδινός, ποίημα δημοσιευθέν στην αθηναϊκή Νέα Εφημερίδα, Αθήνα 25-3-1988). Εδώ αναφέρεται υποτιμητικά και ο Γερμανός Θεολόγος Στράους, λόγω της έκδοσης ενός βιβλίου, όπου εξετάζει τα γραπτά τεκμήρια για τη ζωή του Χριστού. Η εξέταση αυτή θεωρήθηκε ασεβής και προσβλητική προς τον Υιό του Κυρίου. Ο τίτλος του είναι Η ζωή του Χριστού (David Friedrich Strauss, Das Leben Jesu, Kritisch bearbeitet, 2 τόμοι, C. F. Osiander, Τύμπιγκεν 1835-1836).

Αξίζει να σημειωθεί ότι της θεωρίας της Εξελίξεως προηγήθηκε η αναφορά της κλίμακας των ειδών (scala naturae) του Γάλλου ερευνητή- βιολόγου Λαμάρκ. Σύμφωνα με αυτήν μία εσωτερική δύναμη ωθεί τους οργανισμούς να συνθέτουν σε μια προοδευτική κλίμακα, από τα απλούστερα στοιχεία στα πιο σύνθετα, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά ο Λαμάρκ τη φυλογενετική συγγένεια μεταξύ των διαφόρων ειδών. Σε αυτήν τη θεωρία αναφέρθηκε ο Στέφανος ∆ημητριάδης στο έργο του Απανθίσματα, το έτος 1797, όπου κάνει λόγο για την άλυσσον ή κλίμακα των όντων (Στέφανος ∆ημητριάδης, Απανθίσματα εκ τινος βιβλίου ετερογλώσσου συλλεχθέντα και προσαρμοσθέντα εις την ημετέραν απλήν διάλεκτον, τύποις Μαρκ. Πουλίου, Βιέννη 1797, σ.σ. 28-29). Η κλίμακα της προόδου των ειδών δεν γίνεται δεκτή από τον ∆αρβίνο, καθώς η θεωρία του δέχεται πως όλα τα είδη έχουν την ίδια πρόοδο, αφού καθένα από αυτά είναι προσαρμοσμένο εξίσου στις συνθήκες διαβίωσής του.

Άλλη μία αναφορά στην κλίμακα των ειδών, αλλά αυτή τη φορά με πρόθεση μιας διακλάδωσης εμφανίζεται στο βιβλίο «Κοσμοφοβία ή το Καθολικόν αλληλέγγυον», μετάφραση εκ του γαλλικού βιβλίου του Lecouturier (Κώστας Β. Κριμπάς, Κοσμοφοβία ή ο παγκόσμιος σοσιαλισμός - θραύσματα κατόπτρου, εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1993, σσ. 109-122. Η πρώτη αναφορά στην έννοια της εξελίξεως έγινε από τον Αλέξανδρο Θεοτόκη (1822-1904), θείο του γνωστού συγγραφέα Κωνσταντίνου Θεοτόκη με τον οποίο συγκατοίκησε στο εξοχικό τους στους Καρουσάδες της Κέρκυρας. Ο Αλέξανδρος Θεοτόκης, γαλλομαθής, απόφοιτος του Muséum στο Παρίσι, ευτύχησε να βρεθεί δίπλα στον Μπλαινβίλ (Henri Ducrotax de Blainville), ο οποίος υπήρξε μαθητής και διάδοχος του Κυβιέ (Georges Cuvier). Επιστρέφοντας από το Παρίσι στην Κέρκυρα το 1848 εξέδωσε το έργο του Γενικοί ζωολογικοί πίνακες ή Πρόδρομος της ελληνικής ζωολογίας, όπου διατυπώνει τρεις εναλλακτικές απόψεις σχετικά με τη διαμόρφωση των ειδών. Η αμεταβλητότητα των ειδών, η μικρή και εντός του είδους αλλαγή που δεν υπερβαίνει τα όρια του είδους όπως αρχικά τούτο δημιουργήθηκε και τέλος η άποψη ότι τα είδη αλλάζουν δημιουργώντας νέα είδη (Costas B. Krimbas, Alexandre Theotokis, la notion de l’ évolution et le premier texte de zoologie grecque, The Historical Rewiew / La Revue Historique, τόμ. 4, 2007, σ.σ. 191,197).

Ο Α. Θεοτόκης ήταν θιασώτης της δεύτερης άποψης την οποία υποστήριξε θερμά, ωστόσο το εξαιρετικό αυτό βιβλίο του δεν είχε καμία απήχηση στο κοινό και δεν έγινε ευρύτερα γνωστό στους ακαδημαϊκούς κύκλους της εποχής. Κατά τη διάρκεια ανασκαφών στην περιοχή του Πικερμίου Αττικής αποκαλύφθηκαν απολιθώματα εξαφανισμένων ειδών, τα οποία δείχνουν να επιβεβαιώνουν τις θεωρίες της μεταμείψεως των ειδών του ∆αρβίνου, καθώς τα ευρεθέντα απολιθώματα πιστοποιούν την ύπαρξη ενδιάμεσων ειδών, (Ειρηναίος Ασώπιος, Τα εν Πικέρμι λείψανα στο Αττικόν Ημερολόγιον, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1869, σ.σ. 144-152). Συμμέτοχος αυτής της άποψης φέρεται να είναι ο καθηγητής φυσικής ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο Κυριακός ∆ομνάνδος (1789-1852), όπου είχε παρουσιάσει σε συνέδριο στο Τορίνο το 1840 εργασία σχετικά με απολιθώματα εξαφανισμένων ζώων στην Πεντέλη ή στο Πικέρμι (Κων/νος Κριμπάς, Ο δαρβινισμός στην Ελλάδα, ό.π., σ. 22.

 

Κεφάλαιο 1.2

Πρώτη «εμφάνιση» του δαρβινισμού στην Ελλάδα -

Αλληλογραφία Χελδράιχ - ∆αρβίνου



Πρώτη κοινοποίηση των δαρβινικών απόψεων στον ελλαδικό χώρο έλαβε χώρα μέσω ανταλλαγής επιστολών μεταξύ του φιλέλληνα Γερμανού διευθυντή του Βοτανικού Κήπου του Πανεπιστημίου Αθηνών Θεοδώρου φον Χελδράιχ (1822-1902) και του ίδιου του ∆αρβίνου. Ο Χελδράιχ έστειλε δύο επιστολές τις οποίες απάντησε ο ∆αρβίνος. Στη δεύτερη επιστολή του ο Χελδράιχ αναφέρει ότι ο Σπυρίδων Μηλιαράκης μετέφρασε στα ελληνικά τη μελέτη του ∆αρβίνου Βιογραφικό σχεδίασμα μικρού τινός παιδιού δημοσιευμένη στο περιοδικό Εστία (1877). (Κάρολος ∆αρβίνος, Βιογραφικό σχεδίασμα μικρού τινος παιδίου, μτφρ. Σπ. Μηλιαράκης, Εστία, Αθήνα 1877, τόμ. ∆´, τχ. 104, σ.σ. 817-824). Είναι σημαντική αυτή η μετάφραση του Μηλιαράκη διότι υπήρξε η πρώτη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα έργου του ∆αρβίνου.

Ο Μηλιαράκης (1852-1919), ιατρός και καθηγητής βοτανικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών ήταν ένθερμος δαρβινιστής, δημοσίευσε μελέτες, άρθρα, καθώς και τη βιογραφία του ∆αρβίνου σε μια εποχή όπου χρειαζόταν θάρρος για να το πράξεις. Η τελευταία του μελέτη ήταν Αι ψυχικαί ιδιότηται των ζώων, οψίτυπο, 1926, εμπνευσμένο από το δαρβινικό έργο έκφραση των συγκινήσεων στον άνθρωπο και τα ζώα» (Κάρολος ∆αρβίνος, Η έκφραση των συγκινήσεων στον άνθρωπο και τα ζώα, επιμ. Paul Elkman, μτφρ. Κατερίνα Λιγκοβαλή, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2017).

Αξίζει να σημειωθεί πως τον 19ο αιώνα οι περισσότερες μεταφράσεις κειμένων και διδακτορικών διατριβών σχετικά με τη δαρβινική θεωρία ήταν από τα γερμανικά και λιγότερο από τα αγγλικά. Ένθερμος υποστηρικτής της δαρβινικής θεωρίας υπήρξε και ο γιος του μεγάλου μας ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη ο Αιμίλιος μαθητής του Γερμανού βοτανολόγου Βίλχεμ Πράυερ.

∆υστυχώς ο Αιμίλιος Βαλαωρίτης πέθανε νέος το 1882 σε ηλικία μόλις 25 ετών από φυματίωση. Από τα μέσα του 19ου αιώνα με την ανάπτυξη του Νεοελληνικού ∆ιαφωτισμού στην Ελλάδα τα πράγματα ήταν πολύ οξυμένα ανάμεσα στους θιασώτες του ∆ιαφωτισμού και τους συντηρητικούς και εκκλησιαστικούς κύκλους. Η έκδοση συνεπώς του νέου βιβλίου του ∆αρβίνου για την Καταγωγή του ανθρώπου (1871) υπήρξε αιτία πολέμου για την Εκκλησία και τους θρησκευόμενους ανθρώπους, πυροδοτώντας ευνοϊκά αλλά κυρίως δυσμενή σχόλια και μελέτες.

Το 1871 ο Γ. Αποστολίδης παρουσίασε σε μία διάλεξη στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός» τη δαρβίνειο θεωρία, την οποία ακολούθως δημοσίευσε στο περιοδικό «Ιλισσός» (Κων. Κριμπάς, Ο δαρβινισμός στην Ελλάδα, ό. π., σ. 25). Μερικά χρόνια αργότερα ο Κ. Ν. Μαρίνος μεταφράζει το έργο του Άγγλου φυσικού Τζων Τάινταλ «Περί γενέσεως των όντων», υλιστικού προσανατολισμού ευνοϊκά διακείμενο προς το ∆αρβίνο (Τζων Τάινταλ, Περί γενέσεως των όντων, μτφρ. Κ. Ν. Μαρτίνος, εκδόσεις Μέλλοντος, Αθήνα 1875, σ. 56). Τα συγκεκριμένα έτη η δαρβινική θεωρία γνώρισε πλήθος θετικών, αλλά και αρνητικών σχολίων, ορισμένα σαρκαστικά, υποτιμητικά, ακόμη και χλευαστικά, καθώς ανέτρεπαν θεωρίες, πίστεις και δοξασίες χιλιετιών. Η διάλεξη του υφηγητή Χημείας Λεάνδρου ∆όσιου για τον περί υπάρξεως αγώνα, όπως και η μετέπειτα δημοσίευσή της (Λέανδρος Κ. ∆όσιος, Ο περί υπάρξεως αγών, τύποις Ανδρέου Κορομηλά, Αθήνα 1874) προκάλεσε πλήθος ανακοινώσεων και λεκτικών διαξιφισμών.

 

Κεφ. 1.3. Ο δαρουινισμός και το ανυπόστατον αυτού



Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα εμφανίστηκε στην Ελλάδα ένας μεγάλος πολέμιος των δαρβινικών θεωριών, ο υφηγητής θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Σπυρίδων Σούγκρας, ο οποίος εξέδωσε ένα βιβλίο (1876) περίπου 250 σελίδων με τίτλο «Η νεωτάτη του υλισμού φάσις, ήτοι ο δαρουινισμός και το ανυπόστατον αυτού (Σπυρίδων Σούγκρας, (1877), Η νεωτάτη του υλισμού φάσις, ήτοι ο δαρουινισμός και το ανυπόστατον αυτού, τυπογραφείον της Εφημερίδος των Συζητήσεων, Εθνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1876). Χρησιμοποιώντας γαλλικές και γερμανικές πηγές, παρουσίασε ένα κείμενο με άριστα τεκμηριωμένες απόψεις, συνδέοντας φιλοσοφικά και θεολογικά επιχειρήματα ως προς την εξέλιξη των ειδών. Το έργο του αναγνωρίσθηκε και εκτιμήθηκε δεόντως σε τέτοιο σημείο, ώστε να αποτελεί πηγή πληροφόρησης από νεότερους μελετητές, π.χ. Σπ. Βλαστός, Φιλοσοφικαί μελέται, Ιω. Κ. Λαγουδάκης, Αλεξάνδρεια 1902) και Π. Ν. Τρεμπέλας, Η περί παραγωγής των ειδών υπόθεσις του ∆αρβίνου αναλυομένη και κρινομένη (Π. Ν. Τρεμπέλας, Η περί παραγωγής των ειδών υπόθεσις του ∆αρβίνου αναλυομένη και κρινομένη, περιοδικό Πάνταινο, Αλεξάνδρεια 1916, τόμ. Η´, σ.σ. 486-492).

Ο Σούγκρας εκτίμησε ότι στο θέμα της μεταμείψεως των ειδών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου, ορθώς αναμειγνύεται η φιλοσοφική σκέψη με τη θεολογική άποψη. Η δαρβινική θεώρηση περί της μετά του πιθήκου κοινής καταγωγής του ανθρώπου, χαρακτηρίζεται ως αποτρόπαια και μωρή, καθώς επιφέρει συνέπειες, ήτοι εάν αληθεύει αυτό ο χριστιανισμός και η περί Θεού εν γένει ιδέα εκ βάθρων εξουθενούντο η κοινωνία θα παρεδίδετο έρμαιον τις εν ον τι πάσης συνειδήσεως εστερημένων, τυχαίως τα όντα παραγαγόν, λυομένου ούτως παντός ηθικού και κοινωνικού δεσμού (Κ. Κριμπάς, Ο δαρβινισμός στην Ελλάδα, ό.π., σ. 28). Ο Σπυρίδων Σούγκρας είναι γνώστης των θεωριών του Λαμάρκ και του Ουάλλας σχετικά με την εξελικτική πορεία των ειδών, όμως ο ίδιος εκφράζει αταβιστικές απόψεις μη αποδεχόμενος την ύπαρξη εξελικτικής διαδικασίας. Προκειμένου να πείσει για την ορθότητα των απόψεών του πραγματεύεται το ζήτημα του Εξελίξεως με τρεις διαφορετικούς τρόπους.

Πρώτα υπό φυσική άποψη, δηλαδή εξετάζοντας τα βιολογικά και φυσικά ιστορικά χαρακτηριστικά της εξελικτικής διαδικασίας, δεύτερον, από ψυχολογική - ανθρωπολογική σκοπιά και τρίτον υπό ηθική και θρησκευτική προσέγγιση. Κατά τον Σούγκρα υφίστανται δύο αντίρροπες δυνάμεις στη φύση, η variabilitas, όπου κάθε άτομο εμφανίζει την τάση προς αλλοίωσιν και απομάκρυνσιν από του αρχικού τύπου, δηλαδή από τον αρχικό τύπο του είδους, ενώ υπάρχει και μία άλλη δύναμη, μία άλλη ισχυρή atavismus, η οποία δεν επιτρέπει την εξελικτική διαδικασία να εκδοθεί αφού επαναφέρει όλες τις συντελεσθείσες παραλλαγές στον αρχικό τύπο. Ο ∆αρβίνος δέχεται την πρώτη άποψη, ενώ ο Σούγκρας τη δεύτερη, φέρνοντας δύο παραδείγματα, ένα από το φυτικό και ένα από το ζωικό βασίλειο. Από το πρώτο ομιλεί για την αγριοσταφυλίδα, όπου με τεχνητή καλλιέργεια αύξησε το βάρος της, αλλά ουδέποτε δύναται να λάβη μέγεθος πέπονος, ενώ από το δεύτερο αναφέρει το περιστέρι που, αν και εξημερώθηκε από τον άνθρωπο, όταν αφεθεί ελεύθερο επιστρέφει στην προτέρα του αγρία κατάσταση εντός του ζωικού βασιλείου (Κ. Κριμπάς, Ο δαρβινισμός στην Ελλάδα, ό. π., σσ. 29-30).

Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα η δαρβινική θεωρία περί της εξελίξεως των ειδών δέχεται σφοδρές επιθέσεις, καθώς ταρακουνάει συθέμελα ένα πολύ συντηρητικό θεολογικό καθεστώς, το οποίο έχει ιστορία αιώνων. Ο Σούγκρας συνεχίζει να κατακρίνει τις δαρβινικές θέσεις, αναρωτώμενος γιατί υπάρχουν όλα τα είδη σε έναν συγκεκριμένο τόπο, αφού εάν ίσχυε η θέση του ∆αρβίνου περί κατισχύσεως του δυνατότερου είδους επί των αδυνάτων, όλα τα άλλα είδη έπρεπε να έχουν εξαλειφθεί, πράγμα που δεν συμβαίνει. Ο Σούγκρας δεν κατανοεί την εξελικτική διαδικασία που παρουσιάζει μία εικόνα τοπολογίας όμοια με εκείνη ενός δένδρου, έτσι ώστε από ένα αρχικό είδος να παράγονται με διχασμό του δύο με διαφορετική το καθένα οικοθέση. Κάθε τόπος περιλαμβάνει πολλές οικοθέσεις, πολλά είδη που συνιστούν ένα οικοσύστημα (Κ. Κριμπάς, Ο δαρβινισμός στην Ελλάδα, ό. π., σ.31). Ο ίδιος επιστρατεύει πολλούς μελετητές φυσιοδίφες οι οποίοι αντιστρατεύονται τις δαρβινικές απόψεις, είναι μακρύς ο κατάλογος, προκειμένου να στηρίξει την άποψή του.

Το πρόβλημά του είναι ότι αδυνατεί να κατανοήσει ότι στη φύση δεν υφίσταται κατηγοριοποίηση «ανωτέρων» και «κατωτέρων» ειδών, αλλά διαφορετικών. Η προσαρμοστικότητα που παρουσιάζει ένα ζωύφιο στη θέση όπου ενδιαιτάται, δύναται να επιτρέψει την επιβίωσή του αντίθετα με ένα λιοντάρι ή έναν ελέφαντα. Προφανώς αγνοεί τις υφιστάμενες οικολογικές θέσεις μεταξύ των ειδών ή τις διάφορες τροφικές αλυσίδες, οι οποίες δημιουργούν οικολογικές φωλιές - οικοθέσεις, σχηματίζοντας σταθερές βιοκοινωνίες ειδών. Προκρίνει τις οικολογικές σχέσεις ως συνεργασία μεταξύ των οργανισμών, ως μία αρμονική σχέση αλληλοσυμπληρώσεως των αναγκών τους, γεγονός που αντιβαίνει στη δαρβινική θεωρία, την «αιμοσταγή» περί υπάρξεως αγώνος μέχρις εσχάτως (Κ. Κριμπάς, Ο δαρβινισμός στην Ελλάδα, ό. π., σ. 33).

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου του ο Σούγκρας ασχολείται με το εσφαλμένον του έτι αποτροπαίου της θεωρίας ταύτης, δηλαδή της κοινής μετά του πιθήκου καταγωγής του ανθρώπου. Η ιδέα της τυχαίας ή συμπτωματικής, εντός συγκεκριμένων κλιματολογικών συνθηκών, ανάπτυξης του ανθρώπου από ένα ιδιαίτερο είδος πιθήκου, αναγνωρίζεται από τον Σούγκρα ως εξωφρενική και ιερόσυλη. Ως επιχειρήματα επικαλείται την ύπαρξη κρανίων προϊστορικών ανθρώπων με συγκεκριμένο μέγεθος, τα οποία συγκρίνει με τα κρανία σημερινών ανθρώπων που ομοιάζουν, έχουν μεγαλύτερο μέγεθος από τα κρανία πιθήκων με σαφώς πιο μεγάλο τον ανθρώπινο εγκέφαλο μορφολογικά και πιο εξελιγμένο λειτουργικά, δημιουργώντας έτσι ένα αγεφύρωτο χάσμα. Η άποψη του δαρβινιστή Karl Vogt ότι οι μικροκέφαλοι άνθρωποι συνιστούν αναδρομή στην αρχέγονη κατάσταση του ανθρώπου, κατά τον Σούγκρα δεν ευσταθεί, καθώς θεωρεί ότι πρόκειται για παθολογικές καταστάσεις - παραμορφώσεις, όπως είναι η περίπτωση του κρανίου του Νεάτερνταλ.

Ακόμη επισημαίνει την τεράστια διαφοροποίηση των ανθρώπων και των ζώων όσον αφορά την ομιλία και τη γλώσσα. Η έναρθρη γλώσσα των ανθρώπων είναι ιδιάζουσα. Είναι αδύνατον να αναζητηθεί η οιαδήποτε σχέση ή συγγένεια σχετικά με τη γένεσή της στους ολολυγμούς και τις οιμωγές των ζώων. (Κ. Κριμπάς, Ο δαρβινισμός στην Ελλάδα, ό. π., σ. 38). Αυτογνωσία, αυτοσυνειδησία, καλαισθησία, επίγνωση παροδικότητας της ζωής και επικείμενου θανάτου, δημιουργία στόχου - σκοπού της ζωής, διακρίνουν τον άνθρωπο από τα ζώα.

Τέλος, στο τρίτο κεφάλαιο του έργου του ο Σούγκρας αναλύει τα ηθικά και θρησκευτικά προβλήματα που δημιουργεί ο δαρβινισμός και οι συνέπειες αυτού. Η θρησκευτική πίστη, πέραν της προσωπικής ελπίδας για σωτηρία και λύτρωση δημιουργεί και έναν ηθικό κώδικα αρχών και αξιών, τον οποίο καλείται να εφαρμόσει ο άνθρωπος απολύτως συνειδητά ώστε να επιτύχει την πνευματική πλήρωσή του. Συνεπώς κάθε θρησκευτική μεταβολή συντελεί και στη ριζική μεταβολή του κοινωνικού του τρόπου ζωής και συμπεριφοράς. Αυτά ισχύουν μόνο για τους ανθρώπους, όχι για τα ζώα. Οι δηλητηριώδεις δαρβινικές δοξασίες που σκοπό έχουν να κλονίσουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των ανθρώπων είναι σκόπιμες και δόλιες. Οι φυσικές επιστήμες και τα γράμματα διέπονται από υλιστικές αρχές. Κατά τον Σούγκρα κάθε απόπειρα εξηγήσεως του αινίγματος της ζωής άνευ Θεού και Θείας Πρόνοιας ναυάγησε και θα συνεχίσει να ναυαγεί. Όπως υποστηρίζει ο Απόστολος Παύλος το μόνο θεμέλιο είναι ο Ιησούς. (Κ. Κριμπάς, Ο δαρβινισμός στην Ελλάδα, ό. π., σ. 46).

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2

∆αρβινιστές και αντιδαρβινιστές στην Ελλάδα.

Πόλεμος μέχρις εσχάτων.

Οι πρώτες διαμάχες στον ελληνικό χώρο.



Την ίδια περίπου περίοδο οι συγκρούσεις και οι διαμάχες σχετικά με τη δαρβινική θεωρία εντείνονται. Σταδιακά το Πανεπιστήμιο Αθηνών μετατρέπεται σε κέντρο αντιδράσεων και διενέξεων ως προς την ορθότητα της εξελικτικής θεωρίας. ∆ιαμορφώνονται δύο τάσεις, όπου οι καθηγητές της Ιατρικής και Φιλοσοφικής Σχολής εμφανίζονται υπέρμαχοι του δαρβινισμού, ενώ οι καθηγητές της Θεολογικής Σχολής εναντιώνονται σε αυτόν.

Ο υφηγητής της Θεολογικής Σχολής Ιωάννης Μοσχάκης αντιδρά έντονα στη διάδοση της δαρβινικής θεωρίας. Με πλούσια αρθρογραφία στο αθηναϊκό περιοδικό Παρνασσός, αλλά και με τη μετάφραση του βιβλίου με τίτλο «Μελέται κατά του υλισμού» του Γερμανού καθηγητού Καρλ Σχαϊδερμάχερ του Πανεπιστημίου Λειψίας (Καρλ Σχαϊδερμάχερ, Μελέται κατά του υλισμού, μτφρ. Ιω. Μοσχάκης, εκδόσεις Ν. Γ. Πάσσαρη, Αθήνα 1874, σ. 264), δημιουργεί έντονες αντιδράσεις μεταξύ συναδέλφων του καθηγητών και διχάζει το ελληνικό κοινό. ∆ίπλα του συμπαρίσταται ο αρχιεπίσκοπος Κεφαλληνίας Σπυρίδων Κομποθέκρας, ο οποίος με ένθερμους λόγους τάσσεται κατά του δαρβινισμού, δημοσιεύοντας σε συνέχειες στο θεολογικό περιοδικό Σωτήρ επί τρία έτη το δοκίμιό του με τίτλο Κατά του υλισμού (1884- 1887).

Ομοίως πράττουν και οι νομικοί Ανδρέας Παπαδιαμαντόπουλος και Αθανάσιος Πετρίδης. Ο πρώτος δημοσιεύει άρθρα στο ίδιο περιοδικό το έτος 1877 και ο δεύτερος το έτος 1878. Ο Ανδρέας Παπαδιαμαντόπουλος υφηγητής ποινικού δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών μυείται στη θετική φιλοσοφία του Αύγουστου Κοντ (Auguste Komte) με αποτέλεσμα να δεχθεί τα πυρά των συναδέλφων του καθηγητών. Ειδικά ο Ιωάννης Μαρτίνος στο φυλλάδιό του «Όλεθρος της θετικής φιλοσοφίας» τον οικτίρει για τη μεταστροφή του (Ιω. Μαρτίνος, Όλεθρος της θετικής φιλοσοφίας, εκδόσεις Αναστασίου Τρίμη, Αθήνα 1882).

Σημαντική μορφή της περιόδου είναι ο καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας του  Πανεπιστημίου  Αθηνών,  Ιωάννης  Αλ.  Σούτσος,  γόνος  γνωστής φαναριώτικης οικογένειας. Εμφανίζεται ως ένας «ήπιος» αντιδαρβινιστής, αρθρογραφεί στο αθηναϊκό περιοδικό Παρνασσός, ενώ εκδίδει το σημαντικό έργο «Πλουτολογικαί μελέται» (1874), όπου αποδέχεται τις απόψεις του αντιδαρβινιστή φυσιοδίφη και ειδικού προϊστορίας Armand de Quatrefager που πρεσβεύει ότι ο άνθρωπος ανήκει σε ξεχωριστό βασίλειο από των ζώων, (Κ. Κριμπάς, Ο δαρβινισμός στην Ελλάδα, ό. π., σ. 47).

Σοβαρό θέμα προέκυψε όταν ο Γερμανός φιλόσοφος και θεολόγος Εδουάρδος Τσέλλερ σε μία δημοσίευση το 1878 ισχυρίστηκε ότι η θεωρία της εξελίξεως των ειδών του ∆αρβίνου είχε συλληφθεί ως σκέψη από τους αρχαίους Έλληνες προσωκρατικούς φιλοσόφους. Συνεπώς η οφειλόμενη απόδοση σεβασμού στα επιτεύγματα των αρχαίων προγόνων ήταν επιβεβλημένη για τη στήριξη της εθνικής συνειδήσεως στο σκοπό της δημιουργίας εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων. Το πόνημα του Τσέλλερ υπήρξε το όπλο που αποδείκνυε ότι ο δαρβινισμός δεν πρέπει να εκληφθεί ως θεωρία που υπονομεύει την εθνική ταυτότητα, (Εδουάρδος Τσέλλερ, Περί των Ελλήνων προδρόμων του ∆αρβίνου, Βερολίνο 1878, στο Μαργαρίτης Ευαγγελίδης Φιλοσοφικά μελετήματα, τυπογραφείο της Ενώσεως, Αθήνα 1888, τ. Α´, σσ. 7-31).

Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι το κλίμα στην Ελλάδα ήταν ήδη πολύ τεταμένο. Έτσι, όταν ο καθηγητής φυσιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιωάννης Ζωχιός, ξεκίνησε από το 1880 να παραδίδει μαθήματα σχετικά με το δαρβινισμό, συνολικά έξι μαθήματα, μέσα στο αμφιθέατρο της Ιατρικής τα καθίσματα δεν επαρκούσαν για όσους φοιτητές επιθυμούσαν να τα παρακολουθήσουν. Η επιτυχία των διαλέξεων του Ιωάννη Ζωχιού ενόχλησε τα μέγιστα τους καθηγητές της Θεολογικής Σχολής, Ν. ∆αμαλά, Ν. Καλογερά και Ζήκο Ρώσση, οι οποίοι εξέφρασαν την έντονη δυσφορία και διαμαρτυρία τους στην πανεπιστημιακή σύγκλητο. ∆ίπλα στον Ιωάννη Ζωχιό στέκεται ο Σπυρίδων Μηλιαράκης και κοντά τους συμπαρίσταται ο καθηγητής γεωλογίας - παλαιοντολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Μητσόπουλος. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο θείος του Κ. Μητσόπουλου Ηρακλής ήταν εκείνος που διενέργησε της ανασκαφές στο Πικέρμι, αποκαλύπτοντας απολιθώματα εξαφανισμένων θηλαστικών, όπως πιθήκων, ιππαρίων, μαχαιροδόντων, κ. ά.

 

Το έτος 1886 ο Πατρινός ιατρός Αργύρης Θ. ∆ιαμαντόπουλος δημοσιεύει μία μελέτη με τίτλο «Το παρελθόν και το μέλλον του ανθρώπου κατά τας νεωτέρας επιστημονικάς θεωρίας του ∆αρβίνου, του Σπένσερ, του Χαίκελ και άλλων (Ειρηναίος Ασώπιος, Αττικόν Ημερολόγιον, Αθήνα 1886, τ. 20, σ.σ. 222-252). Οι επισημάνσεις του ∆ιαμαντόπουλου βασισμένες στο έργο του Χαίκελ πυροδοτούν νέες αντιδράσεις στην Αθήνα. Ο νομικός Ιωάννης Σκαλτσούνης με σπουδές στην Ιόνιο Ακαδημία και στην ιταλική Πίζα σπεύδει να επικρίνει τις απόψεις του ∆ιαμαντόπουλου αναλαμβάνοντας το ρόλο του κύριου υπερασπιστή των αντιδαρβινικών απόψεων (Ιω. Σκαλτσούνης, Ημερολόγιον της Ανατολής, Κωνσταντινούπολη 1887, τ. Α´, σ.σ. 47-66). Ο ∆ιαμαντόπουλος απαντά και ο Σκαλτσούνης ανταπαντά, δημοσιεύοντας τις θέσεις του αυτή τη φορά στο περιοδικό Ανάπλασις, το οποίο εξέδιδαν χριστιανοί ζηλωτές υπό την επίδραση του ιδιόρρυθμου θεολόγου Απόστολου Μακράκη (1831-1905). Άμεση απάντηση δέχεται ο Σκαλτσούνης από τον ιατρό Θεόδωρο Τσικόπουλο, ο οποίος το 1894 στη Λειψία της Γερμανίας παρουσιάζει το έργο του με τίτλο Η κατεδάφισις του ελληνικού πανεπιστημίου, προκαλώντας νέες έντονες διαμάχες στους πανεπιστημιακούς κύκλους της Ελλάδας.

Ήταν φανερό ότι η δαρβινική θεωρία της εξελίξεως συναντούσε τη σφοδρή αντίδραση των συντηρητικών στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας, καθώς φαινόταν να αμφισβητεί βασικές παραδοσιακές αρχές και αξίες σμιλευμένες ανά τους αιώνες, κατά την πολύχρονη ιστορία του ελληνικού έθνους. Ο δαρβινισμός συναντούσε την αντίθεση παραδοσιακών στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας και των πολιτικών που κολάκευαν τις λαϊκές μάζες, (Κ. Κριμπά, Ο δαρβινισμός στην Ελλάδα, ό. π., σ. 53).

Απέναντι σε αυτήν την κοινωνική αντίδραση κατά του δαρβινισμού εκδιδόταν επί δύο συναπτά έτη (1890-1891) ένα επιστημονικό περιοδικό, ο Προμηθέας από τον καθηγητή Κωνσταντίνο Μητσόπουλο. Απευθυνόταν σε ένα ευρύτερο προοδευτικό και καλλιεργημένο κοινό και σκοπό είχε την όσο το δυνατόν ευρύτερη διάδοση και ερμηνεία της δαρβινικής θεωρίας. Εξαίρετοι νομομαθείς τάχθηκαν στο πλευρό του, όπως: οι υφηγητές Αλέξανδρος Βάλβης, Νικόλαος Γερμανός και ο αδελφός του Σταμάτιος Βάλβης, ο οποίος μάλιστα δημοσίευσε στον Προμηθέα την πρώτη μετάφραση επιστημονικού έργου για τον δαρβινισμό στην Ελλάδα. Πρόκειται για μετάφραση από τα γερμανικά στα ελληνικά του έργου του Χαίκελ με τίτλο «Ιστορία της φυσικής δημιουργίας ή περί της θεωρίας της εξελίξεως. (Κ. Κριμπάς, Ο δαρβινισμός στην Ελλάδα, ό. π., σ. 50).

Όπως ήδη γίνεται αντιληπτό, τα δύο προαναφερθέντα επιστημονικά περιοδικά, η Ανάπλασις με εκδότη τον Απ. Μακράκη και πρώτη έκδοση το 1886, καθώς και ο Προμηθέας με εκδότη τον Κ. Μητσόπουλο και πρώτη έκδοση το 1890, γίνεται ο χώρος όπου αναπτύσσονται εκατέρωθεν τα επιχειρήματα και οι απόψεις, άλλοτε υπέρ και άλλοτε κατά, για τη θεωρία της Εξελίξεως του ∆αρβίνου. ∆υστυχώς, τη χρονική αυτή περίοδο τα πνεύματα ήταν ιδιαίτερα οξυμένα με τις κατηγορίες και τις αντεγκλήσεις να μην έχουν τέλος.

Ο Απόστολος Μακράκης υπήρξε μία ιδιαίτερη προσωπικότητα στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, καθώς θεωρείται, και όχι άδικα, μια μεγάλη εθνική και θεολογική μορφή, ένθερμος υποστηρικτής της Μεγάλης Ιδέας του Ελληνικού Έθνους, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τον Ιωάννη Κωλέττη το 1848. Ο Α. Μακράκης υπήρξε χαρισματικός ηγέτης του αφυπνιστικού κινήματος στη μετεπαναστατική Ελλάδα με στόχο την απελευθέρωση των υπόλοιπων εδαφών όπου κατοικούσαν Έλληνες και την ανασύσταση του ελληνικού κράτους στα εδαφικά όρια πριν την άλωση της Πόλης και την πτώση του Βυζαντίου. Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι σκοπός των Ελλήνων αποτελεί η απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης ως διαχρονικού κέντρου του ελληνικού πολιτισμού. Ιεροκήρυκας και θεολόγος, φιλόσοφος και ιστορικός, συγγραφέας και χριστιανός, σπουδαγμένος στη Μεγάλη του Γένους Σχολή της Πόλης.

Ο ισχυρός χαρακτήρας του και η τυπολατρική θεώρηση και ερμηνεία των θεολογικών πραγμάτων τον οδήγησε σε ευθεία σύγκρουση με τους ανθρώπους του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και της Εκκλησίας της Ελλάδος. Κατόπιν αυτού αναγκάστηκε να μεταβεί στο Παρίσι, όπου φιλοξενήθηκε από την οικογένεια του Μεγαλοτραπεζίτη Αθανασίου Αδαμαντίδη και μελέτησε την νεώτερη ευρωπαϊκή φιλοσοφία, καθώς και την καθολική χριστιανική θεωρία. (π. Γεώργιος Μεταλληνός, Απόστολος Μακράκης - Φιλόσοφος και ηθικολόγος, λαϊκός ιεροκήρυκας, περιοδικό Νέα Κοινωνιολογία, Αθήνα 1999, τεύχ. 27, σ. 87).

 

Σε διάφορα συνέδρια στη Γαλλία καταφέρθηκε ανοιχτά κατά των απόψεων του Ιμμάνουελ Καντ, του Ρενέ Ντεκάρτ κ.ά., διότι εξέφραζαν κατά τη γνώμη του αντιχριστιανικά μηνύματα και δαρβινικές θέσεις. Το 1865 επιστρέφει στην Αθήνα όπου εκφωνεί τρεις ομιλίες κατά του δαρβινισμού, ξεσηκώνοντας ένα κύμα αντιδράσεων. Στις κατηγορίες των δαρβινιστών στην Ελλάδα ότι η χριστιανική θεωρία βασίζεται σε αναπόδεικτες δογματικές αλήθειες, αντίθετα με την επιστήμη η οποία στηρίζεται στην έρευνα και στο πείραμα για την εξαγωγή αποτελέσματος, ο ίδιος απάντησε ως εξής: Πώς είναι δυνατόν να μιλάτε για δόγματα και αναπόδεικτες αλήθειες του χριστιανισμού, όταν η κατεξοχήν επιστήμη της λογικής, τα μαθηματικά, αποδέχεται ως αληθή αποδεδειγμένα πράγματα, τα θεωρήματα, αλλά και αναπόδεικτα, όπως είναι τα αξιώματα. ∆εν δέχεστε τα δόγματα την ίδια στιγμή που δέχεστε τα αξιώματα, ενώ και ο «πατέρας» της επιστήμης της Λογικής, ο Αριστοτέλης πίστευε στην ύπαρξη θεών και ανώτερων δυνάμεων (έξωθεν παιδεία). Αυτό προκάλεσε σάλο στη φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με τους φοιτητές της να συμπλέκονται με τους συναδέλφους τους της Φιλοσοφικής Σχολής.

Κατόπιν τούτου ο Απόστολος Μακράκης πραγματοποίησε απτόητος άλλες δέκα ομιλίες πέριξ της πλατείας Ομονοίας κατά της θεωρίας της Εξελίξεως η οποία σύμφωνα με τον ίδιο, υποβιβάζει τον άνθρωπο σε ζώο, διακηρύσσοντας την αιρετική θέση ότι ο περιούσιος λαός του Θεού είναι οι Έλληνες και όχι οι Εβραίοι. Στις εφημερίδες των Αθηνών «∆ικαιοσύνη» και «Κήρυγμα» με διευθυντή τον Νίκο ∆ιανέξη επιτέθηκε κατά των Τεκτόνων και των Στοών τους, κατηγορώντας τους πως υποθάλπουν την είσοδο των δαρβινικών θεωριών στην Ελλάδα (Ο Αντιτέκτονας Απόστολος Μακράκης, 1831-1905, http:uglgreece.gr/el/node/16, Ηνωμένη Μεγάλη Στοά της Ελλάδος).

Έπειτα από όλα αυτά, οι Τέκτονες της Ελλάδος στράφηκαν εναντίον του, ενώ και η Ιερά ∆ιαρκής Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος τον αποκήρυξε ως αιρετικό. Παρόλα αυτά, έχει ενδιαφέρον ότι απέκτησε πολλούς οπαδούς από όλους τους κοινωνικούς χώρους, κληρικούς, ιερείς, καθηγητές, ακόμη και αρχιεπισκόπους (Αθανάσιος Καλαφάτης, Θρησκευτικότητα και κοινωνική διαμαρτυρία - οι οπαδοί του Απόστολου Μακράκη, Τα Ιστορικά, Αθήνα 1993, τ. 10, σσ. 113-142). Ο τραχύς χαρακτήρας του Μακράκη τον οδήγησε στην έκδοση δύο βιβλίων συνοδευομένων από δύο επιστολές, τα έτη 1867 και 1868, κατά των τεκτόνων και των μασονικών στοών. Οι τελευταίοι αντέδρασαν, τον κατηγόρησαν άδικα για δήθεν εξύβριση του βασιλιά της Ελλάδος και της κυβερνήσεως του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου με συνέπεια τη φυλάκισή του για λίγο χρονικό διάστημα. Μετά την αποφυλάκισή του εξέδωσε την εβδομαδιαία εφημερίδα Λόγος - Εφημερίς της εν Χριστώ θρησκείας, φιλοσοφίας, πολιτείας και ίδρυσε το 1875 τη «Νέα Φιλοσοφική Σχολή» ή «Σχολή του Λόγου», όπου δίδαξαν οι πιο προοδευτικοί και αξιόλογοι στοχαστές του τόπου.

Το έτος 1876 επί Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Προκοπίου Α´ (Γεωργιάδη), ο Α. Μακράκης κατήγγειλε χρηματισμό δύο υπουργών της κυβερνήσεως Αλέξανδρου Κουμουνδούρου και τριών Μητροπολιτών, των Μητροπόλεων Πατρών, Μεσσηνίας και Κεφαλληνίας - Ιθάκης, προκειμένου να εκλεγούν στα αξιώματά τους, πετυχαίνοντας την καταδίκη και καθαίρεσή τους, γεγονός το οποίο έμεινε στην ιστορία ως Σιμωνιακά. Το έτος 1877 ίδρυσε τον σύλλογο «Βαπτιστής Ιωάννης», ενώ δεν δίστασε να καταγγείλει τον διαφωτιστή Αδαμάντιο Κοραή ως μετακενωτή της μωρίας.

Η διδασκαλία του Απόστολου Μακράκη είχε βαθύτατα πλατωνικές ρίζες, καθώς θεωρούσε τον άνθρωπο ως τρισυπόστατο - τρισύνθετο ον με σώμα, ψυχή και πνεύμα, ως κύρια συστατικά της ανθρώπινης φύσης. Αυτό ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τη χριστιανική διδασκαλία για δισυπόστατη συγκρότηση του ανθρώπου, με σώμα και ψυχή, όπου το πνεύμα απλώς αποτελεί το ανώτερο μέρος της ψυχής (Έφη Γαζή, Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια, Ιστορία συνθήματος, 1880-1930, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2011, σ. 60).

Γενικά απέρριπτε τον ορθό λόγο και ήταν εκφραστής ενός αόριστου  ανατολικού μυστικισμού. Γνωστός μαθητής του υπήρξε ο Ευσέβιος Ματθόπουλος, ο οποίος το 1907 ίδρυσε την Αδελφότητα Θεολόγων «Ζωή» και το 1911 προχώρησε στην έκδοση του ομότιτλου εβδομαδιαίου περιοδικού.

Είτε από φανατισμό είτε από προσωπικά συμφέροντα, λαμβάνουν χώρα γεγονότα και καταστάσεις που δεν τιμούν τον κύκλο των ανθρώπων του πνεύματος και της πολιτικής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της αυτοκτονίας ενός φοιτητή το 1895, για τον οποίο ο Φιλοποίμην Στεφανίδης, εκφωνώντας τον επικήδειο του φίλου του φοιτητή απέδωσε την αυτοχειρία του στις διδασκαλίες του δαρβινισμού, οι οποίες τον κατέθλιψαν και τον έφεραν σε ψυχολογικό αδιέξοδο. Μάλιστα, ο Φ. Στεφανίδης ζητάει την παραδειγματική τιμωρία τους, ακόμα και τη θανατική ποινή όσων καθηγητών διδάσκουν τις δαρβινικές θεωρίες (Φιλοποίμην Στεφανίδης, Αι υποθέσεις του υλισμού και του δαρβινισμού και το ελληνικόν πανεπιστήμιον, έκδοση ιδιωτική, Αθήνα 1895).

Αξίζει να σημειωθεί ότι ως κύρια πηγή πληροφόρησης των Ελλήνων μελετητών, σχετικά με τη θεωρία της Εξελίξεως, αναφέρεται ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Ιένα, Ερνέστος Χαίκελ (1834-1919), ένθερμος υποστηρικτής των ιδεών του ∆αρβίνου. Ο Χαίκελ ως φυσιολάτρης και οπαδός του κινήματος του Ρομαντισμού ήταν ένας ακούραστος περιηγητής και μελετητής της πανίδας και της χλωρίδας κάθε τόπου που επισκεπτόταν. Ο ∆αρβίνος βασίστηκε σε αυτόν λόγω της γερμανικής καταγωγής του ως προς τη διάδοση των θεωριών του, καθώς οι Γάλλοι συνάδελφοί του για εθνικιστικούς λόγους υπήρξαν εχθρικοί στις ιδέες του και άκρως αρνητικοί στη διάδοσή τους στην ηπειρωτική Ευρώπη.

Ανάμεσα στους φοιτητές του Χαίκελ ευτύχησαν να συμμετέχουν και τρεις Έλληνες σημαντικοί διανοητές ο γνωστός ιατρός Γεώργιος Παπανικολάου που αργότερα επινόησε τη διαγνωστική μέθοδο κατά του καρκίνου της μήτρας (test PAP), ο μεγάλος δημοτικιστής και παιδαγωγός Αλέξανδρος ∆ελμούζος και ο πρωτοπόρος του σοσιαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα Γεώργιος Σκληρός (ψευδώνυμο του Γεωργίου Κωνσταντινίδη). Οι δύο τελευταίοι θεωρούνται υπαίτιοι της συνδέσεως του δαρβινισμού με τα κινήματα του δημοτικισμού και του μαρξισμού στην Ελλάδα. Ο Γεώργιος Παπανικολάου συνέγραψε τη διδακτορική του διατριβή η οποία αναφερόταν σε μία νεοδαρβινική σύνθεση, μία σύνθεση του δαρβινικού εξελικτισμού και της μενδελιανής γενετικής, της σχολής του Μόργκαν (T. H. Morgan), (Κ. Κριμπά, Ο δαρβινισμός στην Ελλάδα, ό. π., σ. 55).

Επίσης, ο ποντιακής καταγωγής ιατρός Γεώργιος Σκληρός συνέγραψε μία μελέτη με τίτλο Το κοινωνικόν μας ζήτημα (1907), χρησιμοποιώντας στοιχεία του ιστορικού υλισμού. Υπέρμαχοι της δαρβινικής θεωρίας ήταν επίσης οι εξαίρετοι καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών, οι ανατόμοι Λουκάς Παπαϊωάννου και Γεώργιος Σκλαβούνος, ο φυσιολόγος Ρήγας Νικολαΐδης και ο ζωολόγος Νίκος Αποστολίδης. Ο Λουκάς Παπαϊωάννου είχε βασίσει τα μαθήματά του της συγκριτικής ανατομίας στη θεωρία του ∆αρβίνου, την οποία αποδεχόταν πλήρως, (Λουκάς Παπαϊωάννου, Ανατομική του ανθρώπου, εκδόσεις Ανέστη Κωνσταντινίδη, Αθήνα 1888, τ. Α´, σ. 872).

Περί τα τέλη του 19ου αιώνα τα πνεύματα στην Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα οξυμένα. Οι αντιδράσεις και οι αλληλοκατηγορίες μεταξύ δαρβινιστών και αντιδαρβινιστών ήταν έντονες και οι προσωπικές επιθέσεις συχνές. Μία τέτοια επίθεση δέχθηκε ο καθηγητής φυσιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Ρήγας Νικολαΐδης (1856-1928), ένθερμος δαρβινιστής, όταν με αφορμή τρίτομο έργο του με τίτλο Φυσιολογία του ανθρώπου, κυκλοφόρησε ένας ανώνυμος λίβελος με τίτλο «Τα επιστημονικά χάλια του κ. Ρήγα Νικολαΐδου», που δεικνύει ότι αντέγραψε μέρος των έργων των Γερμανών Βάισμαν, Φούνκε και Μπούνγκε, παραθέτοντας αποσπάσματα των έργων αυτών και του Νικολαΐδη, (Κ. Κριμπά, Ο δαρβινισμός στην Ελλάδα, ό. π., σ. 60).

Η αλήθεια είναι ότι η δαρβινική θεωρία χαρακτηριζόταν από μία ιδιότητα επεκτάσεως και σε άλλους τομείς, πέραν του αρχικού πεδίου εφαρμογής της. ∆εν είναι καθόλου τυχαίο ότι χρησιμοποιήθηκε και συνδέθηκε και  με  άλλα  ιδεολογικά  ρεύματα  της  εποχής  εκείνης,  όπως  ήταν  ο ∆ιαφωτισμός, όπου το εξελικτικό μοντέλο βρισκόταν σε τέλεια σύμπλευση με τις προσδοκίες του ∆ιαφωτισμού. Οι οπαδοί του νεοσύστατου τότε Καπιταλισμού και του Εθνικοσοσιαλισμού, κρυπτόμενοι υπό τη μορφή του κοινωνικού δαρβινισμού του Spencer, δημιούργησαν τη θεωρία της Ευγονικής, η οποία επεδίωκε τη βιολογική «βελτίωση» του ανθρώπινου είδους.

Η Εκκλησία ως θεσμός αντέδρασε στη θεωρία της Εξελίξεως του

∆αρβίνου. Με δημοσιεύσεις σε συγκεκριμένα περιοδικά και εφημερίδες, εξέφρασε την αντίθεσή της στις νέες θεωρίες, καθώς αυτές ακύρωναν την ουσία της δικής της θεωρίας σχετικά με τη δημιουργία του κόσμου και κυρίως, του ανθρώπου, όπως αυτή εξιστορείται στη Βίβλο. Όμως οφείλουμε να λάβουμε υπόψη ότι η κατάσταση που επικρατούσε ανάμεσα στο ελληνικό κράτος υπό τον Όθωνα και στην Εκκλησία αυτήν την περίοδο ήταν απογοητευτική. Υπήρχε έλλειψη οργανωτικής δομής της Εκκλησίας, έλλειψη ανεξαρτησίας και οικονομικών πόρων, αφού είχε υπαχθεί πλήρως στην εξουσία του στέμματος, όταν αποσχίσθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.

Συγκεκριμένα η εξουσία της υπάγεται πλήρως στον Βασιλιά μέσω μίας πενταμελούς επιτροπής που ονομάζεται Ιερά Σύνοδος με αρχηγό τον Βασιλιά. Ενώ ο Ιω. Καποδίστριας είχε ιδρύσει υπουργείο για την Παιδεία και τα εκκλησιαστικά θέματα, ο Όθωνας έθεσε το υπουργείο υπό την εξουσία του την ανεξαρτητοποίηση της Εκκλησίας το 1833 από τον Οικουμενικό Θρόνο, απέλυσε χιλιάδες ιερείς και έκλεισε τα περισσότερα μοναστήρια της Ελλάδας, εκδιώκοντας από αυτά τους μοναχούς. Επίσης δέσμευσε τις περιουσίες τους και καθαιρέθηκαν όσοι Επίσκοποι ήταν αντίθετοι στα σχέδιά του. Χωρίς λόγο υπήρξαν μεταθέσεις, έμειναν έρημα μοναστήρια, αφανίσθηκαν μοναστηριακές περιουσίες με αποτέλεσμα να επέλθει ρήξη με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το τελευταίο να προβεί σε διακοπή της προμήθειας με άγιο Μύρο για τις βαπτίσεις στην Ελλάδα.

Συνεπώς, γίνεται άμεσα αντιληπτό ότι η Εκκλησία στην Ελλάδα υπό αυτές τις συνθήκες αδυνατούσε να διαχειρισθεί τα δικά της προβλήματα, πόσο μάλλον να αντιμετωπίσει τις επιστημονικές και θρησκευτικές θεωρίες που έρχονταν από την Ευρώπη. Παρ' όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε η Εκκλησία, προσπάθησε με κάθε τρόπο να αντιτάξει την πνευματικότητα και την ηθική απέναντι στις υλιστικές ιδέες των δαρβινιστών.

Συνοψίζοντας την περιγραφική αυτή παρουσίαση των συνεπειών που είχε η εμφάνιση της θεωρίας της Εξελίξεως του ∆αρβίνου στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα και των πολλών προβλημάτων που δημιούργησε, αξίζει να αναγνωσθεί από το ημερολόγιο του Ίωνα ∆ραγούμη η τεράστια σημασία που ο ίδιος προσέδωσε στις δαρβινικές ιδέες σχετικά με τη μελέτη της φύσης και του ανθρώπου. Στο δεύτερο ήμισυ του 19ου, αρχές του 20ού αιώνα, τρία πρόσωπα, τρία ονόματα και τρεις θεωρίες επικρατούν, ο Καντ για την ηθική, ο Μαρξ για την κοινωνιολογία και ο ∆αρβίνος για τη φυσική ιστορία, (Ίων

∆ραγούμης, Φύλλα ημερολογίου ΣΤ´, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1987, σ. 122).

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

Οι πνευματικοί άνθρωποι, λογοτέχνες - ποιητές, ενώπιον της δαρβινικής θεωρίας


Όπως είναι λογικό η εξελικτική θεωρία διαχύθηκε προς όλα τα κοινωνικά στρώματα, κυρίως όμως προς τους πνευματικούς ανθρώπους, τους λογοτέχνες, τους ποιητές, αλλά και σε παραπλήσιους μη βιολογικούς κλάδους, για τους οποίους ήταν πηγή έμπνευσης και εφαρμογής. Φυσικά δεν ήταν όλοι γνώστες της δαρβινικής θεωρίας, οπότε ακούστηκαν υπερβολές και γράφτηκαν πολλές ανακρίβειες. Πολλοί λειτουργούσαν αυτοτελώς με συναισθηματικά κριτήρια, ενώ άλλοι κινούνταν με ιδιοτέλεια και σκοπιμότητα. Τα συμφέροντα ήταν μεγάλα, καθώς θίγονταν ζητήματα κοινωνικά και ταυτοτικά για το λαό, επιχειρούνταν η ακύρωση παραδοσιακών αρχών και αξιών του εθνικού πολιτισμού, καθώς ετίθεντο υπό αμφισβήτηση πανάρχαια ήθη και έθιμα του ελληνικού λαού.

Ωστόσο, είναι αλήθεια ότι οι λογοτέχνες συγγραφείς και οι ποιητές, εφόσον διαβάζονταν από ένα πολυπληθέστερο κοινό, συνέβαλαν τα μέγιστα στη διάχυση των εξελικτικών ιδεών και εννοιών. Ειδικά ο Παλαμάς ανήκει στους συγγραφείς που ήσαν ιδιαίτερα πληροφορημένοι: στη βιβλιοθήκη του βρέθηκαν δύο μεταφράσεις της «Καταγωγής των ειδών» στη γαλλική γλώσσα, η μία έφερε πλήθος χειρόγραφων σημειώσεών του, (Κ. Κριμπάς, Ο δαρβινισμός στην Ελλάδα, ό. π., σ. 98). Βέβαια πρέπει να επισημανθεί ότι πολλοί λογοτέχνες και ποιητές είχαν σπουδάσει και ιατρική, βιολογία, ζωολογία και συνεπώς, είχαν τη δυνατότητα να κρίνουν και να εκφέρουν μία άρτια αιτιολογημένη άποψη. Χαρακτηριστικά ο ποιητής Κωστής Παλαμάς απευθυνόμενος στο φίλο του Παύλο Νιρβάνα (ψευδώνυμο του ιατρού του Βασιλικού Ναυτικού και συγγραφέα Πέτρου Αποστολίδη), γράφει: ∆εν έχω καμιά δυσκολία να πιστεύω και να διαλαλήσω την εξέλιξη παντού από τα φυσικότερα ως τα πιο δυσκολογράφιστα αντικείμενα του ηθικού κόσμου. Θα μου έδινε θάρρος το παράδειγμα ενός μεγάλου φιλοσόφου, του Σπένσερ κι ενός μεγάλου κριτικού, του Μπρουνετιέρ, (Κωστής Παλαμάς, Σημείωμα για τον Παύλο Νιρβάνα, περιοδικό Παναθήναια, τχ. 15, Αθήνα 1907.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του Ζακυνθινού  λογοτέχνη  Γρηγόριου  Ξενόπουλου  που  συνέγραψε  πολλά μυθιστορήματα, νουβέλες, θεατρικά έργα κ.ά. Ο Ξενόπουλος ισχυριζόταν ότι είχε πλήρη γνώση του δαρβινικού έργου, καθώς το είχε μελετήσει ολόκληρο, ενώ στη νεότητά του υπήρξε φοιτητής της φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπό τη διδασκαλία του καθηγητή Ιωάννη Ζωχιού. Ο ίδιος αναφέρει ότι επηρεάστηκε από τον δαρβινισμό, χάνοντας σταδιακά τη θρησκευτική του πίστη. Όπως γράφει υπερασπίστηκε με σθένος τον δαρβινισμό, διατηρώντας πάντα ορισμένες ισορροπίες ως προς τη θρησκεία, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι ο δαρβινισμός και η θρησκεία είναι θεωρίες συμβατές και αλληλοσυμπληρούμενες. Κάποια έργα του Ξενόπουλου εμφανίζουν μία δαρβινική προέλευση, όπως τα μυθιστορήματα Πλούσιοι και φτωχοί και Η τρίμορφη γυναίκα.

Τελικά ούτε η λογοτεχνία ή η ποίηση κατάφεραν να ξεφύγουν από διάφορες σκοπιμότητες και υστεροβουλίες ορισμένων κύκλων, τόσο δαρβινιστών, όσο και αντιδαρβινιστών. Αξίζει να αναφερθεί η ξεχωριστή περίπτωση του Φιλικού Φαναριώτη Ιάκωβου Πιτζιπίου (1802-1869), ο οποίος χρησιμοποίησε καυστικό ύφος, ώστε να απομειώσει και να λοιδορήσει τον Πρώσο διπλωμάτη Jacob Solomon Bartholdy, όταν εκείνος περιηγήθηκε την Ελλάδα και αναφέρθηκε υποτιμητικά για τους Νεοέλληνες. Αντιστρέφοντας την κλίμακα των ειδών, συνέγραψε το μυθιστόρημα με τίτλο Ο πίθηκος Ξουθ, (1848), όπου παρουσιάζει τον Πρώσο διπλωμάτη ως ουρακοτάγκο. Το έργο αυτό θεωρείται ως το πρώτο ελληνικό έργο επιστημονικής φαντασίας. Να σημειωθεί ότι οι ισχυρισμοί του Μπαρτόλντυ εξόργισαν τόσο πολύ τους Έλληνες της εποχής, ώστε ακόμη κι ο ένθερμος θιασώτης του ∆ιαφωτισμού, ο Αδαμάντιος Κοραής να του επιτεθεί.

Μία άλλη περίπτωση επιφανούς Έλληνα συγγραφέα είναι αυτή του Σκιαθίτη Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911), ο οποίος με το έργο του Η φόνισσα δημιουργεί μία νουβέλα, στην οποία μία λαϊκή γυναίκα της Σκιάθου σκοτώνει βρέφη και νήπια θηλυκού γένους, καθώς αυτά θεωρούνται οικονομικά βάρη, «γραμμάτια» για τις οικογένειές τους. Η δαρβινική προέλευση έγκειται στο γεγονός ότι πρόκειται για μια μαζική εκτέλεση, που θυμίζει έντονα μία ευγονική στρατηγική, (Κ. Κριμπά, Ο δαρβινισμός στην Ελλάδα, ό. π., σ. 100).

Ακριβώς αντίθετη είναι η νουβέλα Η λυγερή του Ανδρέα Καρκαβίτσα

(1866-1922). Πρόκειται για την ιστορία μιας νέας, πανέμορφης και λυγερής κοπέλας, που ονειρεύεται να βρει το «βασιλόπουλο του παραμυθιού» και τελικά παντρεύεται έναν ώριμο, αλλά πλούσιο άνδρα, ο οποίος της εξασφαλίζει μία άνετη ζωή. Τα όνειρά της εγκαταλείπονται οριστικά. Η δαρβινική επιρροή εστιάζεται στη βαθμιαία και αργή πορεία της ωριμάνσεως, όπως μια εξελικτική διαδικασία στη βαθμιαία μορφολογική αλλαγή σε γενεές γενεών (Κ. Κριμπάς, Ο δαρβινισμός στην Ελλάδα, ό. π., σ. 101).

Από το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης το 1821 και τη δημιουργία του νεότερου ελληνικού κράτους το 1830, η Ελλάδα πασχίζει να γίνει ένα σύγχρονο δυτικού τύπου ευρωπαϊκό κράτος. Αυτή η πορεία εκδυτικισμού είναι μία αργόσυρτη πορεία, αφού η κοσμική - υλιστική κουλτούρα της ∆ύσεως, αντιπαρατίθεται σε μία πανάρχαιη ανατολίζουσα πνευματικότητα φιλοσοφικής και θεολογικής υφής, η οποία συγκροτεί την κουλτούρα του ελληνικού έθνους.

Η θεωρία της Εξελίξεως με την αποδοχή της ύπαρξης του τυχαίου και ενδεχόμενου γεγονότος δεν αντιβαίνει μόνο τη βιβλική θεώρηση της σκόπιμης και αγαθής Πρόνοιας, αλλά στην πραγματικότητα υποσκάπτει και τον μηχανιστικό προσδιορισμό (ντετερμινισμό). Ο σοφός προγραμματισμός και η μονιμότητα των φυσικών φαινομένων ως αποτέλεσμα επενέργειας της Θείας Σοφίας αντικαθίσταται από τις έννοιες του τυχαίου, του απρόβλεπτου και του ενδεχόμενου γεγονότος. Η θεωρία της Εξελίξεως δίνει το έναυσμα για μία κριτική της φυσικής θεολογίας, της θεολογίας που βλέπει τον Θεό στην τάξη του Σύμπαντος και για τη μετάβαση σε ένα νέο θεολογικό «παράδειγμα», όπου η Ιστορία παίζει τον κεντρικό ρόλο, (Francois Euvé, Ο ∆αρβίνος και ο χριστιανισμός - Αληθινές και ψεύτικες μάχες, μτφρ. Ηρώ ∆ιακάκη, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2019, σ. 256).

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Χριστιανισμός δεν είναι επιστήμη αλλά πίστη, η οποία συμπεριλαμβάνει έναν ηθικό χριστιανικό κώδικα αρχών και αξιών, όπου κάθε άνθρωπος που τον ασπάζεται και τον ακολουθεί διεκδικεί ελπίδα αιωνίου ζωής δίπλα στον ∆ημιουργό. Ο ∆αρβινισμός ως επιστημονική θεωρία υπόκειται στην αρχή ότι η γνώση δεν γίνεται αποδεκτή αξιωματικά, αλλά είναι μία διαδικασία τελειοποιούμενη επ’ αόριστον. Η ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα στηριζόταν ταυτοτικά στην πίστη η οποία είχε δημιουργήσει ισχυρή εθνική συνείδηση με συγκεκριμένα ήθη, έθιμα και παραδόσεις.

 

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα διακωμώδησης της δαρβινικής θεωρίας αποτελεί το βιβλίο του Ζήσιμου Τυπάλδου (1881) με τίτλο Η δίκη των πιθήκων. Πρόκειται για σατυρικό έργο, όπου διαβάζουμε για ένα αστείο δικαστήριο με πολλά ζώα, όπου πηγαίνουν οι πίθηκοι να βρουν το δίκαιό τους, καθώς κατηγορούν τον άνθρωπο ότι τόσο καιρό τους θεωρούσε κατώτερους από τον ίδιο. Την αδικία που είχε συντελεστεί την αποκάλυψαν οι επιστήμονες και αυτό ονομάστηκε «πιθηκοδημαγωγών». Ο ∆αρβίνος σε αυτό το δικαστήριο έχει αναλάβει ως συνήγορος την υπεράσπιση των πιθήκων, ως αδικημένων από τους ανθρώπους, ζητώντας δικαίωση και αποκατάσταση του ονόματός τους. Η αστεία διάσταση της εξελικτικής θεωρίας του ∆αρβίνου πραγματικά απογειώνεται. Ο Τυπάλδος δημοσιεύει αποσπάσματα από το βιβλίο του στο περιοδικό Ανάπλασις με τίτλο Κωμωδία Θεατρική: Ο απόγονος του πιθήκου με πολυπληθές κοινό.

Οποιαδήποτε έξωθεν θεωρία ή ιδεολογία αντιμετωπίζονταν με σκεπτικισμό και αρνητισμό σε μία κοινωνία που διαβιούσε ακόμη στην ελληνική επαρχία με παραδόσεις συντηρητικού χαρακτήρα. Η επιστήμη δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει την απόρριψη των μεγάλων μονοθεϊστικών θρησκειών του κόσμου, που στηρίζονται σε αιώνες ιστορίας, ηθικής φιλοσοφίας, λαϊκής παράδοσης και στην ισχυρή ένδειξη που προκύπτει από τον ανθρώπινο αλτρουισμό. Μία πλήρως αρμονική σύνθεση πρέπει να είναι δυνατή, (Francis S. Collins, Η γλώσσα του Θεού, εκδ. Παπαζήση, μτφρ. Θρασύβουλος Κετσέας, Αθήνα 2017, σσ. 150-151.

 

Κεφ. 4

Η ελληνική οικονομία κατά τον 19ο αιώνα



Η ανάπτυξη του εμπορίου και της εθνικής οικονομίας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους αποτέλεσε μεγάλη πρόκληση και σημαντικό πρόβλημα για το Ελληνικό Βασίλειο του 19ου αιώνα. Τα οικονομικά μεγέθη της χώρας με τον μικρό πληθυσμό, την ανυπαρξία αγοραστικής δυνατότητας των κατοίκων σε συνδυασμό με την παντελή απουσία παραγωγικών μονάδων μεγάλου μεγέθους, καθήλωναν την εθνική παραγωγή σε απελπιστικά χαμηλά επίπεδα. Χαρακτηριστικά, η οικονομία της Ελλάδας του 19ου αιώνα στηρίχθηκε κυρίως στο εξωτερικό εμπόριο, αφού η όποια αξιόλογη εμπορική κίνηση τροφοδοτήθηκε από εισαγόμενα καταναλωτικά προϊόντα. Φυσικά το εξωτερικό εμπόριο ήταν μόνιμα παθητικό για τη χώρα, καθώς το ισοζύγιο πληρωμών ήταν πάντα αρνητικό, εφόσον η αξία των εισαγωγικών προϊόντων  ήταν μεγαλύτερη από την αξία των εξαγωγών. Το οικονομικό κενό καλυπτόταν με δάνεια από το εξωτερικό, τα οποία βεβαίως οδηγούσαν σε οικονομική εξάρτηση και υποδούλωση στους δανειστές.

Παρ' όλ’ αυτά η σημασία του εμπορίου ήταν πολύ σημαντική, αφού συνέβαλε στην αντιμετώπιση του επισιτιστικού προβλήματος και συγχρόνως συνιστούσε μία σοβαρή πηγή εσόδων για τα δημόσια ταμεία της χώρας. Αξίζει να σημειωθεί ότι περισσότερο από τα 2/3 των εξαγωγών της χώρας αφορούσε γεωργικά προϊόντα με πρώτη τη σταφίδα, όπου κατείχε τη μερίδα του λέοντος στις εξαγωγές, ακολουθούσε το ελαιόλαδο και το κρασί. Επίσης εξάγονταν μικρές ποσότητες φυτικών προϊόντων για βιομηχανική χρήση, όπως το βαμβάκι και ο καπνός. Στα μέσα του 19ου αιώνα αναφέρεται αξιόλογη κίνηση σε κατεργασμένα δέρματα και μεταλλευτικά προϊόντα, ενώ οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων ήταν κυριολεκτικά ανύπαρκτες.


Εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδας (19ος αιώνας)

Αγροτικά προϊόντα: Εισαγωγές 31%, Εξαγωγές 63%

Βιομηχανικά προϊόντα: Εισαγωγές 24%, Εξαγωγές 7%

 

Οι εισαγωγές των βιομηχανικών προϊόντων αφορούσε κυρίως τα υφάσματα, τα νήματα, τα ορυκτά (άνθρακας), την ξυλεία, τα χημικά προϊόντα και τα μηχανήματα. Παρά την ισχυρή υποστήριξη και ενίσχυση από διάφορα κέντρα του εξωτερικού όπου διέμεναν αξιόλογες κοινότητες ομογενών Ελλήνων, π.χ. Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια, Σμύρνη, Βενετία κ.ά., η οικονομική κατάσταση των γηγενών κατοίκων της Ελλάδας ήταν δραματική και αξιοθρήνητη.

Όσον αφορά το εσωτερικό εμπόριο στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, αυτό στηρίχθηκε κυρίως στις λεγόμενες εμποροπανηγύρεις. Αι πανηγύρεις εισίν εμπορικαί συναθροίσεις εντός πόλεων ή αγροτικών δήμων τελούμεναι κατ’ έτος εις ωρισμένην εποχήν, εις ας συρρέουσιν εκ των παρακειμένων πόλεων έμποροι προς πώλησιν των εμπορευμάτων των ή έτεροι προς αγοράν ετέρων της πόλεως ή του δήμου εν τω οποίω τελείται η πανήγυρις. Οι εκ των πανηγύρεων και των εν αυταίς ανεγειρομένων παραπηγμάτων πόροι των διαφόρων δήμων ανήρχοντο το μεν 1859 εις δρχ. 25.565, τω δε 1865 εις δρχ 29.836. (Α. Μανσόλα, Πολιτειογραφικαί πληροφορίαι περί Ελλάδος, Εθνικόν Τυπογραφείον, Αθήναι 1867, σ. 132).

Ομοίως πληροφορούμαστε ότι από το 1847 συγκροτούνται περί τας 40 εμπορικάς πανηγύρεις εις διάφορα μέρη του κράτους κατά διαφόρους εποχάς, διαρκούσαι 3-12 ημέρας. Αι εκ τούτων πρόσοδοι των διαφόρων δήμων ανέρχονται εις 40.000 δρχ. Αι πανηγύρεις αύται άλλοτε παρέσχον σπουδαίας υπηρεσίας, σήμερον όμως ένεκα της ελευθερίας, ης απολαύει το εμπόριον και της αναπτύξεως των μέσων συγκοινωνίας, δεν έχουσι πλέον την αυτή σημασία, αν και πολλαί εμπορικαί πανηγύρεις συνεστήθησαν έκτοτε και συνιστώνται (Α. Ν. Βερναρδάκη, Περί του εν Ελλάδι Εμπορίου, Εθνικόν Τυπογραφείον, Αθήναι 1885, σ. 76).

Συνεπώς, μεγάλα πνευματικά κινήματα τα οποία προήλθαν από την Ευρώπη, όπως αυτά του ∆ιαφωτισμού και του Ρομαντισμού, καθώς επίσης και η θεωρία του ∆αρβινισμού κατά τον 19ο αιώνα, απευθύνθηκαν σε έναν λαό 90% αναλφάβητο με περιορισμένες πνευματικές ανησυχίες και πολιτισμικά ερεθίσματα. Οι άνθρωποι αγωνιούσαν για την επιβίωση και τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής τους με σαφώς μικρότερη εκδήλωση ενδιαφέροντος της δαρβινικής θεώρησης για την εξέλιξη των ειδών και τη δημιουργία του κόσμου.

 

Η εμπορική ναυτιλία στην Ελλάδα του 19ου αιώνα



Αρχές του 19ου αιώνα παρατηρείται στον ελληνικό χώρο αξιόλογη εμπορική και ναυτιλιακή κίνηση ανάμεσα σε ηπειρωτικές παράκτιες περιοχές και σε νησιά του Αιγαίου πελάγους. ∆ιάφορες συγκυρίες, όπως η έξοδος της Ρωσίας από τη Μαύρη Θάλασσα στη Μεσόγειο με σκοπό την ανάπτυξη του ναυτιλιακού εμπορίου, ανάμεσα στην Οδησσό και τα λιμάνια της Μεσογείου, συνετέλεσαν στην αύξηση των ελληνικών εμπορικών πλοίων μέσω της μετατροπής τους από πειρατικά σε φορτηγά πλοία. Σε αυτό βοήθησε η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) μεταξύ Ρωσίας και Οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπου όλα τα χριστιανικά πλοία, ρωσικά και ελληνικά, προστατεύονταν από τη ρωσική ισχύ με αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση της εμπορικής δραστηριότητάς τους.

Κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους και αφού είχε επισυμβεί η Γαλλική Επανάσταση (1789), η ανάγκη μεταφοράς αγαθών μέσω θαλάσσης εκτοξεύθηκε, ευνοώντας ιδιαίτερα την ελληνική ναυτιλία με τη δημιουργία μεγάλων ναυτικών κέντρων, όπως, η Ερμούπολη στη Σύρο, το Γαλαξίδι, τα Ψαρά, οι Σπέτσες, η Ύδρα κ.ά. Σημαντικό ρόλο σε αυτήν την ανάπτυξη διαδραμάτισε πάλι η δυναμική παρουσία και δραστηριότητα των ελληνικών παροικιών στα λιμάνια της νότιας Ρωσίας, στις εκβολές του ∆ούναβη στη Ρουμανία, στην Κωνσταντινούπολη, στη Σμύρνη και αργότερα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ο αριθμός και η χωρητικότητα των ελληνικών πλοίων ακολούθησε εντυπωσιακά αυξητική πορεία. Από το 1840 έως το 1866 η χωρητικότητα των πλοίων αυξήθηκε από 100.000 τόνους σε 300.000 τόνους.


Η ελληνική ναυτιλία κατά τον 19ο αιώνα



α) Ιστιοφόρα:


Έτος Αριθμός πλοίων Χωρητικότητα

1840 837                               94000

1850 1482                       248000

1860 1212                       234000

 

1890 1292                        213000



α) Ατμόπλοια:


Έτος Αριθμός πλοίων Χωρητικότητα

1840 0                                 0

1850 0                                 0

1860 1                                 150

1890 103                               60400



(Έκδοση «Πανελλήνιος Σύντροφος», Αθήνα 1890, σ.σ. 377-380



Τα οικονομικά κεφάλαια που απαιτούνταν για τη μετάβαση από τον άνεμο στον ατμό για την κίνηση των πλοίων (κατασκευή ή εργασίες μετατροπής) ήταν σημαντικά και αναζητήθηκαν μέσω της τραπεζικής δανειοδότησης και της δημιουργίας ναυτιλιακών εταιρειών από ισχυρά επιχειρηματικά σχήματα. Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας και οι ομογενείς του εξωτερικού ανέπτυξαν έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα. Βέβαια αυτή η ανάπτυξη δεν ήταν αυτονόητη, αφού υπήρξαν έντονες αυξομειώσεις κατά την περίοδο επικράτησης των ατμόπλοιων έναντι των ιστιοφόρων.

Συνεπώς γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι προτεραιότητα των Ελλήνων της περιόδου αυτής ήταν η βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης και της ποιότητας της ζωής τους. Οι πνευματικές ανησυχίες, τα πολιτισμικά ενδιαφέροντα, οι επιστημονικές αναζητήσεις και οι ερμηνείες επιστημονικών θεωριών έρχονταν σε δεύτερη μοίρα σε έναν λαό που αγωνιούσε πρωτίστως για την επιβίωσή του.


Η ελληνική παιδεία στην Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα



Στις αρχές του 19ου αιώνα στην Ελλάδα κάνει την εμφάνισή της μία ασχημάτιστη ακόμη ντόπια εμπορευματική αστική τάξη, που τείνει δυναμικά στην κατάκτηση μίας ευρείας και παρθένας αγοράς. Αυτή η νέα αστική τάξη θα επηρεάσει θετικά τις παιδαγωγικές εξελίξεις της εποχής, καθώς η πολιτιστική ταυτότητα του ελληνισμού συνδεόταν με την ελληνόφωνη χριστιανική ορθοδοξία. Από το 1820 και μετά επιχειρείται μία αληθινή πνευματική αναγέννηση του ελληνισμού με βασικούς συντελεστές τα εξευρωπαϊσμένα στρώματα των εμπόρων της Βιέννης, της Οδησσού, της Βενετίας, του Παρισιού κ.ά. Οι ελληνικές πολιτιστικές εκδηλώσεις στις μεγαλουπόλεις της Ευρώπης πολλαπλασιάζονται, ενώ παρατηρείται σημαντική αύξηση εκδόσεων πολιτικού και επιστημονικού περιεχομένου, εκδόσεις οι οποίες για πρώτη φορά ξεπερνούν τις θεολογικές μελέτες της εποχής.

Η ανάπτυξη της ελληνικής παιδείας στηρίχθηκε στον εμπλουτισμό της διδακτέας ύλης, στη βελτίωση της μεθοδολογίας της διδασκαλίας και στην ίδρυση σημαντικών εκπαιδευτηρίων ανά την Ελλάδα. Μερικά ιδρύματα που αποτέλεσαν κέντρα ελληνικής παιδείας είναι η Πατμιάς Σχολή (1715), η Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης (1723), η Αθωνιάς Ακαδημία στο Άγιος Όρος (1749), η Παλαμιαία Σχολή Μεσολογγίου (1760), η Σχολή ∆ημητσάνης (1764), η Ακαδημία Κυδωνιών στο Αϊβαλί (1780), το Γυμνάσιο Χίου (1790) κ.ά.

Η πρώτη συστηματική οργάνωση της εκπαιδευτικής διδασκαλίας με συγκεκριμένη μεθοδολογία επιχειρήθηκε στη συνέλευση του Άστρους Κυνουρίας (1822). ∆ύο χρόνια μετέπειτα συνεστήθη πενταμελής επιτροπή με διευθυντή τον Άνθιμο Γαζή, όπου προτάθηκε η σύσταση δημοτικών σχολείων ανά τη χώρα, η ίδρυση ενός Πανεπιστημιακού Ιδρύματος και ενός πρότυπου διδασκαλείου γενικών γνώσεων στο Άργος. Η ανάγκη να καταπολεμηθεί ο αναλφαβητισμός και η έλλειψη στοιχειώδους παιδείας οδήγησε τον πρώτο κυβερνήτη της χώρας Ιωάννη Καποδίστρια να ιδρύσει Εκκλησιαστική Σχολή στον Πόρο, Γεωργική Σχολή στη Τίρυνθα, Στρατιωτική Σχολή στο Ναύπλιο, Κεντρικό Σχολείο και Ορφανοτροφείο στην Αίγινα, κτλ.

Η Αίγινα καινοτομεί, καθώς εφαρμόζεται για πρώτη φορά η αλληλοδιδακτική μέθοδος στους μαθητές με βασικό εισηγητή τον Γεώργιο Κλεόβουλο. Η προσφορά του τελευταίου υπήρξε μεγάλη, αφού το 1830 λειτουργούν στην Ελλάδα 130 αλληλοδιδακτικά σχολεία Ελληνικά με περισσότερους από 12.000 μαθητές, εντός ενός ελληνικού ελληνόφωνου πληθυσμού μόλις 600.000 κατοίκων. Με την άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα (1833), εφαρμόζονται πρακτικές του βαυαρικού εκπαιδευτικού συστήματος με την ψήφιση του νόμου για την ελληνική παιδεία (1834). Σύμφωνα με αυτόν, ορίζεται επταετής υποχρεωτική παιδεία με μικρό οικονομικό αντίτιμο, ενώ στα άπορα παιδιά η εκπαίδευση είναι δωρεάν. ∆υστυχώς οι ελληνικές οικογένειες

 

δεν εκτίμησαν θετικά την παροχή παιδείας, απέφυγαν να στείλουν τα παιδιά τους για εργατικά χέρια στις αγροτικές και γεωργικές εργασίες που είχαν ανάγκη οι οικογένειες.

Παρ' όλ’ αυτά ο Όθωνας ιδρύει ∆ιδασκαλείο Αρρένων, την Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία, η οποία αποτέλεσε σταθμό για τη γυναικεία εκπαίδευση, καθώς και το πρώτο ελληνικό Πανεπιστήμιο στην Αθήνα (1837), το οποίο περιλαμβάνει στην αρχή μόνο τέσσερις Σχολές, τη Θεολογική, τη Νομική, την Ιατρική και τη Φιλοσοφική. Το 1864 η Ελλάδα μεγαλώνει σε έκταση, αφού προσαρτώνται τα τμήματα της Θεσσαλίας και των Ιονίων Νήσων επί βασιλείας Γεωργίου του Α´. Στην Αθήνα σημαντικό γεγονός αποτελεί η ίδρυση του συλλόγου προς διάδοσιν των ελληνικών γραμμάτων, ο οποίος χρηματοδοτεί ελληνόπουλα άπορα τα οποία επιθυμούν να μετεκπαιδευτούν στο εξωτερικό.

Τέλος, μεγάλη είναι η συνεισφορά στην ελληνική εκπαίδευση του Μεσολογγίτη πολιτικού Χαρίλαου Τρικούπη. Εκτός από την προσπάθεια εκσυγχρονισμού της χώρας με αναδιοργάνωση της βιομηχανίας, της γεωργίας, των συγκοινωνιών και την αναδιοργάνωση του στρατού και του στόλου της Ελλάδας (1877-1895), προχώρησε στην κατασκευή πολλών σχολικών κτιρίων σε όλη τη χώρα, ενώ προέκρινε την παιδαγωγική διδασκαλία του Χαρίσιμου Παπαμάρκου. Σε αυτό το σημείο οφείλουμε να προβούμε σε δύο παρατηρήσεις. Η πρώτη έχει να κάνει με το μεγάλο πνευματικό κίνημα του ∆ιαφωτισμού, το οποίο ήρθε με καθυστέρηση στην Ελλάδα. Οι Έλληνες του 19ου αιώνα με τον αναλφαβητισμό τους και την έντονη θρησκοληψία, ζώντας σε μικρούς κατά βάσιν οικισμούς της ελληνικής επαρχίας στενά προσκολλημένοι στις παραδόσεις και τα έθιμά τους αδυνατούσαν να κατανοήσουν έννοιες ορθολογικές - επιστημονικές, οι οποίες όμως ευρίσκονταν εκτός των δικών τους πνευματικών ανησυχιών και παραδοσιακών αρχών και αξιών.

Εξάλλου οι ιδέες του ∆ιαφωτισμού και οι θεωρίες του ∆αρβινισμού δεν απέκτησαν ποτέ ισχυρό έρεισμα στους ανθρώπους της υπαίθρου, οι οποίοι ως εργάτες γης δεν εξέφραζαν κανένα ενδιαφέρον για πράγματα που ανέτρεπαν την καθημερινότητα της ζωής τους. Ως προς τον ∆ιαφωτισμό παρατηρήθηκε έλλειμμα αυθεντικότητας και προσπάθεια επιβολής συγκεκριμένων ιδεών και απόψεων. Ο Αδαμάντιος Κοραής δεν είχε το δικαίωμα να ελπίζει σε αποδοχή όρων συμπεριληπτικών αντί των αγνών αυθεντικών όρων τους οποίους είχαν ενστερνισθεί πλήρως οι απλοί άνθρωποι της υπαίθρου και της αγροτιάς. (Παραδείγματα: ιχθύς - ψάρι: αληθές αυθεντικό, οψάρριον: ψευδές δημιούργημα, οφθαλμός - μάτι: αληθές αυθεντικό, ομμάτιον: ψευδές δημιούργημα, κ.λπ.).

Ομοίως, οι δαρβινικές θεωρίες έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τις δοξασίες και τα πιστεύω ενός κατά βάση αγροτικού, αναλφάβητου και θρησκόληπτου λαού. Μην ξεχνάμε ότι και ο ∆αρβινισμός εισήλθε αργά στην Ελλάδα (1858), τη στιγμή που στην Ευρώπη είχε ήδη κυριαρχήσει το πνευματικό  κίνημα  του  Ρομαντισμού.  Ο  ∆ιαφωτισμός,  όπως  και  ο ∆αρβινισμός ακολουθούν τον ορθολογικό τρόπο σκέψης, στηρίζονται στον επιστημονικό λόγο, όπως αυτός εκφράστηκε από την αριστοτελική ρήση: πείραμα συν παρατήρηση ίσον αποτέλεσμα. Αντίθετα ο Ρομαντισμός αρνείται τον ορθό τρόπο σκέψης, αναδεικνύει το συναίσθημα και εκφράζει μία νοσταλγία για το παρελθόν.

Συνεπώς, ζητήθηκε από τους Έλληνες να αποδεχθούν κινήματα και θεωρίες ορθολογικές - επιστημονικές, τη στιγμή που οι λαοί της Ευρώπης ακολουθούσαν άλλο δρόμο, αυτού του Ρομαντισμού, δηλαδή της αναζήτησης και επιστροφής στις ρίζες του παρελθόντος.

 

Κεφ. 5

∆αρβινισμός και θρησκευτικότητα - Συνέπειες της δαρβινικής θεωρίας στην ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα


Η θεωρία της Εξελίξεως των Ειδών αποτελεί μία επιστημονική επανάσταση, αφού θραύει το νήμα της παραδοσιακής ευρωπαϊκής οντολογίας, εισάγοντας μία νέα κοσμοαντίληψη των πραγμάτων. Το ενδεχόμενο η ζωή να έχει προκύψει από τυχαίες φυσικές διεργασίες έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη βιβλική θεώρηση της δημιουργίας του κόσμου από έναν πάνσοφο ∆ημιουργό. Οι Έλληνες κατά τον 19ο αιώνα αγωνίζονταν να δημιουργήσουν την εθνική τους συνείδηση και την εθνική τους ταυτότητα, στηριζόμενοι πρωτίστως στη χριστιανική τους πίστη. Η δαρβινική θεωρία αποτελούσε ένα αίτιο το οποίο προκαλούσε σύγχυση και ανησυχία σε όσους είχαν ασπαστεί τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής. Εάν η επιστημονική έρευνα εκτοπίζει τον δημιουργό Θεό από τη διαμόρφωση του φυσικού κόσμου και της δημιουργίας των έμβιων όντων, αυτομάτως τίθενται υπό αμφισβήτηση τα θεμέλια όλων εκείνων των θεσμών που απορρέουν από την ύπαρξη Αυτού.

Επίσης πρέπει να επισημανθεί η δυσκολία αντιλήψεως των δαρβινικών θέσεων από έναν λαό, ο οποίος εκείνη την εποχή είχε ασπασθεί πλήρως τη χριστιανική πίστη ως μέρος της ταυτοτικής του υπάρξεως, δίχως να ενδιαφέρεται για την εύρεση τυχόν αδυναμιών στις χριστιανικές αντιλήψεις. Οι κάτοικοι της Ελλάδας του 19ου αιώνα ήταν άνθρωποι απλοί έως «απλοϊκοί», άνθρωποι κυρίως της υπαίθρου, οι οποίοι διαβίωναν μέσα στη φύση, άνθρωποι εργατικοί, αλλά συνήθως αναλφάβητοι, οι οποίοι βασίζονταν στις παραδόσεις τους, ακολουθώντας τα ήθη και τα έθιμά τους. Η Εκκλησία ως θεσμός τούς προσέφερε ειρήνευση, αγαλλίαση και ελπίδα Αναστάσεως, δηλαδή αιωνίου ζωής και παρηγορίας ως προς το μεγαλύτερο φόβο του ανθρώπου που είναι ο φόβος του θανάτου. Η δαρβινική άποψη περί επικρατήσεως του ισχυρότερου είδους έναντι του ανίσχυρου, όπου ο ισχυρός θα συνέχιζε να επιβιώνει, ενώ ο ανίσχυρος θα εξαφανιζόταν, καθώς οι συνθήκες διαβίωσης δεν θα ήταν ευνοϊκές για να ζήσει, αφού θα αδυνατούσε να προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον, προκάλεσε διχασμό και φόβο στην κοινωνία της εποχής εκείνης.

 

Παρότι δεν ήταν στην πρόθεση του ∆αρβίνου να προκαλέσει σύγχυση και ανησυχία με τη θεωρία του, εντούτοις δημιουργήθηκαν έντονες αντιδράσεις και διαμάχες ανάμεσα στις ακαδημαϊκές και πνευματικές ελίτ της εποχής. Οι πολέμιοι του δαρβινισμού κατήγγειλαν τη δαρβινική θεωρία ότι έδινε ώθηση στην ανάπτυξη φυλετικών και κοινωνικών διακρίσεων και κατά συνέπεια και οικονομικών (κοινωνικός δαρβινισμός). Προέκριναν τη χριστιανική θεώρηση των πραγμάτων, όπου υπερισχύει η χριστιανική αγάπη για τον πλησίον, καθώς και το έλεος του Θεού για τους ανθρώπους που γνωρίζουν να συγχωρούν τα λάθη και τις αδικίες των άλλων. Από την πλευρά τους οι δαρβινιστές αντιτάχθηκαν σε αυτήν την άποψη, σημειώνοντας ότι ούτε η χριστιανική θεωρία αποφεύγει τη διαλογή και το διαχωρισμό των ανθρώπων σε καλούς και κακούς (αμαρτωλούς).

Αρκεί να αναφερθεί ότι μία από τις κύριες αντιλήψεις του χριστιανισμού αναφέρεται στην έννοια της ύπαρξης των «ολίγων» και «Εκλεκτών», οι οποίοι προβλέπεται να κληρονομήσουν θέση στην ουράνια Βασιλεία του Θεού. Εδώ η δαρβινική θεωρία, δίχως την πρόθεση του ∆αρβίνου ταυτίζεται με τη μαρξιστική θεώρηση που ανάγει σε αρετή τη μη υπαγωγή κάποιου στους Εκλεκτούς (άρχουσα τάξη). Στη μαρξιστική θεωρία, κινητήρια δύναμη της κοινωνίας και της ιστορίας αποτελούν οι μη εκλεκτοί, οι απόκληροι και οι προλετάριοι. Ακόμη, οι δαρβινιστές εντοπίζουν και στηλιτεύουν ένα δεύτερο επίπεδο αδικίας, εκείνο που συνίσταται στην αιώνια και παραδειγματική τιμωρία όλων των υπόλοιπων «μη Εκλεκτών» για τον χριστιανό, το οποίο θα συμπεριλαμβάνει τη μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων.

Υπάρχουν τέσσερις πιθανές σχέσεις, οι οποίες είναι δυνατόν να ανιχνευθούν μεταξύ θρησκείας και δαρβινισμού. Πρώτον η συγκρουσιακή, όπου η θρησκεία με την εξελικτική θεωρία είναι θεμελιωδώς ασύμβατες. Πρόκειται για θέση ακραία την οποία ασπάζονται σκληροπυρηνικοί φονταμενταλιστές, τόσο επιστήμονες, όπως ο Dawkins, όσο και χριστιανοί οπαδοί του «δημιουργισμού». ∆εύτερη πιθανή θέση είναι αυτή της ανεξαρτησίας, όπου η θρησκεία και ο δαρβινισμός δεν συναντώνται πουθενά. Η πρώτη ασχολείται καθαρά με το πνευματικό πεδίο, διαμορφώνοντας το ήθος και την πνευματική καλλιέργεια κάθε ανθρώπου. Ο δαρβινισμός αποτελεί μία επιστημονική θεώρηση, επιχειρώντας να προσφέρει μία ορθολογική άποψη για την αρχή και εξέλιξη του ανθρώπου και του φυσικού κόσμου. Τρίτη σχέση θα μπορούσε να αναδειχθεί η σύνθεση των δύο κόσμων μέσα από τη σύγκλιση μιας ιστορικής θεώρησης της ζωής με τη χριστιανική ιστορία της σωτηρίας. Με το θέμα ασχολήθηκε ο Γάλλος φιλόσοφος και θεολόγος Pierre Teilhard de Chardin που αναβίβασε την επιστήμη υπεράνω της χριστιανικής πίστης. Η κριτική που του ασκήθηκε έγκειται στο γεγονός ότι τοποθέτησε την επιστήμη σε τελικό κριτήριο της αλήθειας, ανάγοντας σε εσχάτη αλήθεια μία επιστημονική θεωρία, πράγμα που επιστημονιολογικώς δεν είναι αποδεκτό, καθώς μπορεί κάλλιστα να αναιρεθεί στο μέλλον. Τέταρτη πιθανή σχέση θρησκείας και δαρβινισμού θα μπορούσε να είναι ένας καλοπροαίρετος ανιδιοτελής διάλογος, που θα σέβεται την αυτονομία των εταίρων.

Υπήρξαν πολλές προσπάθειες, αλλά δυστυχώς χωρίς αποτέλεσμα, εφόσον η μεν Θεολογία απορρίπτει κάθε συζήτηση με τους δαρβινιστές, θεωρώντας εαυτήν ως αναφορά κάθε αληθινής γνώσης, με τον επιστημονισμό να δηλώνει ως μόνη αυθεντία την επιστήμη και τα συμπεράσματα που εξάγονται μέσα από την έρευνα. Είναι φανερό ότι οι δαρβινιστές επιδιώκουν την ολοκληρωτική επέκταση της θεωρίας τους και την πλήρη κατίσχυση επί των δογματικών θέσεων των χριστιανών. Η τάση επεκτάσεως του ∆αρβινισμού αποδεικνύει πόσο επιτυχής υπήρξε στην ερμηνεία της οργανικής εξέλιξης και πόσο σημαντικός είναι ο μηχανισμός δοκιμής - απορρίψεως, προκειμένου να εξηγήσει τη διαμόρφωση της τάξεως, (Κ. Κριμπάς, Εκτείνοντας τον δαρβινισμό και άλλα δοκίμια, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1998, σ. 13). Πρόκειται για μία προσπάθεια των καλλιεργημένων, όπως είναι λογικό από το Γαλλικό ∆ιαφωτισμό να επανεντάξουν τον άνθρωπο στο φυσικό του κόσμο, στο φυσικό του περιβάλλον, ως πρόσωπο, συμπεριλαμβανομένων της νόησης και της συμπεριφοράς του. Η δαρβινική θεωρία επιτυγχάνει ένα διττό σκοπό. Εκ πρώτης όψεως επανατοποθετεί τον άνθρωπο στη φυσική του θέση, τον καθαίρει από ένα ψεύτικο βάθρο στο οποίο τον ύψωσε ο ιδεαλισμός (Κ. Κριμπά, Εκτείνοντας τον δαρβινισμό και άλλα δοκίμια, ό. π., σ. 39).

Ο καθηγητής ανατομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Λουκάς Παπαϊωάννου (1831-1890) είχε στηρίξει τη διδασκαλία του, όπως έχει ήδη αναφερθεί, πάνω στη συγκριτική ανατομία της δαρβινικής θεωρίας. Ωστόσο, τη χρονική περίοδο του 19ου αιώνα οι έντονες διαμάχες και ο φανατισμός οδήγησαν σε υιοθέτηση ακραίων θέσεων, όπως αυτή που εξέφρασε ο Λ. Παπαϊωάννου στην τρίτομη Ανατομική του ανθρώπου (1888). Ο Παπαϊωάννου μνημονεύει τη δαρβίνειο θεωρία, την εμβρυολογική εμφάνιση προτέρων φυλογενετικών καταστάσεων, τη θεωρία του Χαίκελ, τις φαρυγγικές σχισμές, τα βραγχιακά τόξα (Λουκά Παπαϊωάννου, Ανατομική του ανθρώπου, περιέχουσα την ιστολογίαν και εμβρυολογίαν μετ’ εικόνων, εκδόσεις Ανέστη Κωνσταντινίδη, Αθήνα 1999, τ. Α´, σ. 872). Οι ακραίες θέσεις που αναγράφονται εντός του έργου του Παπαϊωάννου βρίσκονται στις απαράδεκτες σήμερα απόψεις ότι υφίσταται διαφορά όγκου εγκεφάλου μεταξύ ανδρών και γυναικών ότι υπάρχουν πνευματικές διακρίσεις μεταξύ των φυλών, τις οποίες κατονομάζει σε «ανώτερες» και «κατώτερες» ανθρώπινες φυλές και οι οποίες διαφορές έχουν σχέση με την εξελικτική διαδικασία.

Να σημειωθεί ότι η πρώτη έκδοση περί ανατομίας του ανθρώπου στην Ελλάδα, το πρώτο βιβλίο, συνεγράφη από τον καθηγητή ανατομίας ∆ημήτριο Α. Μαυροκορδάτο με τίτλο Ανατομία του ανθρωπίνου σώματος, έκδοση Κ. Ράλλη, Αθήνα 1836. Εκεί που αναπτύχθηκαν έντονες αντιδράσεις και υπήρξαν πολλές διαμάχες ήταν ανάμεσα στους φοιτητές της Φιλοσοφικής Σχολής και της Φυσικομαθηματικής, όπου οι φοιτητές ήσαν σε διπλανές αίθουσες, καθώς το Μαθηματικό και το Φυσικό τμήμα, μέχρι και το 1904, ήταν ενταγμένα στη Φιλοσοφική Σχολή. Λαμπρό παράδειγμα αποτελούν τα πολλά επιθετικά και απολογητικά δημοσιεύματα του καθηγητή Π. Ν. Τρεμπέλα, όπου ο ίδιος καταφέρεται με έντονο τρόπο κατά του υλισμού και του ιστορικού υλισμού, όπως και εναντίον του δαρβινισμού. Προχωρεί στη συγγραφή βιβλίων και σε δημοσιεύσεις άρθρων στον Πάνταινο, εβδομαδιαίον παράρτημα του Εκκλησιαστικού Φάρου. Στον «Πάνταινο» είχε δημοσιευθεί μελέτη με τίτλο «Η περί μορφώσεως των ειδών ζωής υπόθεσις του δαρβινισμού, αναλυομένη και κρινομένη, (Κ. Κριμπά, Ο δαρβινισμός στην Ελλάδα, ό. π., σ. 27). Ο Π. Ν. Τρεμπέλας υποβάλλει μία πλήρη εργογραφία στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ένα Υπόμνημα, όπου απορρίπτει τις δαρβινικές εικασίες.

Γενικά, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η υποδοχή του δαρβινισμού στη χριστιανική Ελλάδα του 19ου αιώνα δεν είναι ομοιογενής ούτε συνολικά αρνητική. Όλες οι πνευματικές ελίτ αποκηρύσσουν μία αυστηρά δομημένη υλιστική ανάγνωση της θεωρίας της Εξελίξεως του ∆αρβίνου. Όμως οι γνώμες διίστανται. Οι αντιδαρβινιστές αντιλαμβάνονται στην πρόοδο της εξελικτικής διαδικασίας τον Θεό-∆ημιουργό επί το έργον, κατά το σχέδιο της Θείας Σοφίας.

Εδώ να σημειωθεί η θέση της καθολικής Εκκλησίας, η οποία αποδέχεται τη θεωρία της Εξελίξεως με απόφαση του Πάπα Ιωάννη Παύλου ΙΙ, το έτος 1996, με την εκφρασθείσα άποψη ότι μπορεί το σώμα να προέρχεται από προϋπάρχουσα ζώσα ύλη, η ψυχή όμως είναι άυλη, πνευματική, δημιουργημένη απευθείας από τον ∆ημιουργό. Ο κίνδυνος να εκπέσει η «∆ημιουργία» σε έναν δυισμό πλατωνικής θεώρησης ή πλωτινικής υφής μακριά από τη βιβλική παράδοση είναι ορατός.

Επειδή η δαρβινική θεωρία επεκτεινόταν και σε άλλους τομείς, πέραν της επιστήμης Βιολογίας και του αρχικού πεδίου εφαρμογής της, σύντομα μετατράπηκε σε εργαλείο στα χέρια «προοδευτικών» ιδεολόγων, οι οποίοι ασπάζονταν τις θεωρίες του γαλλικού ∆ιαφωτισμού. Επιθυμούσαν ή προσπαθούσαν να επιβάλλουν έναν διαχωρισμό των κρατικών δομών από εκκλησιαστικές αρχές και θρησκευτικές παραδόσεις. Σημείο αναφοράς τους ήταν ο αριστοτελικός ορθολογισμός και η θέση ότι η επιστήμη δύναται να δώσει απαντήσεις στον άνθρωπο για κάθε τομέα της ζωής. Οι αντιδράσεις στην Ελλάδα του 19ου αιώνα ήταν πολλές, από τον Κλήρο και το ποίμνιο, με αποτέλεσμα το αντιθρησκευτικό κίνημα να καταρρεύσει λόγω της επιστημονικής ανεπάρκειας των επιχειρημάτων του.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ



Η Θεωρία της Εξελίξεως των ειδών του Καρόλου ∆αρβίνου αποτελεί την πιο σημαντική θεωρία της επιστήμης της Βιολογίας. Από τον 19ο αιώνα που εισήχθη στην Ελλάδα χώρισε τον κόσμο σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, ενώ οι διαμάχες συνεχίζονται μέχρι σήμερα. ∆ικαίως θεωρείται ο πιο σημαντικός σταθμός στην ιστορία της επιστήμης.

Βέβαια, είναι αλήθεια ότι εξελικτικές θεωρίες παρουσιάστηκαν πολύ πριν τον 19ο αιώνα, από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, Αριστοτέλη, Λεύκιππο κ. ά. μέχρι τον Linnaeus τον 18ο αιώνα, τον προπάππο του Κάρολου ∆αρβίνου, τον Έρασμο και κατόπιν, τον Λαμάρκ. Οι ερευνητές προσπαθούσαν να συλλάβουν το φαινόμενο της δημιουργίας και της εξελίξεως της ζωής. Ο ∆αρβίνος με τη θεωρία του επιχειρούσε να πείσει ότι η διαφορά μεταξύ των πνευματικών δυνάμεων του ανθρώπου και των ζώων δεν ήταν ποιοτική, αλλά καθαρά ποσοτική. Η πνευματική υπεροχή του ανθρώπου, σύμφωνα με την εξελικτική θεωρία, οφείλεται μόνον σε φυσικές διαδικασίες, οι οποίες έλαβαν χώρα κατά τη διαδικασία μετάβασης από τα ζώα στον άνθρωπο, δίχως την ανάγκη ύπαρξης κάποιας υπερφυσικής επιστασίας. Ο δαρβινισμός αποδίδει την ανάπτυξη της ανθρώπινης ευφυΐας στη φυσική επιλογή μέσα από μία αλυσίδα τυχαίων και απρόβλεπτων γεγονότων της ζωής.

Γίνεται εύκολα κατανοητό για ποιο λόγο οι άνθρωποι εκείνης της εποχής του 19ου αιώνα στην Ελλάδα, άνθρωποι οι περισσότεροι της υπαίθρου προσκολλημένοι στην παράδοση και τη θρησκεία αντιμετώπισαν αρνητικά τις δαρβινικές θεωρήσεις. Σύμφωνα με αυτές, όλες οι ηθικές αρχές και αξίες δεν είναι τίποτα άλλο παρά ανθρώπινες συμβάσεις, προϊόντα της ανθρώπινης κοινωνικής εξέλιξης. Τα στάδια κοινωνικοποίησης του ανθρώπου συνέβαλαν σε αυτό, αφού από τον άνθρωπο τροφοσυλλέκτη οδηγηθήκαμε σε κοινωνίες ανθρώπων με θεσμούς, νόμους και παραδοσιακά έθιμα. Η σύγκρουση στον ελληνικό χώρο εκείνη την εποχή ήταν σφοδρή. Οι δαρβινιστές ασπάζονταν τη θεωρία της «αέναης κίνησης», όπου όλα τα είδη και οι μορφές ζωής εξελίσσονται μέσα από τυχαία γεγονότα σε κάτι άλλο. Από την άλλη οι αντιδαρβινιστές απέδιδαν στη θεωρία της Εξελίξεως απουσία σκοπού, στόχου, καθώς όλα τα είδη εμφανίζονται και εξαφανίζονται μέσα στο χρόνο. Η δε χρήση της φράσης επιβιώνουν τα ισχυρότερα είδη και αυτά που δείχνουν μεγαλύτερη προσαρμοστικότητα αποτελούσε σκάνδαλο, όχι μόνο για τους θρησκευόμενους ανθρώπους, αλλά για όλους, καθώς δημιουργούσε καταστάσεις κοινωνικού ρατσισμού.

Η συντηρητική ελληνική κοινωνία της περιόδου εκείνης δυσκολεύεται να δεχθεί ιδέες οι οποίες, α) αντιβαίνουν τη μέχρι τότε άποψη για τη δημιουργία του κόσμου από έναν πάνσοφο ∆ημιουργό, που δημιουργεί και συντηρεί όλο αυτό το οικοδόμημα, β) αποτελούν πρόκληση στην κατά γράμμα ερμηνεία της Αγίας Γραφής, αμφισβητώντας τον τρόπο και τη χρονική διαδικασία της ∆ημιουργίας, όπως αναφέρεται στη Βίβλο και γ) μειώνουν τον άνθρωπο, προσβάλλοντας την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, εφόσον πρεσβεύουν ότι ο άνθρωπος προέρχεται από τυχαίο, απρόβλεπτο, ενδεχόμενο γεγονός, από έναν πρόγονο πίθηκο, είναι μέρος της φύσης, δίχως να εξηγούν την ανάπτυξη ανθρώπινης ευφυΐας με στοιχεία που κάνουν τον άνθρωπο να διαφέρει από τα ζώα, όπως είναι η συνείδηση της ζωής και του επικείμενου θανάτου, η έκφραση αγάπης και αλληλεγγύης για τον άλλον, η δημιουργία καλύτερων συνθηκών ζωής, η ανάπτυξη σκοπού - στόχου ως κινήτρου για τη ζωή του κ. ά.

Οι έντονες αντιδράσεις και διαμάχες που αναπτύχθηκαν ήταν εύλογες και λογικές ανάμεσα στους δαρβινιστές και στους αντιδαρβινιστές, αφού η εξελικτική θεωρία επιχειρούσε μία «κοινωνική μετάλλαξη» στην ελληνική κοινωνία του 19ου αιώνα. Ας μην ξεχνάμε ότι η θεωρία της Εξελίξεως του ∆αρβίνου αποτελεί μία επιστημονική θεωρία και όχι ένα αποδεδειγμένο γεγονός. Ίσως στο μέλλον, όπως άλλωστε γίνεται με όλες τις επιστημονικές θεωρήσεις, αναθεωρηθούν πολλές πτυχές της, πριν συμπληρωθούν με κάποιες άλλες, οι οποίες θα ανταποκρίνονται καλύτερα στα νέα δεδομένα που θα έχουν προκύψει.

Είναι αληθές ότι η θεωρία της Εξελίξεως του ∆αρβίνου άσκησε τεράστια επίδραση στην επιστήμη, στην τέχνη, στη λογοτεχνία, στις κοινωνικές σπουδές. Οι δαρβινιστές θεωρούν ότι ενέπνευσε τη δυνατότητα δημιουργίας ενός νέου ανθρωπισμού βασισμένου στην, κατ’ αυτούς, ανώτερη ηθική αξία που είναι η Γνώση. Όμως η Γνώση δεν αποτελεί ηθική αξία, αλλά πνευματικό εργαλείο για την επίτευξη των ανώτερων στόχων που οφείλει να έχει κάθε άνθρωπος, ώστε να δικαιολογεί την παρουσία του στον κόσμο, δίνοντας αξία και νόημα στη ζωή του. Η γνώση δημιουργεί εγγράμματους ανθρώπους, δεν μορφοποιεί τον χαρακτήρα τους, ούτε διαμορφώνει την προσωπικότητά τους εντός ενός αληθινού κοινωνικού ανθρωπισμού. Μέσα στο πλαίσιο μίας ειλικρινούς και καλοπροαίρετης προσέγγισης, τόσο οι δαρβινιστές όσο και οι αντιδαρβινιστές αποδέχονται ότι η ερμηνεία του κόσμου είναι αδύνατη δίχως την εξέλιξη. Η θεωρία του ευφυούς σχεδιασμού (δημιουργισμός) δεν αποτελεί επιστημονικό φαινόμενο, αλλά κοινωνικό, στηριζόμενο στην πίστη και όχι στην επιστήμη. Η αρχαιότατη άποψη ενός κόσμου, στάσιμου και αναλλοίωτου, ως έργο ενός πάνσοφου ∆ημιουργού, αντικαθίσταται από την ιδέα ενός κόσμου, ο οποίος τελεί εν διαρκεί εξελίξει, πάντα στο σκοπό της βελτιώσεως και τελειοποιήσεως.

Οι οπαδοί της εξελικτικής θεωρίας στην προσπάθεια να ερμηνεύσουν τον κόσμο, αντικαθιστούν το «σκοπό» με τον «μηχανισμό», ενώ δεν ενδιαφέρονται για ποιον λόγο, αλλά με ποιον τρόπο δημιουργήθηκε η φύση. Οι δαρβινιστές απορρίπτουν την αριστοτελική άποψη του έσχατου λόγου, ότι δηλαδή πίσω από κάθε γεγονός υφίσταται μία σκοπιμότητα, η οποία γι’ αυτούς είναι έωλη, δίχως νόημα και αξία, παραχωρώντας τη θέση του σκοπού στην αναζήτηση του μηχανισμού. Γίνεται εύκολα αντιληπτό για ποιον λόγο η δαρβινική θεωρία δημιούργησε τόσο πολλές αντιδράσεις και αντιπαραθέσεις κατά τη δημοσιοποίησή της στον ελληνικό χώρο του 19ου αιώνα. Θέσεις, όπως ότι η φύση δεν υπακούει σε κάποια σκοπιμότητα και ότι η κίνηση (μεταβολή) αποτελεί τυχαία ενδογενή ιδιότητα της ύλης άνευ τέλους οδήγησε σε εκρηκτικές καταστάσεις την τότε πνευματική τάξη του τόπου. Υπήρξαν σφοδρές αντιδράσεις και επιθέσεις κατά καθηγητών, οι οποίοι τόλμησαν να κοινοποιήσουν τις απόψεις τους υπέρ της εξελικτικής θεωρίας του ∆αρβίνου.

∆έχθηκαν απειλές και ύβρεις από το συντηρητικό κατεστημένο της εποχής με αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να εξαναγκαστούν να κρύψουν τα πιστεύω τους και να «αλλάξουν» τη στάση τους για το δαρβινισμό, προκειμένου να αποφύγουν τις δυσμενείς συνέπειες. Ήταν πάντως αναμενόμενο, καθώς οι επιστήμες συνέβαλλαν πάντα στη συγκρότηση ιδεολογικών κοσμοαντιλήψεων με τις θεωρητικές επιστήμες να θεμελιώνονται σε ιδεολογικές προκείμενες, κυρίως θρησκευτικές.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ



1. ΑΙΓΙΝΙΤΗ ∆ΗΜΗΤΡΙΟΥ, Η σταθερότης του κλίματος της Ελλάδος, Επετηρίς Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 1906.

2. ΑΣΩΠΙΟΥ ΕΙΡΗΝΑΙΟΥ, Τα εν Πικέρμι λείψανα, στο Αττικόν Ημερολόγιον, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1869.

3. ΒΛΑΣΤΟΥ ΣΠΥΡΙ∆ΩΝΑ, Φιλοσοφικαί μελέται, Ιω. Κ. Λαγουδάκης, Αλεξάνδρεια 1902.

4. ΓΑΖΗ ΕΦΗΣ, Πατρίς - Θρησκεία - Οικογένεια - Ιστορία ενός συνθήματος, 1880-1930, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2011, σ. 60.

5. ∆ΑΡΒΙΝΟΥ ΚΑΡΟΛΟΥ, Βιογραφικόν σχεδίασμα μικρού τινός παιδίου, μτφρ. Σπ. Μηλιαράκης, εκδόσεις Εστία, Αθήνα 1887.

6. ∆ΑΡΒΙΝΟΥ ΚΑΡΟΛΟΥ, Η έκφραση των συγκινήσεων στον άνθρωπο και τα ζώα, μτφρ. Αικ. Λιγκοβανλή, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2017.

7. ∆ΟΣΙΟΥ Κ. ΛΕΑΝ∆ΡΟΥ, Ο περί υπάρξεως αγών, τύποις Ανδρέου Κορομηλά, Αθήνα

1874.

8. ∆ΡΑΓΟΥΜΗ ΙΩΝΑ, Φύλλα ημερολογίου ΣΤ´, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1987.

9. ΗΝΩΜΕΝΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΣΤΟAΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑ∆ΟΣ, Ο Αντιτέκτονας Απόστολος Μακράκης, (1831-1905), http:uglgreece.gr/el/node/16.

10. ΚΑΛΑΦΑΤΗ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Θρησκευτικότητα και κοινωνική διαμαρτυρία - οι οπαδοί του Απόστολου Μακράκη, Τα Ιστορικά, Αθήνα 1993, τ. 10, σσ. 113-142.

11. ΚΟΛΛΙΝΣ ΦΡΑΝΣΙΣ (COLLINS FRANCIS), Η γλώσσα του Θεού, μτφρ. Θρασύβουλος Κετσέας, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2017.

12. ΚΡΙΜΠΑ ΚΩΣΤΑ, Εκτείνοντας τον ∆αρβινισμό και άλλα δοκίμια, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα

1998.

13. ΚΡΙΜΠΑ ΚΩΣΤΑ, Κοσμογραφία ή ο παγκόσμιος σοσιαλισμός - θραύσματα κατόπτρου,

εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1993.

14. ΚΡΙΜΠΑ ΚΩΣΤΑ, Ο δαρβινισμός στην Ελλάδα, έκδοση Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών -

Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Αθήνα 2017.

15. ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ ΗΛΙΑ, Ο δαρβινισμός εν Αθήναις. Ποία τα αποτελέσματα της διδασκαλίας των θεωριών του ∆αρβίνου εν τω ημετέρω Πανεπιστημίω, τύποις Ελληνικής Ανεξαρτησίας, Αθήνα 1880.

16. ΜΑΝΣΟΛΑ Α., Πολιτειογραφικαί πληροφορίαι περί Ελλάδος, Εθνικόν Τυπογραφείον, Αθήναι 1867, σ. 132.

17. ΜΑΡΤΙΝΟΥ ΙΩΑΝΝΗ, Όλεθρος της θετικής φιλοσοφίας, εκδόσεις Αναστασίου Τρίμη, Αθήνα 1882.

 

18. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ Π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ, Απόστολος Μακράκης - Φιλόσοφος και ηθικολόγος, λαϊκός ιεροκήρυκας, περιοδικό Νέα Κοινωνιολογία, Αθήνα 1999, τ.χ. 27, σ.8.

19. ΜΟΛΙΝΟΥ - ΠΡΟΒΙ∆ΑΚΗ ΙΩΑΝΝΑΣ, Ο Κάρολος ∆αρβίνος και η Εξέλιξη, διδακτορική διατριβή ΕΑ∆∆ 2009, www:SciAm.Jan.09.

20. ΠΑΛΑΜΑ ΚΩΣΤΗ, Σημείωμα για τον Παύλο Νιρβάνα, περιοδικό Παναθήναια, τ.χ. 15,

Αθήνα 1907.

21. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ΛΟΥΚΑ, Ανατομική του ανθρώπου, εκδόσεις Ανέστη Κωνσταντινίδη, Αθήνα 1888.

22. ΣΚΑΛΤΣΟΥΝΟΥ ΙΩΑΝΝΗ, Ημερολόγιον της Ανατολής, ιδιωτική έκδοση, Κωνστα- ντινούπολη 1887.

23. ΣΟΥΓΚΡΑ ΣΠΥΡΙ∆ΩΝΑ, Η νεωτάτη του υλισμού φάσις, ήτοι ο δαρουινισμός και το ανυπόστατον αυτού, τυπογραφείον της Εφημερίδος των Συζητήσεων - Εθνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1876.

24. ΣΤΕΦΑΝΙ∆Η ΦΙΛΟΠΟΙΜΕΝΟΣ, Αι υποθέσεις του υλισμού και του δαρβινισμού και το ελληνικόν πανεπιστήμιον, έκδοση ιδιωτική, Αθήνα 1895.

25. ΣΥΝΟ∆ΙΝΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ, Ποίημα, δημοσίευση Νέα Εφημερίδα, Αθήνα 25-3-1888.

26. ΤΡΕΜΠΕΛΑ Π. Ν., Η περί παραγωγής των ειδών υπόθεσις του ∆αρβίνου αναλυομένη και κρινομένη, περιοδικό Πάνταινος, Αλεξάνδρεια 1916.

27. ΤΣΕΛΛΕΡ Ε∆ΟΥΑΡ∆ΟΥ, Περί των Ελλήνων προδρόμων του ∆αρβίνου, Βερολίνο 1878, στο Μαργαρίτη Ευαγγελίδη, Φιλοσοφικά μελετήματα, τυπογραφείο της Ενώσεως, Αθήνα 1888.

28. ΟΒΕ ΦΡΑΝΣOYA (EUVE FRANCOIS), Ο ∆αρβίνος και ο Χριστιανισμός - Αληθινές και ψεύτικες μάχες, μτφρ. Ηρώ ∆ιακάκη, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2019.

29. KRIMBAS B. COSTAS, Alexandre Theotokis, la notion de l’ évolution et le premier texte de zoologie grecque, The Historical Rewiew, La Revue Historique, 2007.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο